Η αισιοδοξία είναι περίπου υποχρεωτική, όταν μιλάμε για μια πρωθυπουργική ομιλία στη ΔΕΘ. Αυτή τη φορά ο Αλέξης Τσίπρας θα ήθελε η αισιοδοξία να είναι και πραγματική, εάν σκεφτούμε ότι είναι η πρώτη φορά που ανεβαίνει στη Θεσσαλονίκη και μπορεί να υποστηρίξει ότι –τυπικά τουλάχιστον– βγήκαμε από τα μνημόνια.
Όμως, η πραγματικότητα είναι ότι ο Αλέξης Τσίπρας ανεβαίνει στη Θεσσαλονίκη με όλα τα μέτωπα ανοιχτά και αρκετά αγκάθια στο δρόμο για τις κάλπες.
Με μια σειρά από θέματα που αποτελούν ανοικτές πληγές και που δύσκολα θα μπορέσουν να κλείσουν μέχρι τις κάλπες, όπως ελπίζει το Μέγαρο Μαξίμου:
Οικονομία: to success story που δεν έρχεται
Κανονικά, η κυβέρνηση θα ήθελε να πάει στη ΔΕΘ με την οικονομία ως ισχυρό χαρτί. Ωστόσο, πλην της τυπικής εξόδου από τη ΔΕΘ, δεν θα μπορεί να επιδείξει κάτι το χειροπιαστό.
Τα στοιχεία για την ανάπτυξη, με την υποχώρηση του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ στο 1,8 για το β΄ τρίμηνο του 2018, προκαλούν ανησυχία, παρά την προσπάθεια του Υπουργείου Οικονομικών να υποστηρίξει ότι μεσοσταθμικά πάμε καλά. Ανησυχητική είναι η υποχώρηση των επενδύσεων, ιδίως από τη στιγμή που η κυβέρνηση προσπαθεί να αρθρώσει το «αφήγημα» ότι είμαστε κομβικός επενδυτικός προορισμός.
Στα δημοσιονομικά η έκρηξη των ληξιπρόθεσμων αποκαλύπτει πραγματικές ανοιχτές πληγές της οικονομίας, την ώρα που τα πρωτογενή πλεονάσματα ως προς τα έσοδα τροφοδοτούνται κυρίως από τις ρυθμίσεις προηγούμενων ληξιπρόθεσμων οφειλών.
Η ανεργία υποχώρησε κάτω από το 20%, όμως τον Ιούλιο είχαμε αρνητικό ισοζύγιο προσλήψεων απολύσεων, εν μέσω κορύφωσης της τουριστικής περιόδου, την ώρα που η πλειοψηφία των νέων θέσεων είναι μερικής απασχόλησης και κακοπληρωμένες.
Η πολυδιαφημισμένη επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων απέχει ακόμη από το να επηρεάσει τον βασικό κορμό των συμβάσεων, ενώ η αύξηση του κατώτατου μισθού θα πρέπει να περάσει μέσα από τη διαδικασία διαβούλευσης που προβλέπει το «μνημονιακό κεκτημένο».
Οι «παροχές» μαζεύονται υπό το φόβο των αγορών
Παρότι η κυβέρνηση προσπάθησε να πάει επιθετικά μετά την 21ηΑυγούστου για περάσει το μήνυμα ότι πλέον μπορούν να υπάρξουν και «παροχές», έτσι ώστε να βελτιώσει και το «αριστερό προφίλ» του ΣΥΡΙΖΑ, οι αγορές είχαν άλλη γνώμη.
Η συντονισμένη επίθεση και στο ελληνικό δεκαετές ομόλογο που εκτινάχθηκε πάνω από το 4,5% αλλά και στο χρηματιστήριο που έσπασε προς τα κάτω το «ψυχολογικό όριο» των 700 μονάδων, ήρθαν να θυμίσουν ότι πέραν της διαπραγμάτευσης με τους «θεσμούς», που επίσης έκαναν σαφές ότι δεν επιθυμούν «άφρονες» παροχές, υπάρχει και η καθημερινή αμείλικτη αξιολόγηση των αγορών που βλέπουν στην «παροχολογία» μια συνολικότερη απειλή εκτροχιασμού της ελληνικής οικονομίας.
Ούτε βέβαια περνούν απαρατήρητα τα κατά καιρούς δημοσιεύματα στον ξένο Τύπο, ιδίως τον γερμανικό, για το πώς είναι η πολιτική της κυβέρνησης και η λογική των «παροχών» που τελικά οδηγούν σε ακριβότερο δανεισμό.
Ως αποτέλεσμα οι τόνοι έχουν χαμηλώσει για την αναστολή μείωσης των συντάξεων, ενώ συνολικά όλα δείχνουν ότι θα πάμε σε πιο περιορισμένης εμβέλειας ανακοινώσεις, ενόψει και της άφιξης των τεχνικών κλιμακίων των θεσμών αλλά και για να αποφευχθούν νέες «κίτρινες κάρτες» από τις αγορές.
Η αδυναμία αποκατάστασης του «αριστερού προφίλ»
Κομβική πλευρά του αρχικού σχεδιασμού της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ ήταν η ανάταξη του αριστερού προφίλ του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό θεωρείται αναγκαίο και για να ενεργοποιηθεί ο κομματικός μηχανισμός του ΣΥΡΙΖΑ μπροστά στις μεγάλες εκλογικές μάχες της επόμενης χρονιάς, αλλά και για να συσπειρωθεί ένα σημαντικό μέρος της εκλογικής βάσης.
Όμως, αυτό είναι πολύ δύσκολο. Εκτός από την τοποθέτηση του Πάνου Σκουρλέτη επί της ουσίας ο Αλέξης Τσίπρας δεν έχει κάνει κάτι σε αυτή την κατεύθυνση.
Τα μέτρα για την οικονομία, με τις αγορές και τους «θεσμούς» να έχουν θέσει συγκεκριμένα όρια στις «παροχές», δεν επιτρέπουν και κάποιο ενθουσιασμό για την επιστροφή του ΣΥΡΙΖΑ στις αριστερές του ρίζες, τουλάχιστον ως προς το κοινωνικό πρόγραμμα.
Την ίδια στιγμή, ο ανασχηματισμός, με την υπουργοποίηση προσώπων από την κεντροαριστερά και την κεντροδεξιά, σε συνδυασμό με την αναβάθμιση του μηχανισμού του Μαξίμου, απογοήτευσαν την αριστερή πτέρυγα του κόμματος που είδε τη θέση της να υποβαθμίζεται.
Εκεί δηλαδή που η κομματική βάση προσδοκούσε η «έξοδος από τα μνημόνια» να σηματοδοτήσει αριστερή στροφή, στην πραγματικότητα βλέπει «δεξιό άνοιγμα» και αυτό μόνο απογοήτευση γεννά.
Η ανοιχτή πληγή του Μακεδονικού
Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε υπολογίσει ότι το «Μακεδονικό» θα τον κατοχύρωνε ως μια υπεύθυνη «εθνική» δύναμη που δεν δίστασε να λύσει ένα πρόβλημα το οποίοι παρέμεινε εκκρεμές για πάρα πολύ μεγάλο διάστημα.
Αυτό που δεν υπολόγισε ήταν ότι σε ένα περιβάλλον αυξανόμενης διεθνούς αστάθειας και με τα Βαλκάνια να ετοιμάζονται για έναν πιθανό νέο γύρο αλλαγών συνόρων, η κίνηση να ανοίξει το Μακεδονικό ξανά γέννησε ανασφάλεια και ανησυχία.
Την ίδια στιγμή από σημαντικό μέρος της κοινωνίας αντιμετωπίστηκε η συμφωνία των Πρεσπών ως μια ακόμη υποχώρηση εντός μιας γενικότερης συνθήκης μειωμένης κυριαρχίας.
Ούτε βοήθησε ιδιαίτερα την απήχηση των κυβερνητικών χειρισμών το γεγονός ότι συνδυάστηκε η συμφωνία των Πρεσπών με μια επιδείνωση των παραδοσιακά καλών ελληνορωσικών σχέσεων.
Ως αποτέλεσμα, η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ εισπράττουν αυξημένο πολιτικό κόστος ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα, μια γεύση του οποίου θα υπάρξει και κατά την άνοδο του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ.
Ενδεικτική του κλίματος και η αρνητική αντιμετώπιση της αγοράς από τη ΔΕΗ της EDS, εταιρίας πώλησης ενέργειας στην ΠΓΔΜ, η οποία μάλιστα ανήκει σε στενό συνεργάτη του Ζόραν Ζάεφ.
Η χαμένη μάχη της καθημερινότητας
Η κυβέρνηση δεν μπορεί να εμπνεύσει τους πολίτες ότι τα πράγματα πάνε σε καλύτερη κατεύθυνση.
Αυτό αποτυπώνει εύγλωττα, έρευνα της Metron Analysis για λογαριασμό της ΓΣΕΕ, σύμφωνα με την οποία 9 στους 10 συμπολίτες μας δεν πιστεύουν ότι έχουμε ακριβώς βγει από τα μνημόνια και 7 στους 10 επιμένουν ότι τα πράγματα πηγαίνουν σε λάθος κατεύθυνση.
Όλα αυτά δείχνουν ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να περάσει το «αφήγημά» της στην κοινωνία και να σπάει το αρνητικό κλίμα που κυριαρχεί στις αντιδράσεις της κοινής γνώμης τα τελευταία χρόνια.
Όμως, με αυτό τον τρόπο κινδυνεύει να γίνει ακόμη περισσότερο ο στόχος της δυσαρέσκειας στις εκλογές, δηλαδή μέσα σε μια αρνητική συνθήκη και παρά την απουσία κάποιου ισχυρού «θετικού» ρεύματος μέσα στην κοινωνία, να αποτελέσει το αντικείμενο μιας τιμωρητικής και «εκδικητικής» ψήφου.
Κομμάτι αυτών των προβλημάτων και ένα διάχυτο αίσθημα ανασφάλειας των πολιτών. Η κυβέρνηση μπορεί να επικαλείται τις στατιστικές για την εγκληματικότητα που δείχνουν ότι δεν έχουμε κάποια επιδείνωση των σχετικών δεικτών, όμως οι πολίτες δεν δείχνουν να έχουν την ίδια γνώμη.
Ακόμη και φαινόμενα όπως η ανοχή στον Ρουβίκωνα, που δεν σχετίζεται βέβαια με την κοινή εγκληματικότητα, επιτείνουν μια διάχυτη αίσθηση «ανομίας» και τη συνακόλουθη ανασφάλεια.
Ο αρνητικός αντίκτυπος από την τραγωδία στο Μάτι
Παρότι ο πρωθυπουργός επισκέφτηκε ξανά το Μάτι και επέμεινε ότι θα είναι στο πλευρό των πυρόπληκτων, η κυβέρνηση εξακολουθεί να πληρώνει μεγάλο κόστος για τις πυρκαγιές του καλοκαιριού.
Δεν είναι μόνο οι διαμαρτυρίες των ίδιων των κατοίκων για την ανεπάρκεια των κρατικών δράσεων ακόμη και τώρα, αλλά και η υπαρκτή ακόμη αγανάκτηση και συσσωρευμένη οργή και για τα πολλαπλά λάθη που μεγέθυναν τις επιπτώσεις της πυρκαγιάς αλλά και για την κυνική σχεδόν προσπάθεια αποφυγής ανάληψης της υπαρκτής ευθύνης της κυβέρνησης.
Με αυτή την έννοια, αναμένονται με μεγάλο ενδιαφέρον οι απαντήσεις που θα δώσει ο πρωθυπουργός στη συνέντευξη στη ΔΕΘ σε σχέση με τον απολογισμό των κυβερνητικών χειρισμών.
Η εξωτερική αστάθεια
Τελευταίος πονοκέφαλος της κυβέρνησης η αυξανόμενη αστάθεια και αβεβαιότητα στο διεθνές περιβάλλον και το πώς μπορεί να κάνει ακόμη πιο δύσκολους τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς.
Από τη μια, οι εξαγγελίες εμπορικών πολέμων σε συνδυασμό με το τέλος της ποσοτικής χαλάρωσης και στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη διαμορφώνουν ένα πιο «περιοριστικό» περιβάλλον διεθνώς και πιέζουν τις περιφερειακές αγορές.
Την ίδια στιγμή, τόσο η Τουρκία όσο και η Αργεντινή ενέχουν τον κίνδυνο νέων επεισοδίων κρίσης χρέους σε μεγάλες περιφερειακές οικονομίες που αντικειμενικά θα δυσκολέψουν και τα κυβερνητικά σχέδια για επιστροφή στις αγορές.
Παράλληλα, τόσο η προοπτική νέων οξύνσεων στη Συριακή κρίση όσο και οι νέες εντάσεις στα Βαλκάνια (με αφορμή και το ενδεχόμενο αλλαγής συνόρων ανάμεσα σε Σερβία και Κόσοβο) διαμορφώνουν ένα διεθνές σκηνικό με περισσότερους λόγους ανησυχίας, ιδίως από τη στιγμή που η Τουρκία εξακολουθεί να είναι το μεγάλο ερωτηματικό ως προς το πώς θα χειριστεί τα εσωτερικά και εξωτερικά της προβλήματα.
Όλα αυτά με τη σειρά τους καθιστούν πιο δύσκολους και τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς, ιδίως από τη στιγμή που είχαν ως άρρητη παραδοχή ένα πιο σταθερό διεθνές περιβάλλον.