Η επαρχία Ιντλίμπ, τελευταίο οχυρό των τζιχαντιστών και των ανταρτών στην εμπόλεμη Συρία, επλήγη το Σάββατο από τις πιο «εντατικές» αεροπορικές επιδρομές της Ρωσίας εδώ κι έναν μήνα, την επομένη της αποτυχίας μιας τριμερούς συνόδου ως προς την εξεύρεση συμφωνίας για την τύχη τής χώρας
Οι βομβαρδισμοί αναμένεται να κλιμακωθούν καθώς το καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ και η Ρωσία, ο ισχυρότερος σύμμαχός του, απειλούν εδώ και μήνες να αρχίσουν επιχειρήσεις ευρείας κλίμακας για την ανάκτηση της βορειοδυτικής αυτής επαρχίας της Συρίας, που γειτονεύει με την Τουρκία, χώρα που υποστηρίζει οργανώσεις ανταρτών.
Οι επιδρομές σημειώθηκαν παρότι τα Ηνωμένα Έθνη προειδοποίησαν για νιοστή φορά εναντίον της «ανθρωπιστικής καταστροφής» που θα προκαλούσαν τέτοιες επιχειρήσεις, ιδίως τον ενδεχόμενο εκτοπισμό τουλάχιστον 800.000 ανθρώπων.
Σύμφωνα με το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δεκάδες ρωσικές αεροπορικές επιδρομές έγιναν το Σάββατο σε διάφορες κοινότητες στο νότιο και στο νοτιοανατολικό τμήμα της Ιντλίμπ.
Παράλληλα, η συριακή αεροπορία προχώρησε στη ρίψη περίπου πενήντα «βαρελιών με εκρηκτικά», αυτοσχέδιων βομβών, ενώ το συριακό πυροβολικό σφυροκόπησε τον τομέα, κατά την ίδια ΜΚΟ, που έκανε λόγο για εννιά άμαχους νεκρούς, ανάμεσά τους δύο παιδιά.
Ο διευθυντής του Συριακού Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο Ράμι Άμπντελ Ραχμάν, τόνισε στο Γαλλικό Πρακτορείο ότι έγιναν «οι πιο εντατικές» επιδρομές στη βόρεια Συρία έπειτα από την επίθεση της 10ης Αυγούστου στην Όρουμ αλ Κούμπρα, όταν είχαν σκοτωθεί 53 άνθρωποι, ανάμεσά τους 41 άμαχοι.
Σύμφωνα με έναν ανταποκριτή του Γαλλικού Πρακτορείο, αεροπορικές επιδρομές και μπαράζ του πυροβολικού στοχοθέτησαν διάφορες κοινότητες, ανάμεσά τους τη Χαν Σεϊχούν, τη Λατάμνε και την Ταμάνια.
Στο μεταξύ η Ρωσία υποστήριξε το Σάββατο ότι έχει «ατράνταχτες αποδείξεις» πως αντάρτες ετοιμάζονται να προχωρήσουν άμεσα σε «προβοκάτσια» στην Ιντλίμπ, πιθανόν τη χρήση χημικών όπλων που θα προσάψουν στο καθεστώς.
Κατά τη Μόσχα, στελέχη της τζιχαντιστικής οργάνωσης Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ — την οποία σχημάτισαν μέλη του πρώην βραχίονα της Αλ Κάιντα στη Συρία και η οποία ελέγχει το 60% της Ιντλίμπ — του Ισλαμικού Κόμματος του Τουρκεστάν και των Λευκών Κρανών συναντήθηκαν την Παρασκευή στην Ιντλίμπ για να «συμφωνήσουν όσον αφορά το σενάριο» αυτής της «προβοκάτσιας».
Την ίδια ημέρα, στην τριμερή σύνοδο με τον ιρανό ομόλογό του Χασάν Ροχανί και τον τούρκο ομόλογό του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν τόνισε πως η συριακή κυβέρνηση έχει κάθε «δικαίωμα» να ανακτήσει τον έλεγχο όλης της επικράτειας της χώρας, ενώ απέρριψε την πρόταση της Άγκυρας να κηρυχθεί κατάπαυση του πυρός στην Ιντλίμπ, τονίζοντας πως δεν υπήρχαν «αντιπρόσωποι των ένοπλων οργανώσεων στο τραπέζι» για να διαπραγματευθούν τη διακοπή των εχθροπραξιών.
Η Ρωσία και το Ιράν, σύμμαχοι του καθεστώτος Άσαντ, και η Τουρκία, που υποστηρίζει οργανώσεις ανταρτών, απέτυχαν να ξεπεράσουν τις διαφορές τους, πάντως συμφώνησαν να συνεχίσουν να «συνεργάζονται» με σκοπό την εξεύρεση μιας λύσης και την αποφυγή της απώλειας των ζωών αμάχων.
Περίπου τρία εκατομμύρια άμαχοι, οι μισοί από τους οποίους είναι εκτοπισμένοι από άλλες περιοχές της Συρίας, ζουν στην επαρχία Ιντλίμπ και σε ανταρτοκρατούμενους θύλακες στις γειτονικές επαρχίες Χάμα, Χαλέπι και Λαττάκεια, σύμφωνα με τον ΟΗΕ.
Οκτώ ΜΚΟ, ανάμεσά τους η οργάνωση Σώστε τα Παιδιά (Save the Children), προειδοποίησαν την Παρασκευή ότι επαπειλείται «η χειρότερη ανθρωπιστική καταστροφή τα επτά χρόνια του πολέμου στη Συρία» σε περίπτωση εφόδου των συριακών κυβερνητικών στρατευμάτων και των συμμάχων τους στην Ιντλίμπ.
Ο πόλεμος στη Συρία, που έγινε εξαιρετικά περίπλοκος στην πορεία των ετών, έχει στοιχίσει τη ζωή σε πάνω από 350.000 ανθρώπους και μετέτρεψε εκατομμύρια άλλους σε πρόσφυγες και εσωτερικά εκτοπισμένους.