Σε όλη την περίοδο του «αντιμνημονιακού κινήματος» το ζήτημα των πολεμικών αποζημιώσεων ήταν στην πρώτη γραμμή. Η οργή για τις πολιτικές της Γερμανίας σε σχέση με την εφαρμογή των πρώτων μνημονίων εκφράστηκε σε μεγάλο βαθμό και ως απαίτηση να καταβληθούν οι γερμανικές αποζημιώσεις, ιδίως όταν στα μάτια αρκετών φάνταζε και η λύση για το οικονομικό πρόβλημα της χώρας.
Εκείνα τα χρόνια διατυπώθηκαν διάφορες απόψεις για τις αποζημιώσεις, τα νομικά ερείσματα της ελληνικής διεκδίκησης αλλά και το μέγεθός τους. Σε κάθε περίπτωση ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν η πολιτική δύναμη που κατεξοχήν υπερασπίστηκε αυτό το αίτημα, που το ενέτασσε και σε μια συνολική στρατηγική για τη «ρήξη».
Βέβαια, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ανέβηκε στην εξουσία, η αναμέτρηση με τους δανειστές έκανε σαφές ότι στην πραγματικότητα η διεκδίκηση αυτή ήταν αρκετά αμφίβολη, ιδίως όταν η Ελλάδα χρειαζόταν διαρκώς την ευμενή στάση της Γερμανίας.
Όμως, το θέμα δεν βγήκε από το προσκήνιο. Η Βουλή συνέχισε να ασχολείται με αυτό, ιδίως από τη στιγμή που κανένα κόμμα ουσιαστικά δεν είχε σε επίπεδο διακηρύξεων τουλάχιστον απεμπολήσει τη συγκεκριμένη διεκδίκηση.
Έτσι και τώρα, μετά την τυπική «έξοδο από τα μνημόνια» και την έναρξη της προεκλογικής εκστρατείας το θέμα επανέρχεται στο προσκήνιο. Την αρχή την έκανε ο ίδιος ο πρωθυπουργός από την μαρτυρική Κάνδανο όπου δήλωσε ότι ««είναι ιστορικό χρέος απέναντι σε αυτούς που έφυγαν αλλά και απέναντι στις επόμενες γενιές. Μέχρι το τέλος του έτους θα έχουμε το πόρισμα για τις διεκδικήσεις, το οποίο θα έρθει μέχρι το τέλος του έτους στην Ολομέλεια της Βουλής για τις περαιτέρω κινήσεις μας με την ευρύτερη δυνατή συναίνεση όλων των πολιτικών δυνάμεων».
Γερμανικές αποζημιώσεις
Τη σκυτάλη πήρε στη συνέχεια ο πρόεδρος της Βουλής Νίκος Βούτσης που δήλωσε ότι «το εξαιρετικό πόρισμα της ειδικής επιτροπής για τις γερμανικές επανορθώσεις σε όλες τις πτυχές, θα έρθει στην ολομέλεια της Βουλής και θα ληφθεί απόφαση. Θα υπάρξει διεκδίκηση και σε διακρατικό και σε νομικό επίπεδο».
Όταν μιλάμε για το πόρισμα της Βουλής, αξίζει τον κόπο να σημειώσουμε ότι το 2016 η αρμόδια Διακομματική Κοινοβουλευτική Επιτροπή είχε υπολογίσει τις συνολικές ελληνικές απαιτήσεις στα 269.547.005.854 ευρώ. Αντιλαμβανόμαστε, ότι παρά την αναμφίβολη ύπαρξη νομικών επιχειρημάτων υπέρ μιας τέτοιες διεκδίκησης, το ζήτημα είναι σε τελική πολιτικό και σε πολιτικό επίπεδο πολύ δύσκολα η Γερμανία θα δεχόταν να καταβάλει τόσο μεγάλες αποζημιώσεις.
Είναι εμφανές, επομένως, ότι η ανακίνηση του ζητήματος κυρίως σχετίζεται με προεκλογικές στοχεύσεις και την προσπάθεια της κυβέρνησης να ανακτήσει ένα σχετικά «αριστερό» προφίλ.
Η προσπάθεια για νέες διαιρέσεις
Προεκλογική εκστρατεία χωρίς διαίρεση και πόλωση δεν γίνεται. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για ένα κόμμα σαν τον ΣΥΡΙΖΑ που ανέβηκε μετεωρικά στην εξουσία μέσα από μια περίοδο μεγάλης κοινωνικής και πολιτικής πόλωσης.
Σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει με κάθε τρόπο να επανακατοχυρώσει ότι είναι ο εκπρόσωπος των προοδευτικών αξιών και της αριστεράς και ο μεγάλος αντίπαλος του νεοφιλελευθερισμού, ιδίως από τη στιγμή που, κακά τα ψέματα, πέρασε τα τελευταία τρία χρόνια εφαρμόζοντας τις αμιγώς νεοφιλελεύθερες πολιτικές του τρίτου μνημονίου.
Σε αυτή τη στρατηγική μιας νέας ιδεολογικής πόλωσης εντασσόταν και η παρουσία του Τσίπρα στο Ευρωκοινοβούλιο και η προσπάθεια του να χαράξει με αρκετά σκληρό τρόπο διαχωριστικές γραμμές, σημείο που αποτυπώθηκε και στον τρόπο που τον αντιμετώπισαν και οι εκπρόσωποι των άλλων πολιτικών «οικογενειών» του Ευρωκοινοβουλίου.
Το νέο «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης»
Όμως, δεν αρκούν μόνο οι ρητορικές κατασκευές και οι ιδεολογικές διακηρύξεις. Χρειάζονται και κάποιες έμπρακτες αποδείξεις που να τεκμηριώνουν το αφήγημα της «επιστροφής στις αριστερές ρίζες».
Σε αυτό το φόντο πρέπει να δούμε τις διακηρύξεις του πρωθυπουργού από το βήμα της Έκθεσης της Θεσσαλονίκης. Παρότι εμφανώς πιο «μετρημένο» από εκείνο του 2014, το νέο «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» προσπαθεί να αποενοχοποιήσει τις «παροχές» και να επαναφέρει στο πολιτικό προσκήνιο αιτήματα κοινωνικής δικαιοσύνης και αναδιανομής, έστω και υπό τη διαρκή και επαναλαμβανόμενη παραδοχή ότι πρέπει να τηρηθούν οι δημοσιονομικές δεσμεύσεις του μεσοπρόθεσμου.
Με αυτό τον τρόπο επιδιώξει η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ να δείξει ότι η «μεταμνημονιακή κανονικότητα» είναι ταυτόχρονα και αφετηρία για «αριστερή στροφή» και για «κοινωνική διεκδίκηση» και ότι δεν στέκει η κριτική, που έχει διατυπωθεί από πολλές απόψεις, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δεσμευτεί στην πιστή τήρηση επιθετικών νεοφιλελεύθερων πολιτικών.
Οι 53+ ως αριστερό άλλοθι
Σε αυτό το φόντο έχει ενδιαφέρον ότι από την πλευρά της τάσης των 53+ έχουν διατυπωθεί πολλές αντιρρήσεις για την πολιτική της κυβέρνησης και ιδίως για την επιλογή της «διεύρυνσης» με προσωπικότητες του κεντροδεξιού και κεντροαριστερού χώρου.
Για την επίσημη «αριστερή αντιπολίτευση» εντός του κυβερνώντος κόμματος, μια τέτοια τακτική δεν συνάδει με την επιλογή «επιστροφής στις αριστερές ρίζες» και ότι αντίθετα απαιτείται αριστερή στροφή πραγματική και μέτρα που σε σύγκρουση με το πολιτικό και κοινωνικό κατεστημένο να ενισχύουν πραγματικά τη θέση των λαϊκών τάξεων.
Όμως, με αυτό τον τρόπο η συγκεκριμένη τάση λειτουργεί τελικά ως το ακριβώς αντίθετο. Από αριστερή αντιπολίτευση, γίνεται αριστερό άλλοθι.
Επιμένοντας ότι σε αυτή τη συγκυρία και με αυτές τις δεσμεύσεις θα μπορούσε ο ΣΥΡΙΖΑ να είχε μια πιο «αριστερή» πολιτική, στην πραγματικότητα στηρίζουν το κυβερνητικό αφήγημα και την προσπάθεια ρητορικής επιστροφής στην περίοδο 2014-2015.
Έτσι, λοιπόν, βαδίζουμε σε μια προεκλογική περίοδο όπου ο ΣΥΡΙΖΑ ολοένα και περισσότερο θα ανασύρει στοιχεία που θα παραπέμπουν στην «ηρωική» αντιμνημονιακή περίοδο: από τις πολεμικές αποζημιώσεις, μέχρι την «αναδιανομή», τις «αριστερές πολιτικές» και τις «βαθιές διαχωριστικές γραμμές» με το νεοφιλελευθερισμό.