Μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιστορία αναδεικνύει ο δημοσιογράφος Χρήστος Πετρόπουλος, μια ιστορία που δημοσιεύεται στη Μηχανή του Χρόνου.
Αφορά τον Αραβα πρίγκιπα ο οποίος πριν από μερικές δεκαετίες ήρθε στην Ελλάδα κι έμεινε στην ιστορία γιατί μοίραζε σε όλους χρυσά ρολόγια. Αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για την ελληνική ταινία με πρωταγωνιστή τον Κώστα Βουτσά, όμως, στην περίπτωση του Βασιλιά της Σαουδικής Αραβίας Ιμπντ Σαούν όλα είναι αληθινά.
Σύμφωνα με το άρθρο του Χρ. Πετρόπουλου, ήρθε στην Αθήνα το Νοέμβριο του 1963 όταν έχασε τον θρόνο του μετά από απόφαση που έλαβε το συμβούλιο των ουλεμάδων, δηλαδή των θρησκευτικών ηγετών της χώρας. Διάδοχος του θρόνου ήταν ο αδερφός του Φεϊζάλ.
Ήταν το τέλος της ηγεμονίας του φεουδάρχη που είχε γίνει παγκοσμίως γνωστός, όχι μόνο για τα πετροδολάρια και τα αμύθητα πλούτη του, αλλά για τις τέσσερις γυναίκες του, τις 100 παλλακίδες που αποτελούσαν το χαρέμι του, τους τουλάχιστον 40 γιους του και τις αναρίθμητες θυγατέρες. Από τότε και για τα επόμενα χρόνια, ο έκπτωτος μονάρχης που αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας, περιπλανήθηκε σε διάφορες χώρες ξοδεύοντας αμέτρητα εκατομμύρια σαν να ήταν αποκριάτικα κομφετί.
Στο Ελληνικό η υποδοχή
Τον Ιανουάριο του 1965 ο Ιμπν Σαούντ έφτασε στην Αθήνα. Στο αεροδρόμιο του Ελληνικού τον υποδέχθηκαν ο τότε Δήμαρχος Αθηναίων Δημήτριος Ρίτσος και πολλοί επίσημοι. Αμέσως κατέλυσε μαζί με τη συνοδεία του στο ξενοδοχείο «Καβούρι» της Βουλιαγμένης. Και όταν λέμε συνοδεία εννοούμε 150 άτομα ή και περισσότερα όπως έγραφε ο Τύπος της εποχής, που «έκλεισαν» δύο ορόφους και 50 δωμάτια του πολυτελούς ξενοδοχείου.
Οι υπεύθυνοι ετοίμασαν με κάθε λεπτομέρεια το δωμάτιο 532 και τα υπόλοιπα, ώστε να έχουν το απαραίτητο αραβικό στυλ. Για τον τέως βασιλιά όμως τοποθέτησαν «ουρανό» πάνω από το κρεβάτι του, τηλέφωνα ακόμη και πάνω στη μπανιέρα, δύο air condition, ξεχωριστή τραπεζαρία, ιδιαίτερο γραφείο, πανάκριβα χαλιά και πολλά άλλα κομφόρ για τις ανάγκες του.
Το ημερήσιο κόστος για την ενοικίαση των δωματίων, όπως έλεγε τότε στους δημοσιογράφους ο διευθυντής του ξενοδοχείου, έφτανε περίπου τις 30 χιλιάδες δρχ., ποσό εξωφρενικό για την εποχή. Καθημερινά ετοιμάζονταν ατελείωτοι μπουφέδες για τον υψηλό καλεσμένο, τους γιους του, το χαρέμι και την υπόλοιπη συνοδεία. Οι σερβιτόροι κυριολεκτικά «σκοτώνονταν» για το ποιος θα τον εξυπηρετούσε.
Και αυτό γιατί ο Σαούντ ήταν ανοιχτοχέρης όσο λίγοι. Κάθε φορά που τον πλησίαζε κάποιος του χάριζε ένα χρυσό ρολόι ή έκανε νόημα να δώσουν πουρμπουάρ που συνήθως αντιστοιχούσε σε ένα … μηνιάτικο.
Υπολογίζεται ότι στα περίπου δύο χρόνια που έμεινε στην Αθήνα, ξόδεψε περίπου 10 εκατομμύρια δολάρια, δηλαδή σχεδόν 300 εκατομμύρια δραχμές.
Τουλάχιστον 60 ελληνικές οικογένειες ζούσαν από τους ηγεμονικούς μισθούς που έδινε σε οδηγούς, συνοδούς αυτοκινήτων, διερμηνείς, συμβούλους, ξεναγούς και «καλοθελητές». Όποιος δούλευε για τον Σαούντ έπαιρνε κατά μέσο όρο μηνιάτικο ύψους 6 χιλιάδων δραχμών. Τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου έκαναν ουρά για να τον συναντήσουν και να του εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους που άφηνε τόσο συνάλλαγμα στη χώρα, ενώ δεν προλάβαινε να δέχεται προσκλήσεις από δημάρχους προκειμένου να επισκεφτεί την περιοχή τους. Όταν κάποτε πήγε στο Ναύπλιο, αυτομάτως έγινε επίτιμος δημότης και φυσικά έφαγε στο γραφικό Μπούρτζι.
Όλοι γίνονταν χάλι να τους πατήσει Όταν ήθελε να κάνει ιαματικά λουτρά γέμιζε μέσα σε λίγη ώρα η δεξαμενή της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων στο Πειραιά. Εκεί συνήθως πήγαινε με την αγαπημένη του Πόντιακ. Όταν ήθελε να κάνει κρουαζιέρα στο Αργοσαρωνικό, του διέθεταν θαλαμηγούς όπως π.χ την «Ιλλυρίς» για να επισκεφτεί την Αίγινα και τον Πόρο. Όταν κάποιες φορές πετούσε στο εξωτερικό για εξετάσεις, όπως τότε που πήγε στη Βαρκελώνη για τα μάτια του, οι καρδιές κόντεψαν να σπάσουν μη τυχόν και δεν γυρίσει.
Γάλα καμήλας
Οι εφημερίδες έγραφαν μάλιστα ότι οι γιατροί του συνιστούσαν να πίνει γάλα καμήλας. Έτσι επιστρατεύτηκε ιδιοκτήτης καμήλας από την Κομοτηνή (!) που του έστελνε καθημερινά μπουκάλια από την ακριτική πόλη. Για χάρη του το 1966 η κυβέρνηση έδωσε εντολή να ευπρεπιστεί και να ανοίξει το κλειστό τζαμί στο Μοναστηράκι, προκειμένου ο Σαούντ να ασκήσει τα θρησκευτικά του καθήκοντα. Η φωνή του ιμάμη που ήρθε από τη Θράκη «τρέλανε» τους Αθηναίους, οι οποίοι δεν είπαν κουβέντα για να μην ενοχληθεί ο υψηλός επισκέπτης. Οι άσωτοι πρίγκιπες που τράκαραν τις Μαζεράτι και οι σύζυγοι του φεουδάρχη που έκαναν μπάνιο με φερετζέ Ανοιχτοχέρηδες αλλά και «τζαναμπέτηδες» ήταν και οι τέσσερις πρίγκιπες γιοί του που τον συνόδευαν. Καθημερινά τα κέντρα διασκέδασης «αναστέναζαν» από τα γλέντια που έστηναν, αλλά και τους μεγάλους λογαριασμούς που έκαναν. Για να μετακινούνται τα πριγκιπόπουλα ο Σαούντ έδωσε την άδεια του να έρθουν στην Αθήνα τέσσερις πολυτελείς Μαζεράτι.
Οι Αθηναίοι θαύμασαν τότε για πρώτη φορά τα μοντέλα Μπερλίνα 4200, Σπάιντερ, Μιστράλ και Σέμπρινγκ.
Έμειναν με το στόμα ανοικτό. Μόνο που και οι τέσσερις γιοί δεν είχαν μεγάλο σεβασμό στον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, καθώς κάθε τρεις και λίγο τράκαραν είτε με αυτοκίνητα και μηχανές, είτε παρέσυραν πεζούς. Τα θέματα αυτά πάντως λύνονταν άμεσα όταν από τις τσέπες των πριγκίπων έβγαιναν μερικά μεγάλα ματσάκια με χιλιάρικα. Οι μέρες και οι νύχτες … του υιού πρίγκηπα Ο playboy της οικογένειας ήταν πάντως ο πρίγκιπας Ματζίτ που δεν κρατιόταν με τίποτα και όπως έγραφαν τότε οι εφημερίδες φλέρταρε χωρίς δισταγμό τις ωραιότερες γυναίκες της πόλης. Διατηρούσε σουίτα στο Χίλτον όπου δύο γνωστές και όμορφες ηθοποιοί του κρατούσαν συντροφιά με το αζημίωτο.