Όταν η Τζέι Φάι, μια 70χρονη που πουλά φαγητό από τον πάγκο της σε έναν δρόμο της Μπανγκόκ, γνωστή για τις ομελέτες της με καβούρι, κέρδισε πέρυσι ένα αστέρι της Michelin στον πρώτο οδηγό με τα εστιατόρια της πόλης, λίγοι ντόπιοι εξεπλάγησαν.
«Η θεία Φάι» είναι διάσημη για τα γυαλιά του σκι που φορά για να προστατεύσει τα μάτια της από το καυτό λάδι, όπως και για το τηγανιτό καβούρι με κάρυ που μαγειρεύει, ένα από τα πιο γνωστά της πιάτα που προτιμούν ακόμη και πλούσιοι επιχειρηματίες που φτάνουν στον πάγκο της με τα πολυτελή τους αυτοκίνητα.
Όμως η δόξα μετά την παγκόσμια αναγνώριση ήταν σύντομη, καθώς οι αξιωματούχοι της πόλης είναι αποφασισμένοι να «επιστρέψουν το πεζοδρόμιο στους πεζούς», διώχνοντας εκατοντάδες μικροπωλητές που πωλούν φαγητό, ρούχα και μικροπράγματα, προκειμένου να διασφαλιστεί περισσότερη «τάξη και υγιεινή».
Νωρίτερα αυτό τον μήνα εκατοντάδες μικροπωλητές πραγματοποίησαν πορεία ως το δημαρχείο της Μπανγκόκ αφού τους απαγορεύθηκε να στήνουν τους πάγκους τους στη διάρκεια της ημέρας στον δρόμο Χάο Σαν, αγαπημένο προορισμό των τουριστών.
Αν και ξεκίνησε ως μια διαμαρτυρία των μικροπωλητών, πλέον έχει αναχθεί σε ένα οργανωμένο κίνημα που έχει κερδίσει τη στήριξη ακαδημαϊκών και άλλων δημόσιων προσώπων που καταγγέλλουν την αυστηρότητα των αρχών.
«Οι μικροπωλητές του δρόμου αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του πολιτισμού και της ιστορίας της Ταϊλάνδης, βοηθούν στη δημιουργία κοινωνικών δεσμών, επιτρέπουν στις γυναίκες να εργάζονται, ανοίγουν δρόμους καινοτομίας στην ταϊλανδική κουζίνα και επιτρέπουν σε οικογένειες που δεν διαθέτουν άλλους πόρους να κερδίζουν τα προς το ζην», επεσήμανε η Τσαουαντί Νουαλχάιρ food blogger.
«Η συγκέντρωσή τους σε “κέντρα” ή η πλήρης εξάλειψή τους θα προκαλέσει ένα τεράστιο κενό στο οικοσύστημα της πόλης», πρόσθεσε.
Οι διώξεις κατά των μικροπωλητών αποτελούν μέρος της ευρύτερης προσπάθειας της στρατιωτικής χούντας που κυβερνά την Ταϊλάνδη από το 2014 να επιβάλει την τάξη στην Μπανγκόκ, μια πόλη γνωστή για τη νυχτερινή της ζωή και το φτηνό και καλό φαγητό που πωλείται στο δρόμο.
Οι αρχές απομάκρυναν παράγκες κατά μήκος του ποταμού Τσάο Πράγια προκειμένου να δημιουργήσουν μια προβλήτα και έχουν εκδιώξει τους ανθρώπους που ζούσαν κοντά σε ένα παλιό φρούριο προκειμένου να φτιάξουν στην περιοχή ένα πάρκο.
Οργανώσεις προάσπισης των πολιτικών δικαιωμάτων καταγγέλλουν ότι οι εξώσεις έχουν στόχο κυρίως φτωχούς πολίτες που δεν μπορούν να προσφύγουν στη δικαιοσύνη.
«Έχει ξεκινήσει πόλεμος εναντίον των ίδιων των κατοίκων της πόλης, των πιο φτωχών και των πιο ευάλωτων», επεσήμανε η Πουνσάπ Τουλαπάν διευθυντής της ΜΚΟ HomeNet που στηρίζει τους αδήλωτους εργαζόμενους.
«Πολλοί από αυτούς τους μικροπωλητές βρίσκονται στο ίδιο σημείο επί δεκαετίες και βασίζονται στις εισπράξεις για να στηρίξουν τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Δεν έχουν τίποτα άλλο», τόνισε.
Περισσότερο από το 70% των μικροπωλητών είναι γυναίκες και περισσότεροι από τα δύο τρίτα άνω των 40 ετών με περιορισμένη μόρφωση, γεγονός που τους καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτους, εξήγησε ο Ναρουμόλ Νιρατρόν, καθηγητής σε πανεπιστήμιο της Μπανγκόκ.
«Πρόκειται για την πιο καταστροφική πολιτική της κυβέρνησης. Η ακύρωση των αδειών και οι εξώσεις έχουν ως αποτέλεσμα οι μικροπωλητές να χάσουν τις αποταμιεύσεις μίας ζωής, να παίρνουν τα παιδιά τους από το σχολείο και να χάνουν τα σπίτια και τα αυτοκίνητά τους», υπογράμμισε.