Στις 18 Σεπτεμβρίου 1964 η Αθήνα γνώρισε στιγμές μεγαλείου και χλιδής με τον γάμο του βασιλιά των Ελλήνων Κωνσταντίνου Β’ και της Δανής πριγκίπισσας Άννας Μαρίας. Ήταν ο πρώτος και ο τελευταίος επίσημος γάμος εν ενεργεία μονάρχη που έγινε στην Ελλάδα και προσήλκυσε το γενικό ενδιαφέρον.
Και οι δύο μελλόνυμφοι ανήκαν στην ίδια δυναστεία (Σλέσβιχ – Χολστάιν – Ζόντερμπουργκ – Γκλίσμπουργκ) και ήταν μακρινοί συγγενείς. Ο Κωνσταντίνος ήταν μόλις 24 ετών και είχε διαδεχθεί στον ελληνικό θρόνο τον πατέρα του Παύλο, που είχε πεθάνει στις 6 Μαρτίου 1964. Η Άννα Μαρία μόλις είχε συμπληρώσει τα 18 της χρόνια και ήταν η τριτότοκη κόρη του βασιλιά της Δανίας Φρειδερίκου του 9ου και της βασίλισσας Ίνγκριντ.
Το ζευγάρι είχε γνωριστεί το 1959 στη Δανία και αμέσως αναπτύχθηκε μεταξύ τους ένα τρυφερό αίσθημα, που εξελίχθηκε σε έρωτα. Όταν έγιναν οι αρραβώνες του ζεύγους τον Ιανουάριο του 1963, η Άννα Μαρία είχε δηλώσει: «Δεν ονειρεύτηκα ποτέ να παντρευτώ ένα Βασιλιά. Ήθελα απλά να είμαι μία γυναίκα ευτυχισμένη με το σύζυγό της. Ναι, αγαπώ εδώ και καιρό τον Κωνσταντίνο, και εύχομαι ο χρόνος να μας επιτρέψει να ζήσουμε μερικά χρόνια όπως όλος ο κόσμος».
Δέκα ημέρες πριν από τη γαμήλια τελετή, η Αθήνα σημαιοστολίζεται και πανηγυρίζει, καθώς στις 11 Σεπτεμβρίου υποδέχεται τη μελλοντική βασίλισσα και τις επόμενες ημέρες πλήθος γαλαζοαίματων, που καταφθάνουν στην ελληνική πρωτεύουσα για το κοσμικό αυτό γεγονός.
Χιλιάδες λουλούδια
Η γαμήλια τελετή ξεκίνησε στις 10 το πρωί της Παρασκευής 18 Σεπτεμβρίου στη Μητρόπολη των Αθηνών, που είχε διακοσμηθεί με 10.000 κόκκινες γλαδιόλες. Την παρακολούθησαν 1.200 προσκεκλημένοι, ανάμεσά τους 18 βασιλείς (Μποντουέν και Φαμπιόλα του Βελγίου, Φουμιφόν και Σιρικίτ της Ταϊλάνδης, Χουσεΐν και Μόνα της Ιορδανίας και όλα τα σκανδιναβικά βασιλικά ζεύγη), 7 διάδοχοι θρόνων, 2 βασιλικοί σύζυγοι, 103 πρίγκιπες και πριγκίπισσες, καθώς και 20 δούκες και κόμητες.
Το μυστήριο του γάμου τέλεσε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Β’, συνεπικουρούμενος από τον πρωθιερέα των ανακτόρων, αρχιμανδρίτη Ιερώνυμο Κοτσώνη, τον μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών επί δικτατορίας. Από εκκλησιαστικής πλευράς, στη γαμήλια τελετή παρέστησαν 104 πατριάρχες, αρχιεπίσκοποι και αρχιερείς της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τα χρυσοΰφαντα άμφιά τους. Η καθολική συμμετοχή των ηγετών της ορθοδοξίας προσέδωσε πανορθόδοξο χαρακτήρα στο γεγονός, επειδή ο Κωνσταντίνος ήταν ο μοναδικός εν ενεργεία ορθόδοξος βασιλιάς.
Στις 11:10 π.μ. η τελετή έληξε και οι νεόνυμφοι υπό τους ήχους πανηγυρικών κανονιοβολισμών επιβιβάστηκαν σε άμαξα, που την έσερναν 6 γκριζόλευκα άλογα. Εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου είχε κατακλύσει τους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας για να παρακολουθήσουν τη βασιλική πομπή με τους νεόνυμφους. Δεν ήταν μόνο το θέαμα που τράβηξε τον κόσμο. Το νεαρό ζευγάρι προκαλούσε συμπάθεια. Ιδιαίτερα στον «δημοκρατικό» (μη Δεξιό) κόσμο είχε καλλιεργηθεί η πεποίθηση ότι ο γάμος του Κωνσταντίνου με τη Δανέζα πριγκίπισσα, που διακρινόταν για την απλότητά της, και ο παραμερισμός της πολυπράγμονος βασιλομήτορος Φρειδερίκης, θα σήμανε τον εκδημοκρατισμό της Αυλής και την αποφυγή ανάμειξής της στα πολιτικά πράγματα της χώρας. Γρήγορα, όμως, όσοι καλλιεργούσαν αυτή την πεποίθηση, θα διαψευστούν πανηγυρικά…
Πηγή: sansimera