Ο γερμανικός Τύπος σχολιάζει τον συμβιβασμό των κυβερνητικών εταίρων για την υπόθεση του πρώην επικεφαλής της Υπηρεσίας Προστασίας του Συντάγματος, που είχε αμφισβητήσει ντοκουμέντα ακροδεξιάς βίας στο Κέμνιτς.
Στο γερμανικό υπουργείο Εσωτερικών θα συνεχίσει την επαγγελματική του σταδιοδρομία ο πρώην πλέον επικεφαλής της Υπηρεσίας Προστασίας του Συντάγματος Χανς-Γκέοργκ Μάασεν. Οι τρεις κυβερνητικοί εταίροι (Χριστιανοδημοκράτες, Χριστιανοκοινωνιστές και Σοσιαλδημοκράτες) συμφώνησαν στην αποπομπή του Μάασεν, ο οποίος μετά τις συγκρούσεις στην πόλη Κέμνιτς και τις επιθέσεις ακροδεξιών εναντίον μεταναστών που ακολούθησαν το θανάσιμο μαχαίρωμα ενός Γερμανού, είχε ισχυριστεί ότι δεν υπήρξε ανθρωποκυνηγητό μεταναστών, αμφισβητώντας ακόμη την αυθεντικότητα των βίντεο που το αποδείκνυαν.
Οι σχολιαστές στέκονται στη μετακίνηση του Μάασεν ως αξιωματούχου στο υπουργείο Εσωτερικών του χριστιανοκοινωνιστή Χορστ Ζεεχόφερ. Για «συμφωνία» των κυβερνητικών εταίρων κάνει λόγο το περιοδικό Spiegel στην ηλεκτρονική του έκδοση, επισημαίνοντας ότι «ο συμβιβασμός καθιστά δυνατή τη διατήρηση του μεγάλου συνασπισμού», οι αντοχές του οποίου δοκιμάστηκαν με αφορμή την υπόθεση Μάασεν.
Η υπόθεση διευθετήθηκε «δια της προαγωγής» του αποπεμφθέντος, παρατηρεί η Frankfurter Allgemeine Zeitung. «Πλέον μπορούν οι Σοσιαλδημοκράτες [σ.σ. που ζητούσαν την αποπομπή Μάασεν] και οι Χριστιανοκοινωνιστές [που στηρίζουν τον Μάασεν] να ισχυριστούν ότι επέβαλαν τη θέλησή τους», επισημαίνει η εφημερίδα της Φραγκφούρτης, που σχολιάζει ότι η Υπηρεσία Προστασίας του Συντάγματος αποκτά νέο επικεφαλής, ωστόσο ο Χορστ Ζεεχόφερ διατηρεί τον Μάασεν, ο οποίος μετακινείται στο υπουργείο του και μάλιστα με υψηλότερο μισθό, όπως υπογραμμίζει η FAZ. Ο σχολιαστής της εφημερίδας εκτιμά ότι παρά τη διευθέτηση της υπόθεσης Μάασεν, «η αντιπαράθεση για την προσφυγική πολιτική της Άγκελα Μέρκελ θα συνεχιστεί».
Για «θέατρο του παραλόγου» κάνει λόγο η Tageszeitung (TAZ). «Προαγωγή αντί απόλυσης», σχολιάζει η εφημερίδα του Βερολίνου, χαρακτηρίζοντας «δεξιό συνωμοσιολόγο» τον Χανς-Γκέοργκ Μάασεν. Η TAZ γράφει ότι η αποπομπή του γερμανού αξιωματούχου ήταν «ό,τι καλύτερο μπορούσε να του συμβεί», δεδομένου ότι συνοδεύτηκε από την προαγωγή του. «Και οι Σοσιαλδημοκράτες [σ.σ. που είχαν ζητήσει την αποπομπή του] είναι ικανοποιημένοι. Υπάρχουν πράγματα που δεν μπορεί καν να τα διανοηθεί κανείς, τόσο παράλογα είναι», σχολιάζει η TAZ.
Κλιμάκωση μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας
Κυρίαρχο θέμα σχολιασμού στον γερμανικό Τύπο είναι και όξυνση της εμπορικής διαμάχης ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα μετά την ανακοίνωση του αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για επιβολή δασμών ύψους 250 δις δολαρίων σε κινεζικές εισαγωγές, με το Πεκίνο να προαναγγέλλει ότι θα απαντήσει με το ίδιο νόμισμα.
Το θέμα βρίσκεται τόσο στο πρωτοσέλιδο όσο και στις σχολιαστικές σελίδες της οικονομικής εφημερίδας Handelsblatt, η οποία επιχειρεί να καταδείξει το εύρος των πιθανών επιπτώσεων της αντιπαράθεσης μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου. «Η κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα επιφέρει παράπλευρες απώλειες για όλους», προειδοποιεί ο σχολιαστής της εφημερίδας του Ντύσελντορφ. Η Handelsblatt επιχειρεί να ανιχνεύσει τα αίτια της νέας όξυνσης: «Το ότι η κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου αφορά περισσότερο την πολιτική από ό,τι την οικονομία είναι προφανές. Ο Τραμπ βρίσκεται ενόψει των (ενδιάμεσων) εκλογών στο Κογκρέσο, πιεζόμενος από τα ποσοστά δημοτικότητάς του που πέφτουν και θέλει να παρουσιαστεί στους ψηφοφόρους του ως ανυποχώρητος θιασώτης της πολιτικής «Πρώτα η Αμερική» (America First)».
Νέα κλιμάκωση στην εμπορική αντιπαράθεση μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου
Ο σχολιαστής προβαίνει σε εκτιμήσεις για την πιθανή συνέχεια: «Η λογική του πολέμου απαιτεί ο εξίσου περήφανος και εθνικιστής κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ να απαντήσει με το ίδιο νόμισμα στις κυρώσεις του Λευκού Οίκου. Το άκρως επικίνδυνο σπιράλ κλιμάκωσης που μπορεί να μετατρέψει μια αντιπαράθεση σε πόλεμο ισχύει και για τις εμπορικές διενέξεις: εάν πέσει ο πρώτος πυροβολισμός, είναι πολύ δύσκολο να αποκλιμακωθεί η κατάσταση», επισημαίνει η Handelsblatt.
Η Tagesspiegel του Βερολίνου επισημαίνει τις επιπτώσεις των νέων αμερικανικών κυρώσεων στους καταναλωτές: «Ο αμερικανός πρόεδρος εστίασε στους προηγούμενους γύρους εμπορικών κυρώσεων σε πρώτες ύλες και βιομηχανικά προϊόντα. Αυτή τη φορά πλήττονται καταναλωτικά προϊόντα –τσάντες και χαλιά, ρύζι και ψάρι. Οι Αμερικανοί ενδέχεται επομένως να πρέπει να πληρώνουν ακριβότερα για αντικείμενα καθημερινής χρήσης και τρόφιμα. Αυτό και μόνο το γεγονός δείχνει ήδη πόσο παράλογη είναι αυτή η εμπορική διένεξη. Και μια διέξοδος δεν διαφαίνεται: ούτε η Ουάσιγκτον ούτε το Πεκίνο προτίθενται να υποχωρήσουν».
Η Süddeutsche Zeitung αποδομεί το αφήγημα του Ντόναλντ Τραμπ για το οφέλη που μπορούν να αποφέρουν στις ΗΠΑ οι επιθετικές διεκδικήσεις στο εμπορικό πεδίο. Η εφημερίδα του Μονάχου σχολιάζει ότι ο αμερικανός πρόεδρος ηττάται και μάλιστα με ηχηρό τρόπο. «Από μια δήθεν win-win κατάσταση για τους Αμερικανούς προκύπτει ταχύτατα μια συνθήκη lose-lose: Αντί να επενδύει περισσότερο στις ΗΠΑ ή να εισάγει από εκεί, η Κίνα μειώνει τη δραστηριότητά της αυτό το διάστημα – ο κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ δεν έχει άλλη επιλογή. Δεν θέλει να φανεί στα μάτια του λαού του και των στελεχών του Κομμουνιστικού Κόμματος ένας αδύναμος που επιτρέπει να τον εκβιάζουν».