Ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ και κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Δημοκρατικής Συμπαράταξης Θ. Θεοχαρόπουλος, δημοσιοποίησε την απάντηση του πρώην υπουργού Δικαιοσύνης Σταύρου Κοντονή στην ερώτηση που είχε καταθέσει το 2017 για την κατάργηση του αυτοφώρου στα αδικήματα του Τύπου. Σύμφωνα με τον κ. Θεοχαρόπουλο από την απάντηση του τότε υπουργού Δικαιοσύνης διαπιστώνεται ότι η νομοθεσία είναι επαρκής και δεν ήταν κυβερνητική προτεραιότητα η κατάργηση του αυτοφώρου.
Ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ και κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Δημοκρατικής Συμπαράταξης θα καταθέσει εκ νέου την ίδια ερώτηση προς τον νέο υπουργό Δικαιοσύνης Μιχάλη Καλογήρου αύριο στη Βουλή με αφορμή την μήνυση του Πάνου Καμένου σε δημοσιογράφους της εφημερίδας Φιλελεύθερος.
Ο κ. Θεοχαρόπουλος δήλωσε ότι: «Προφανώς για την κυβέρνηση η εφαρμογή της διαδικασίας του αυτόφωρου σε δημοσιογράφους, η διεκδίκηση επιβολής εξοντωτικών ποινών και η έλλειψη στοιχειώδους ισοπολιτείας όταν στα πρόσωπα που εγκαλούν ισχύει ο θεσμός της ασυλίας, είναι ζητήματα τα οποία έχουν ρυθμισθεί και δεν πρόκειται τίποτα να αλλάξει.
Η αυτόφωρη διαδικασία όμως για θέματα του Τύπου πρέπει να καταργηθεί άμεσα. Όταν οι ιδεοληψίες αγγίζουν τα θέματα Δικαιοσύνης, που δεν σχετίζονται με κανένα μνημόνιο τότε αυτό είναι επικίνδυνο για την ίδια Δημοκρατία.
Η νομοθετική παρέμβαση έπρεπε να γίνει χθες, όσο δεν γίνεται επιβεβαιώνεται η επικίνδυνη πρόθεση και στόχευση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για παρέμβαση και έλεγχο στο κατοχυρωμένο συνταγματικό δικαίωμα της ελευθερίας του Τύπου. Επιβάλλεται να μπει εδώ και τώρα τέλος στον κατήφορο γιατί με θέματα Δημοκρατίας κανείς δεν μπορεί να παίζει».
Στη ερώτηση του πρόέδρου της ΔΗΜΑΡ ο κ. Κοντονής, όπως αναφέρεται στο δελτίο τύπου της ΔΗΜΑΡ, είχε απαντήσει μεταξύ άλλων ότι «Σε καιρούς με αρκετή δόση «φαντασίας στην είδηση», λαμβάνοντας υπόψη το εύρος των αποδεκτών ενός συκοφαντικού δια του Τύπου εκφρασιακού ενεργήματος αλλά και τη δυνατότητα ταχύτατης αναμετάδοσής του, αναγνωρίζεται η δημόσια ανάγκη ισορροπημένης προστασίας του λειτουργήματος των προσώπων αυτών και αποτροπής ανακύκλωσης της «είδησης», για λόγους δημοκρατικής αρχής».