Τουλάχιστον 150 διανοούμενοι και καλλιτέχνες υπογράφουν ένα μανιφέστο για την υποδοχή των μεταναστών, αρνούμενοι κάθε υπαναχώρηση απέναντι στις αντιλήψεις της ακροδεξιάς, σε μια περίοδο που κορυφώνεται στην Ευρώπη η συζήτηση για το μεταναστευτικό.
«Η εποχή των αποδιοπομπαίων τράγων επιστρέφει» γράφουν στο κείμενο αυτό, που δόθηκε στη δημοσιότητα από τα μέσα ενημέρωσης Regards, Politis και Mediapart, μία ημέρα μετά το νέο ευρωπαϊκό ψυχόδραμα για να βρεθεί ένα λιμάνι όπου θα αποβιβάζονταν οι 58 μετανάστες που επιβαίνουν στο πλοίο Aquarius. Το σκάφος θα ελλιμενιστεί τελικά στη Μάλτα, αφού τέσσερις χώρες δέχτηκαν να παραλάβουν τους ανθρώπους αυτούς.
Το κείμενο υπογράφεται μεταξύ άλλων από τους συγγραφείς Ανί Ερνό και Πατρίκ Σαμουαζό, τον ακτιβιστή και παρουσιαστή Γιασίν Μπελατάρ, τον κωμωδιογράφο Γκιγιόμ Μερίς, τις ηθοποιούς Ρομάν Μπορινζέ και Ζοζιάν Μπαλασκό, αλλά και τον οικονομολόγο Τομά Πικετί. Μέχρι το μεσημέρι σήμερα είχε συγκεντρώσει 3.000 υπογραφές μέσω του ιστοτόπου change.org.
«Είναι ψευδαίσθηση να πιστεύουμε ότι θα μπορέσουμε να περιορίσουμε, πολλώ δε μάλλον να εμποδίσουμε, τις μεταναστευτικές ροές» προειδοποιούν οι υπογράφοντες, συνηγορώντας υπέρ της ελεύθερης μετακίνησης των προσώπων.
«Τις επόμενες δεκαετίες, οι μεταναστεύσεις, εθελοντικές ή αναγκαστικές, θα ενταθούν» και «οι πρόσφυγες, ωθούμενοι από τους πολέμους και τις κλιματολογικές καταστροφές, θα είναι πολύ περισσότεροι», συνεχίζουν, διερωτώμενοι: «Τι θα κάνουμε; Θα συνεχίσουμε να κλείνουμε τα σύνορα και να αφήνουμε τους φτωχότερους να φιλοξενούν τους ακόμη φτωχότερους;. Αυτό είναι από ηθικής άποψης αναξιοπρεπές και από λογικής άποψης ανόητο».
«Δεν θα συμβιβαστούμε με τις αξίες της ακροδεξιάς», προσθέτουν, τονίζοντας ότι «δεν πρέπει να γίνει καμία παραχώρηση σ’ αυτές τις αντιλήψεις που επέβαλε η ακροδεξιά, τις οποίες συχνά υιοθετεί η δεξιά και που βάζουν σε πειρασμό ακόμη και ένα μέρος της αριστεράς».
«Δεν είναι οι μετανάστες εργάτες που επιβαρύνουν το μισθολογικό κόστος, αλλά ο όλο και πιο καθολικός κανόνας της ανταγωνιστικότητας, της αποδοτικότητας, της εργασιακής ανασφάλειας», καταλήγει το κείμενο.