Η Ισπανία υποστήριξε κρυφά τον πόλεμο στην Υεμένη με την αμφιλεγόμενη πώληση 400 βομβών στη Σαουδική Αραβία, ενώ η αναστολή εκτέλεσης του συμβολαίου, έπειτα από την αποκάλυψή του, διακυβεύει το συμβόλαιο πολλών εκατομμυρίων δολαρίων με το Ριάντ για την ναυπήγηση πολεμικών, υποστηρίζει σε σημερινό της δημοσίευμα η εφημερίδα El Pais.
Σύμφωνα με το ίδιο άρθρο, το Ισπανικό υπουργείο Άμυνας θα πρέπει τώρα να αγοράσει ξανά αυτές τις βόμβες, πιθανότατα με τίμημα πολύ μεγαλύτερο από τα 9,2 εκατ. ευρώ που κατέβαλαν οι Σαουδάραβες, καθώς αποτελούσαν τμήμα του πολεμικού οπλοστασίου της Πολεμικής Αεροπορίας και θα πρέπει να αντικατασταθούν το συντομότερο δυνατό.
Η όλη συναλλαγή ουδόλως μπορεί να χαρακτηρισθεί επιτυχημένη. Αλλά και ούτε φιλοδοξούσε να είναι από μιας αρχής: «Ήταν μια πολιτική απόφαση με την οποία η Ισπανία έδειχνε έμπρακτα την υποστήριξή της στον υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας συνασπισμό, που παρενέβη στρατιωτικά στον εμφύλιο πόλεμο στην Υεμένη», παραδέχεται πρώην σημαίνον στέλεχος της προηγούμενης κυβέρνησης του δεξιού Λαϊκού Κόμματος (PP). Μια πολιτική απόφαση που ελήφθη στο υψηλότερο επίπεδο της κυβέρνησης του Μαριάνο Ραχόι, η οποία ωστόσο επεδίωξε να την κρατήσει όσον το δυνατόν μυστική.
Οι ατυχείς χειρισμοί της κρίσης που άνοιξε με το Ριάντ μετά το πάγωμα της αποστολής των 400 καθοδηγούμενων από λέιζερ βομβών –μια απόφαση που η κυβέρνηση αναγκάστηκε να λάβει ώστε να μη διακυβεύσει το συμβόλαιο για την ναυπήγηση πέντε κορβετών Navantia έναντι ποσού άνω του 1,8 δισεκ. ευρώ—άφησε σε δεύτερο επίπεδο το αρχικό γεγονός. Ένα άτυπο και μυστικό οπλικό συμβόλαιο, του οποίου η σύνταξη περιβάλλεται από πολλά αναπάντητα ερωτήματα. Γιατί η Ισπανία πώλησε στη Σαουδική Αραβία όπλα αμερικανικής παραγωγής, που ανήκουν στο δικό της υπουργείο Άμυνας; Γιατί δεν παρέλαβε το Ριάντ κάποιες από τις βόμβες, που αγοράστηκαν το 2015 και μόλις αποπληρώθηκαν τον Ιανουάριο του τρέχοντος έτους;
Η απάντηση, σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές, τις οποίες συμβουλεύθηκε η εφημερίδα, εξοικειωμένες με τη λειτουργία που ζήτησε η EL PAÍS, είναι ότι δεν πρόκειται για μία απλή πώληση όπλων, αλλά για έναν τρόπο παροχής υλικοτεχνικής υποστήριξης στη Σαουδαραβική επέμβαση στην Υεμένη. Κάτι παρόμοιο με την υποστήριξη που παρείχε η Ισπανία στις βομβιστικές επιθέσεις των ΗΠΑ στη Συρία, με τη διαφορά ότι το Ριάντ δεν έχει ανάγκη από ξένες βάσεις για να επιτεθεί στον νότιο γείτονά του.
Τον Μάρτιο του 2015 ο Αραβικός Σύνδεσμος έδωσε τις ευλογίες του για τη δημιουργία ενός διεθνούς συνασπισμού υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας, προκειμένου να επέμβει στην Υεμένη προς υποστήριξη του προέδρου Χάντι απέναντι στην ορμητική προέλαση των ανταρτών Χούθι, της σιιτικής μειονότητας, που από την πλευρά της υποστηρίζεται από το Ιράν. Στις 14 Απριλίου του ίδιου έτους, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ενέκρινε, με αποχή της Ρωσίας, ένα ψήφισμα που δεν υποστήριζε την επέμβαση στην Υεμένη, αλλά ταυτόχρονα ενέκρινε εμπάργκο όπλων μόνο κατά του μίας αντιμαχόμενης πλευράς, των Χούθι.
Η διεθνής συμμαχία συνίσταται από Αραβικές χώρες (με προεξάρχουσες αυτές του Κόλπου: Σαουδική Αραβία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Μπαχρέιν, Κατάρ, αλλά και από κάποιες πιο μακρινές χώρες, όπως το Μαρόκο και η Αίγυπτος), οι οποίες συμβάλλουν με στρατεύματα, αλλά ταυτόχρονα υποστηρίζεται και από δυτικές υπερδυνάμεις. Και όχι μόνον μόνο πολιτικά. Οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν παραδεχθεί πως παρείχαν στον Ριάντ πυραύλους ακριβείας και επιχειρησιακές πληροφορίες (μέσω δεδομένων από τους δορυφόρους και άλλα μέσα παρακολούθησης και κατόπτευσης του θεάτρου των επιχειρήσεων).
Αυτού του είδους τη βοήθεια παρείχε και η Ισπανία κατόπιν αιτήματος της Σαουδικής Αραβίας: 400 βόμβες καθοδηγούμενες από λέιζερ (100 GBU-10 και 300 GBU-16). Η Πολεμική Αεροπορία διατάχθηκε να τις παραδώσει από το δικό της οπλοστάσιο, μολονότι αυτά τα όπλα ήταν μέρος των πολεμικών αποθεμάτων και θα έπρεπε να αντικατασταθούν τάχιστα, ώστε να μπορεί το Όπλο να ανταποκρίνεται στα επιχειρησιακά σχέδια έκτακτης ανάγκης. Συνεπώς το υπουργείο Άμυνας θα πρέπει να τα αγοράσει το συντομότερο δυνατό, πιθανότατα σε τιμή υψηλότερη από τα 9,2 εκατομμύρια που κατέβαλε το Ριάντ. Το παρήγορο στην υπόθεση είναι πως η ημερομηνία λήξης τους δεν θα είναι τόσο κοντινή, όσο αυτή των βόμβων που διέθετε μέχρι τώρα.
Σε αντίθεση με την Ουάσιγκτον ή το Λονδίνο, η Ισπανία δεν απεκάλυψε δημοσίως την στήριξη που παρείχε στη Σαουδική Αραβία και τη στρατιωτική επέμβασή της στην Υεμένη. Η σύμβαση υπογράφηκε τον Μάιο ή τον Ιούνιο του 2015, έξι μήνες πριν τις βουλευτικές εκλογές. Μολαταύτα, δεν ήταν μόνο για λόγους εσωτερικής πολιτικής, αυτό που υπαγόρευσε να διατηρηθεί κρυφή τούτη η στήριξη, όπως τονίζει ένας διπλωματικός αξιωματούχος εκείνης της εποχής.
«Όλοι γνώριζαν με ποια πλευρά ήμασταν, αλλά έπρεπε να ισορροπήσουμε σε δύο βάρκες. Αφ’ ενός θέλαμε να διατηρήσουμε καλές σχέσεις με το Ριάντ, αφ’ ετέρου δεν θέλαμε να αποξενωθούμε και από την Τεχεράνη», δήλωσε ο πρώην υπεύθυνος.
Όταν ο Αραβικός Σύνδεσμος ενέκρινε τη δημιουργία ενός διεθνούς συνασπισμού για την επέμβαση στην Υεμένη, το Ισπανικό ΥΠΕΞ έσπευσε να τη χαιρετίσει ως «ένα πολύ σημαντικό βήμα για την υποστήριξη της νομιμότητας της χώρας» και υπογράμμισε «τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Σαουδικής Αραβίας, μίας φιλικής χώρας με την οποία η Ισπανία διατηρεί πολύ στενές και φιλικές σχέσεις».
«τον ρόλο που διαδραματίζει η Σαουδική Αραβία […] μια φιλική χώρα με την οποία η Ισπανία διατηρεί πολύ στενές και αδελφικές σχέσεις ». Τον Απρίλιο, παρουσία του Ιρανού ομόλογου του, Μοχάμαντ Γιάβατ Ζαρίφ, που επισκεπτόταν τη Μαδρίτη, ο τότε Ισπανός ΥΠΕΞ Χοσέ Μανουέλ Γκαρθία-Μαργάλιο υπουργός Εξωτερικών José Manuel García-Margallo, τάχθηκε υπέρ μίας «λύσης στον εμφύλιο πόλεμο στην Υεμένη» με «μια κυβέρνηση χωρίς αποκλεισμούς».
Τότε ακόμη, προβλεπόταν πως η εκστρατεία της Σαουδικής Αραβίας στην Υεμένη επρόκειτο να είναι ένας περίπατος. Τρεισήμισι χρόνια αργότερα, η στρατιωτική της επέμβαση έχει αφήσει περισσότερους από 10.000 νεκρούς και έχει προκαλέσει μία ανθρωπιστική καταστροφή τεράστιων διαστάσεων. Ενώπιον αυτής της κατάστασης, η ενεστώσα σοσιαλιστική κυβέρνηση αποφάσισε να παγώσει την παράδοση των βομβών, χωρίς ωστόσο να αποσαφηνίζει εάν τούτη απόφαση σημαίνει ότι αποσύρει την υποστήριξη της Ισπανίας στη Σαουδαραβική επέμβαση στην Υεμένη.
Μάλιστα, πρόσφατα ο νυν ΥΠΕΞ Τζουζέπ Μπορέλ δήλωνε σε συνέντευξή του στην Onda Cero πως το υπουργείο του δεν διαπίστωσε «οποιαδήποτε παρατυπία που να εμποδίζει την εκτέλεση» της συμφωνίας για την παράδοσης 400 βομβών ακριβείας που συμφωνήθηκαν με τη Σαουδική Αραβία το 2015. Και για τον λόγο αυτό, η κυβέρνηση αποφάσισε να παραδώσει τα πυρομαχικά στο Ριάντ, όπως τόνισε ο ίδιος, σε μία προσπάθεια να γεφυρώσει την αντιπαράθεση με το υπουργείο Άμυνας και τον φόβο μήπως το Ριάντ ακυρώσει τα χρυσοφόρα αμυντικά συμβόλαια. Οι βόμβες, διαβεβαίωνε ο υπουργός, θα παραδοθούν «για να τιμήσουν τις δεσμεύσεις μας» απέναντι στη Σαουδική Αραβία.