«Ελάτε, ελάτε! Ακούστε τις προσφορές μας: 0% φόρος για τους ξένους συνταξιούχους ». «Ελάτε πίσω: 50% έκπτωση στη φορολογία φυσικών προσώπων για τους Πορτογάλους που επιστρέφουν στη γενέτειρα». Η τρόικα ήλθε στην Πορτογαλία και 760.000 άνθρωποι έφυγαν.
Η Πορτογαλία ήταν μία από τις τρεις χώρες της ΕΕ, μαζί με την Ελλάδα και την Ιρλανδία, οι οποίες προσέφυγαν σε διεθνή βοήθεια για να αποφύγουν την πτώχευση. Τον Απρίλιο του 2011, η Τρόικα (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα [ΕΚΤ], ΔΝΤ και Συμβούλιο της Ευρώπης) έβαλαν 78 δισεκ. ευρώ για να διευκολύνουν την παροχή ρευστότητας στα δημόσια ταμεία της Πορτογαλίας, που δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει το δημόσιο χρέος της. Από εκείνη τη χρονιά, το 7% του πληθυσμού (από τα συνολικά 10,3 εκατομμύρια κατοίκους ) της χώρας έχει φύγει στο εξωτερικό προς αναζήτηση εργασίας.
«Η παρούσα κρίση έχει μία ιδιαιτερότητα εν σχέσει προς τις προηγούμενες», εξηγεί ο Νούνου Βαλέριου, καθηγητής Οικονομικής Ιστορίας. «Είναι μια κρίση του αστικού ιστού. Στις προηγούμενες το βάρος είχε πέσει στον αγροτικό πληθυσμό, και η χώρα κατόρθωσε να επιβιώσει γιατί ακριβώς το βάρος το σήκωσε η ύπαιθρος. Στην Πορτογαλία, όπως επίσης και σε πολλές χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, η υψηλή ανεργία οφείλεται στην αστικοποίηση της οικονομίας τους».
Εάν κατά το τελευταίο τρίτο του 20ου αιώνα, τα θυρωρεία στο Παρίσι έδωσαν ψωμί σε πάμπολλες οικογένειες Λουζιτανών –όπως κατέγραφε στερεοτυπικά η κωμωδία «Το Χρυσό Κλουβί» –κατά τον 21ο αιώνα εκείνο το τμήμα του πληθυσμού που ετοίμασε τις αποσκευές για την ξενιτειά, ήσαν οι πιο σπουδαγμένοι, γλωσσομαθείς και με επιστημονική κατάρτιση νέοι της χώρας. Νοσοκόμες, γιατροί, ερευνητές κατορθώνουν να τετραπλασιάσουν τους μισθούς που κέρδιζαν στην Πορτογαλία, αν και τα χρήματα δεν είναι ο μόνος παράγοντας που επιδιώκουν με τη φυγή τους.
«Μέχρι στιγμής δεν έχει περάσει από το μυαλό μου να επιστρέψω, μολονότι μου έχουν υποσχεθεί αφορολόγητο ύψους 50% στη δήλωσή μου για πέντε, ή δέκα χρόνια», τονίζει ο Αντόνιου Φουρζάζ, από το Ρίο ντε Τζανέιρο. Με πτυχίο στο Διεθνές Εμπόριο, αυτός ο 25χρονος από τη Λισσαβόνα, αφότου τελείωσε το πανεπιστήμιο εργάσθηκε στην Ισπανία, τη Γαλλία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Αγγλία και τη Βραζιλία. Όπως τονίζει, τόσο για τον ίδιο, όσο και για πολλούς άλλους νέους μετανάστες, η έλλειψη θέσεων απασχόλησης δεν αποτελεί τη μόνη και πιο οδυνηρή εμπειρία τους. «Έφυγα γιατί ήθελα να αναπτυχθώ ως άνθρωπος, να ενισχύσω το μέλλον μου. Οι αξίες που μου παρέχονται στο εξωτερικό είναι μάλλον μεγαλύτερες από εκείνες που μου δίνει η Πορτογαλία. Τα χρήματα δεν είναι το μοναδικό κίνητρο της φυγής μας», προσθέτει.
Το 2013, όταν ο Φουρζάζ αποφάσισε να εγκαταλείψει την Πορτογαλία για πρώτη φορά, η ανεργία έφθανε το 16,2%. Η τρόικα είχε επιβάλει τα ίδια αυστηρά δημοσιονομικά μέτρα με τις άλλες χώρες όπου είχε παρέμβει: λιγότερες δαπάνες και περισσότερα έσοδα. Πάγωμα των συντάξεων και μείωση των μισθών στο Δημόσιο. Επιβολή ΦΠΑ 23% στο ψωμί, το φως και τον καφέ.
«Η κρίση με βρήκε στη Μαδρίτη ενώ βρισκόμουν σε συνομιλίες με κατασκευαστικές εταιρείες», θυμάται ο Ρικάρντου Γκιμαράες, σήμερα της Confidencial Imobiliário. Το 2008 δεν υπήρχε σχεδόν ούτε εκατοστό την Ισπανία για να χτισθεί έστω κι ένα τούβλο και ό,τι είχε απομείνει απαιτούσε υπερβολικές τιμές. Οι κατασκευαστικές εταιρείες είχαν αρχίσει να στρέφουν το βλέμμα τους στην Πορτογαλία. «Η δυναμική στον τομέα των κατασκευών στις δύο χώρες ήταν ολότελα διαφορετική. Εμείς δεν είχαμε ‘κατασκευαστική φούσκα’, οι τιμές των ακινήτων είχαν πέσει 10% και η δημογραφική τάση ήταν αρνητική».
Η πενικιλίνη που συνταγογράφησε η τρόικα ήταν ιδιαίτερα πικρή: οδήγησε σε αλλαγές στην εργατική νομοθεσία και τη στέγαση, με άμεσες συνέπειες. Αθρόες απολύσεις εργαζομένων κι εξώσεις ενοικιαστών. Βέβαια, το πώς αξιολογούνται τα αποτελέσματα αυτά εξαρτάται από την ιδεολογία του καθενός. Για ορισμένους, αυτές οι μεταρρυθμίσεις ήσαν υπεύθυνες για τη μεγαλύτερη άνοδο στα ποσοστά της ανεργίας (16,2% το 2013), ενώ σύμφωνα με άλλες ωφέλησαν αρκετά ώστε σήμερα να μειωθεί ο ίδιος δείκτης στα χαμηλά επίπεδα του 6,8%. Για κάποιους η νέα νομοθεσία για τη στέγαση ενθαρρύνει τις εξώσεις, ενώ για άλλους συμβάλλει στην ενίσχυση του κατασκευαστικού τομέα, που αποτελεί μία από τις κινητήριες δυνάμεις για την ενεστώσα ανάκαμψη της χώρας.
«Η μεγάλη ζήτηση που ξεκίνησε από τα 2014 δεν προέρχεται από πολίτες της χώρας, αλλά από την ανάπτυξη του τουρισμού και τις δυνατότητες που διαβλέπουν διεθνή κεφάλαια στα αστικά κέντρα της Λισαβόνας και του Πόρτο, που έχουν σταδιακά εγκαταλειφθεί», εξηγεί ο διευθυντής του Confidencial Imobiliário. «Μόνο στην πρωτεύουσα έχουμε καταγράψει πωλήσεις σε πολίτες 80 διαφορετικών εθνικοτήτων. Μόλις φέτος έχουν αρχίσει οι πορτογαλικές οικογένειες να εισέρχονται στην αγορά ακινήτων, κι αυτό επειδή οι τράπεζες, που έχουν εξυγιανθεί ήδη, έχουν ξεκινήσει να χορηγούν πάλι δάνεια».
Ο δείκτης εμπιστοσύνης καταναλωτή βρίσκεται στα επίπεδα του 2002, το ίδιο συμβαίνει και με τον δείκτη ανεργίας. Όμως, οι θέσεις εργασίας που χάθηκαν χθες δεν ισοσταθμίζουν αυτές που σήμερα δημιουργούνται. Σημειώθηκε δε μια γήρανση στην αγορά εργασίας. Οι εργαζόμενοι κάτω των 34 ετών αντιπροσωπεύουν πλέον μόλις το 25,3% του συνόλου των απασχολούμενων, ποσοστό κατά τέσσερις μονάδες μικρότερο από πριν την κρίση(29,6%). Οι νέοι επιστρέφουν στην Πορτογαλία μόνο για τις διακοπές τους. «Μόλο που το αφορολόγητο του 50% φαίνεται καλή ιδέα , εκείνο που μου φαντάζει πιο καθοριστικό στην απόφασή μου να παραμείνω στο εξωτερικό είναι η έλλειψη ανταγωνιστικότητας στη χώρα», επιχειρηματολογεί ο Φουρζάζ.
Ο κλάδος της βιομηχανίας μόλις έχει ανακτήσει τις μισές από τις χαμένες θέσεις εργασίας, ενώ ο τομέας των υπηρεσιών έχει δημιουργήσει τρεις φορές περισσότερες θέσεις από τις απωλεσθείσες, και τούτο χάρις στον τουρισμό: εάν μια δεκαετία πριν ο τουρισμός αντιπροσώπευε το 2,5% του ΑΕΠ, τώρα πλησιάζει το 6%. Από τα 13,4 εκατομμύρια τουρίστες που επισκέφθηκαν την Πορτογαλία το 2008, σήμερα ο αριθμός αυτός φθάνει τα 21 εκατ. επισκέπτες. Η Πορτογαλία ανέκτησε το επίπεδο πλούτου που είχε το 2008, καίτοι το δημόσιο χρέος από το 71,7% του ΑΕΠ που την παρέλαβε η τρόικα, μετά τα μέτρα διάσωσης έχει φθάσει σήμερα στο 125,6%.
Για κάποιους, σήμερα η Πορτογαλία αποτελεί τον Ιβηρικό τίγρη—καθώς τα ποσοστά ανάπτυξής της ξεπερνούν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο–, ενώ για άλλους είναι μόλις ένα τιγράκι—13 χώρες στην ΕΕ καταγράφουν ακόμη μεγαλύτερη ανάπτυξη. Ο ιστορικός της Οικονομίας Βαλέριου κρατά μία ισορροπία. «Ήδη έχουμε αρχίσει να επαναλαμβάνουμε σφάλματα που διαπράτταμε και προ κρίσης. Στην Πορτογαλία πολύ εύκολα περνάμε από το σφίξιμο της ζώνης στο ‘ας πάει και το παλιάμπελο’. Θα πρέπει να επωφεληθούμε από τις καλές συγκυρίες για να συνεχίσουμε τις δομικές μεταρρυθμίσεις. Μολαταύτα, σε ευρωπαϊκό επίπεδο διαπιστώνω πως λίγα διδαχθήκαμε. Βλέπουμε να θριαμβεύουν εθνικιστικές πολιτικές που μας οδήγησαν προ 90 ετών στο Μεγάλο Κραχ και κατόπιν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο», επισημαίνει ο ίδιος.
Στο μακρινό 2008, ο τότε πρωθυπουργός Ζουζέ Σόκρατες υποσχόταν ένα καινούργιο αεροδρόμιο στη Λισσαβόνα και ο νεαρός φοιτητής Φουρζάζ ονειρευόταν να δουλέψει στην εταιρεία που κατασκευάζει τις σαγιονάρες Havaianas. Μία δεκαετία αργότερα, η Λισσαβόνα εξακολουθεί να μην έχει καινούργιο αεροδρόμιο, ο Σόκρατες δικάζεται για μία πλειάδα κακουργηματικών κατηγοριών και ο Φουρζάζ στήνει το βραζιλιάνικο Netflix. Το καλοκαίρι τούτο, οι κινηματογράφοι στη Λισσαβόνα προβάλλουν, ακριβώς όπως και το 2008—κι ας κτυπήσουμε ξύλο μην επαναληφθεί τίποτε από τα τοτινά—την ταινία «Mamma Mia! Here we go again».