Υπάρχει άραγε ελπίδα να γλυτώσει το «ευρωπαϊκό οικοδόμημα» από την αποσύνθεση; Πράγματι, αφότου το 2005 το σχέδιο της Συνταγματικής Συνθήκης απέτυχε, ακούγονται συνεχώς ανησυχητικοί τριγμοί. Παρ’ όλα αυτά, τίποτε δεν έχει σταθεί ικανό να ξυπνήσει τους Ευρωπαίους ηγέτες από τον δογματικό τους λήθαργο. Ούτε οι επαναλαμβανόμενες εκλογικές αποτυχίες, ούτε το οικονομικό ρήγμα ανάμεσα στις χώρες της ευρωζώνης, ούτε η διάσωση, από τον μέσο φορολογούμενο, των ανεύθυνων τραπεζιτών, ούτε η κάθοδος της Ελλάδος στην κόλαση, ούτε η αποτυχία μιας κοινής αντιμετώπισης των μεταναστευτικών ροών, ούτε το Brexit, ούτε η έλλειψη αντίστασης στις αμερικανικές επιταγές, που εκφράζονται κατά παράβαση των υπογεγραμμένων διεθνών συνθηκών, ούτε η άνοδος της φτώχειας, των ανισοτήτων, των εθνικισμών και της ξενοφοβίας· καμία από όλες αυτές τις εξελίξεις δεν μπόρεσε να προκαλέσει έναν δημοκρατικό διάλογο σε ενωσιακό επίπεδο για τη βαθιά κρίση την οποία διέρχεται αυτήν τη στιγμή η Ευρώπη ή για τα μέσα που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην υπέρβασή της.
Αποτελεί γεγονός αναμφισβήτητο ότι, εξαιτίας της έλλειψης ευρωπαϊκού δημόσιου χώρου, η συζήτηση για τις πολιτικές της Ένωσης είναι δυνατόν να διεξαχθεί μόνο στο πλαίσιο των κρατών-μελών. Ωστόσο, επειδή οι ενωσιακές πολιτικές δεν προσδιορίζονται σε εθνικό επίπεδο, το μόνο που συζητείται στα κράτη-μέλη είναι το αν είναι ή όχι ανεκτή η δυσλειτουργία της Ένωσης, ή αν θα ήταν προτιμότερο να αποφασιστεί η εγκατάλειψή της. Όπως παρατήρησε σ’ ένα εξαίρετο βιβλίο του ο Albert Hirschman[1], τα πρόσωπα που μετέχουν σ’ έναν θεσμό ο οποίος παρακμάζει ή διέρχεται κρίση, έχουν τρεις επιλογές. Μπορούν: είτε να λάβουν υπόψη την κριτική που ασκείται στον θεσμό και να διατυπώσουν προτάσεις για τη μεταρρύθμισή του (voice), είτε να αποδεχθούν την αποτυχία του θεσμού και να τον εγκαταλείψουν (exit), είτε, τέλος, να τηρήσουν μια στάση νομιμοφροσύνης, να αρνηθούν δηλαδή να ασκήσουν κριτική στον θεσμό ή να τον εγκαταλείψουν, μολονότι δεν είναι ικανοποιημένοι με τον τρόπο λειτουργίας του (loyalty).
Επειδή η συγκρότηση των κορυφαίων οργάνων της Ένωσης, δηλαδή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Δικαστηρίου, του Συμβουλίου και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, δεν αποτελεί προϊόν εκλογικής διαδικασίας, οι Ευρωπαίοι πολίτες αισθάνονται ότι δεν διαθέτουν την απαραίτητη φωνή (voice) για να τα μεταρρυθμίσουν. Έτσι, οι μόνες επιλογές που τους απομένουν είναι είτε να ακολουθήσουν την οδό της νομιμοφροσύνης (loyalty) είτε αυτήν της εξόδου από την Ε.Ε. (exit). Δεν είναι επομένως τυχαίο ότι οι συζητήσεις για την Ε.Ε., που διεξάγονται σε εθνικό επίπεδο, καταλήγουν συνήθως σε μια γραφική αντιπαράθεση ανάμεσα στους ευρωπαϊστές και τους ευρωσκεπτικιστές. Καθώς μάλιστα όλοι όσοι ασκούν κριτική στην Ε.Ε. θεωρούνται αυτομάτως εχθροί της, ο αριθμός των ευρωσκεπτικιστών αυξάνεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια, και μαζί τους αυξάνεται και ο αριθμός των πολιτικών κομμάτων και των κυβερνήσεων που υιοθετούν μια εθνικιστική στάση απέναντι στην Ένωση.
Θεωρούμε την δυαδική αυτή λογική απατηλή και συνάμα αυτοκτονική. Είναι λάθος να θεωρείται ότι δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση εκτός από την τυφλή υποστήριξη των ευρωπαϊκών θεσμών ή τη συνολική απόρριψή τους. Αποκλείοντας εκ προοιμίου κάθε ενδεχόμενο δημοκρατικής μεταρρύθμισης της Ε.Ε., το ψευδοδίλημμα ανάμεσα στους ευρωλάτρεις και τους ευρωμηδενιστές δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην αργή αποσύνθεση της Ένωσης.
Χωρίς λοιπόν να αναφερθούμε στις εντάσεις και τις βιαιότητες που θα ακολουθούσαν μια τέτοια αποσύνθεση, θεωρούμε απαραίτητο να υπογραμμίσουμε την ανάγκη να δημιουργηθούν ποικίλες μορφές αλληλεγγύης σε ευρωπαϊκό επίπεδο προκειμένου να αντιμετωπιστεί η αλληλεξάρτηση των κρατών σε τομείς όπως η οικολογία, τα μεταναστευτικά ρεύματα, οι νέες τεχνολογίες και οι γεωπολιτικές ισορροπίες στον πλανήτη. Δεν είναι καθόλου στις προθέσεις μας να εμφανιστούμε ως επαΐοντες, ούτε επιθυμούμε να δώσουμε μαθήματα στους λαούς και στους ηγέτες τους. Σκοπός μας είναι να διερευνήσουμε όλες εκείνες τις πολιτικές απόψεις που, μελετώντας τη λειτουργία της Ε.Ε. από τη σκοπιά των διαφορετικών κρατών, καταλήγουν στις ίδιες, λίγο πολύ, ανησυχητικές διαπιστώσεις.
Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΩΝ ΑΞΙΩΝ
H κυριότερη αιτία της αυξανόμενης απογοήτευσης από το ενωσιακό εγχείρημα εντοπίζεται στη διάσταση που παρατηρείται ανάμεσα στις ενωσιακές αξίες, από τη μία μεριά, και στις ενωσιακές πολιτικές, από την άλλη. Οι ενωσιακές αξίες αποτυπώνονται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., ο οποίος διακηρύσσει ότι η Ένωση ερείδεται στις αδιαίρετες οικουμενικές αξίες της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της ισότητας και της αλληλεγγύης, και ότι στηρίζεται επίσης στη δημοκρατική αρχή και στην αρχή του κράτους δικαίου. Η προδοσία αυτών των αρχών, αναφέρει ο Χάρτης, θίγει κατά πρώτο λόγο τη δημοκρατική αρχή, και ταυτοχρόνως θέτει σε κίνδυνο την αρχή της αλληλεγγύης.
Ο κίνδυνος που διατρέχει η δημοκρατία στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής οικοδόμησης είχε καταγγελθεί ήδη το 1957 από τον Pierre Mendès-France[2], ο οποίος επεσήμανε ότι «Η αποκήρυξη της δημοκρατίας μπορεί να γίνει με δύο τρόπους. Πρώτον, με την προσφυγή σε μια εσωτερική δικτατορία, δηλαδή με την παραχώρηση όλων των εξουσιών σ’ ένα και μόνο “πεφωτισμένο” πρόσωπο. Και, δεύτερον, με την εκχώρηση εξουσιών σε μια εξωτερική αρχή, η οποία θα ασκεί πολιτική στο όνομα της τεχνικής, αφού είναι εύκολο να υπαγορεύει κανείς μια συγκεκριμένη νομισματική, οικονομική και κοινωνική πολιτική σε εθνικό και σε διεθνές επίπεδο επικαλούμενος το όραμα μιας υγιούς οικονομίας».
Τα γεγονότα έχουν δυστυχώς δικαιώσει τον Pierre Mendès-France. Έτσι, το 2009 το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, στην απόφασή του για τη Συνθήκη της Λισαβόνας[3], κατήγγειλε την έλλειψη δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η δημοκρατία, υπενθύμισε το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας, είναι ένα πολίτευμα «στο οποίο ο λαός μπορεί να αναδείξει την κυβέρνηση και τη νομοθετική εξουσία μέσω ελεύθερης και ισότιμης ψηφοφορίας. Ο σκληρός αυτός πυρήνας μπορεί να συμπληρωθεί με την προσφυγή σε δημοψηφίσματα για ζητήματα θεμελιώδους σημασίας […]. Στη δημοκρατία η απόφαση του λαού κατέχει κεντρική θέση για τη διαμόρφωση και την αποδοχή της πολιτικής εξουσίας: κάθε δημοκρατική κυβέρνηση κινδυνεύει να απολέσει την εξουσία εάν δεν επανεκλεγεί».
Κανένα από τα στοιχεία αυτά δεν είναι παρόν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία δεν γνωρίζει εκλογές που θα επέτρεπαν σε μιαν αντιπολίτευση να δομηθεί και να αποκτήσει, μέσω ενός κυβερνητικού προγράμματος, πρόσβαση στην εξουσία. Σ’ ένα πρόσφατο βιβλίο του με τίτλο «Ναι στην Ευρώπη, αλλά σε ποιαν Ευρώπη;», ένα πρώην μέλος του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, ο επιφανής νομικός Dieter Grimm[4], αποδίδει το δημοκρατικό έλλειμμα της Ε.Ε. στο γεγονός ότι οι ιδρυτικές της Συνθήκες καταγράφουν στον τομέα της οικονομικής πολιτικής πολύ συγκεκριμένες επιλογές, οι οποίες θα έπρεπε κανονικά να αποτελούν αντικείμενο πολιτικού διαλόγου και ανταλλαγής πολιτικών απόψεων. Αποτέλεσμα αυτής της «υπερσυνταγματοποίησης» είναι ότι η Ένωση, αντίθετα προς τις αρχές και τις αξίες που διακηρύσσει, επιδίδεται τελικά σ’ αυτό που ο Jürgen Habermas[5] αποκαλεί «μεταδημοκρατική συνομοσπονδιοποίηση της εκτελεστικής εξουσίας». Το καθεστώς αυτό αντιστοιχεί σ’ εκείνο που αναζητούσε ήδη το 1939 ένας από τους θεωρητικούς θεμελιωτές του νεοφιλελευθερισμού, ο Friedrich Hayek[6]. Σύμφωνα με τον Hayek, μια ομοσπονδία κρατών βασισμένη «στις απρόσωπες δυνάμεις της αγοράς» συνιστά τον καλύτερο τρόπο για να προστατευθούν οι δυνάμεις της αγοράς από «νομοθετικές παρεμβάσεις» των εκλεγμένων από τα Κράτη δημοκρατικών κυβερνήσεων —ιδίως στον τομέα της νομισματικής, της οικονομικής και της κοινωνικής πολιτικής—, καθώς και για να διαλυθεί κάθε μορφή εθνικής ή κοινωνικής αλληλεγγύης.
Πράγματι, η διάβρωση των συστημάτων αλληλεγγύης —είτε πρόκειται για τις δημόσιες υπηρεσίες, είτε για το εργατικό δίκαιο, είτε για το δίκαιο κοινωνικής ασφάλειας— αποτελεί ένα από τα πλέον εμφανή αποτελέσματα της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης» και τον πρωταρχικό παράγοντα της διάλυσής της. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει προδώσει τις αξίες που επικαλείται. Πράγματι, η διακήρυξη της αρχής της αλληλεγγύης στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος ήταν μία από τις σημαντικότερες καινοτομίες του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης. Ήδη όμως από τα τέλη της δεκαετίας του ’90, συγγραφείς όπως ο J. Weiler και ο F. Scharpf είχαν εντοπίσει μιαν ασυμμετρία ανάμεσα, αφενός, στην ικανότητα της Ένωσης να καταργεί τις εθνικές μορφές αλληλεγγύης στο όνομα των οικονομικών ελευθεριών, και, αφετέρου, στην ανικανότητά της να κατασκευάζει νέες μορφές αλληλεγγύης σε ευρωπαϊκό επίπεδο προκειμένου να προσδώσει πολιτική νομιμοποίηση και κοινωνική συνοχή στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα[7]. Η προτεραιότητα που παραχωρεί σήμερα η Ένωση «στις απρόσωπες δυνάμεις της αγοράς» έχει ως συνέπεια να αντιμετωπίζεται η αλληλεγγύη ως εμπόδιο το οποίο πρέπει να εκριζωθεί ή πάντως να συρρικνωθεί.
Επιπλέον, υποταγμένη καθώς είναι στα λόμπι και στερούμενη δημοκρατικού ελέγχου, η Ευρωπαϊκή Ένωση ακολουθεί την πολιτική της στον κοινωνικό, φορολογικό και οικολογικό τομέα μέσω των κρατών-μελών. Αφού αρνήθηκε να οικοδομήσει την «Κοινωνική Ευρώπη» και αφού πρόδωσε την υπόσχεσή της για «εξίσωση με στόχο την πρόοδο των συνθηκών ζωής και εργασίας», έχει χαμηλώσει τις φιλοδοξίες της στον κοινωνικό τομέα. Πρωταρχικός σκοπός της είναι σήμερα να εξασφαλιστεί ένα «κοινωνικό κατώφλι», δηλαδή ένα δίχτυ ελάχιστης προστασίας που προορίζεται να διασώζει από βέβαιο πνιγμό τους ναυαγούς της «ευελιξίας στην αγορά εργασίας». Η μόνη μορφή αλληλεγγύης που φαίνεται να λειτουργεί αποτελεσματικά στην Ευρώπη είναι εκείνη που επέτρεψε να σωθεί, χωρίς σοβαρές μεταρρυθμίσεις, το αποτυχημένο τραπεζικό σύστημα. Πρόκειται για μιαν αλληλεγγύη η οποία κατέκλυσε το σύστημα αυτό με ρευστότητες, μετέφερε τις απώλειές του στους Ευρωπαίους φορολογούμενους, και βύθισε χώρες ολόκληρες στη πενία χωρίς να ζητήσει ούτε για μία στιγμή λογοδοσία από οργανισμούς όπως η Τράπεζα Goldman Sachs, που, στην περίπτωση της Ελλάδος, συνέβαλε καθοριστικά στο «μαγείρεμα» των δημοσίων οικονομικών.
Σε αντίθεση με όσα ευαγγελίζονται οι νεοφιλελεύθερες ψευδαισθήσεις, καμία ανθρώπινη κοινωνία δεν είναι βιώσιμη όταν λειτουργεί χωρίς αλληλεγγύη και χωρίς κανέναν άλλον κοινό σκοπό πέρα από τον ανταγωνισμό μεταξύ των μελών της. Ελλείψει όμως δημοκρατικής οργάνωσης, οι διάφορες μορφές αλληλεγγύης επανεμφανίζονται έχοντας ως βάση ταυτοτικά χαρακτηριστικά, εθνοτικά ή θρησκευτικά, που ανοίγουν τον δρόμο σε δημαγωγίες και βιαιότητες. Πράγματι, παντού στον κόσμο, από τις Η.Π.Α. ώς την Ινδία, κι από το Ηνωμένο Βασίλειο ώς τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη, οι δημαγωγοί επιρρίπτουν την ευθύνη για τις κοινωνικές αδικίες στους ξένους, αποφεύγοντας να εξετάσουν τα οικονομικά αίτια αυτών των αδικιών. Υιοθετούν μάλιστα το ίδιο νεοφιλελεύθερο δόγμα με τους υποστηρικτές της «ανοικτής κοινωνίας», ενώ αντίστοιχα οι τελευταίοι θεωρούν την προσκόλληση στην ποικιλομορφία της ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς ως αρχαϊσμό. Προωθούν έτσι έναν ομοιόμορφο, ρευστό κόσμο, εμφανιζόμενοι ως οι εμπνευσμένοι ιεραπόστολοί του.
ΔΙΑΡΚΗΣ ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
Ωστόσο, η αιματηρή εμπειρία των δύο παγκοσμίων πολέμων ανάγκασε τη διεθνή κοινότητα να επιβεβαιώσει σε δύο περιπτώσεις, το 1919 στον Καταστατικό Χάρτη της Διεθνούς Οργανώσεως Εργασίας και το 1944 στη Διακήρυξη της Φιλαδέλφειας, ότι «μια διαρκής ειρήνη μπορεί να εδραιωθεί μόνο μέσω της κοινωνικής δικαιοσύνης». Η διαρκής ειρήνη άλλωστε ήταν στόχος και των ιδρυτών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, οι οποίοι ωστόσο τον χρησιμοποίησαν απλώς και μόνο προκειμένου να εγκαθιδρύσουν μια κοινή αγορά. Μολονότι μάλιστα, σύμφωνα με το όραμά τους, η κοινή αγορά θα κατέληγε αυθόρμητα σ’ έναν «χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης» που θα οδηγούσε με τη σειρά του στην πολιτική Ένωση της Ευρώπης, στην πραγματικότητα η εξέλιξη ήταν διαφορετική. Έτσι, η κοινή αγορά παραμένει το κυριότερο επίτευγμα της Ένωσης, παρά την καθυστερημένη κατοχύρωση από μέρους της άλλων αξιών, οι οποίες όμως δεν έχουν κατορθώσει μέχρι στιγμής να θέσουν την οικονομία στην υπηρεσία της κοινωνίας.
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα αν οι αρχές της αξιοπρέπειας, της δημοκρατίας και της αλληλεγγύης που κατοχυρώνονται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και στις Ιδρυτικές Συνθήκες της Ε.Ε. δεν είναι παρά λίγη στάχτη στα μάτια, ένα νομικό ψιμύθιο που επιδιώκει να προσδώσει ανθρώπινο πρόσωπο στις «απρόσωπες δυνάμεις της αγοράς», ή αν, αντίθετα, υπάρχει ακόμη ελπίδα οι δυνάμεις αυτές να διοχετευθούν κατά τέτοιον τρόπο, ώστε η αγορά να «προσαρμοστεί» στην ευρωπαϊκή κοινωνία και να υποταχθεί επομένως στις εν λόγω αρχές. Το ουσιαστικό αυτό ερώτημα θα πρέπει να αποτελέσει το κεντρικό θέμα συζήτησης στις προσεχείς ευρωεκλογές. Θέλουμε να ελπίζουμε ότι είναι εισέτι δυνατόν να αναβιώσει η Ευρώπη και να εξασφαλιστεί το προβάδισμα των ιδανικών που διακηρύσσει απέναντι στο οικονομικό και νομισματικό δόγμα που την οδηγεί στον όλεθρο.
Η Ε.Ε. θα ανακτήσει την αξιοπιστία και τη νομιμοποίησή της μόνον εφόσον δώσει το προβάδισμα στη συνεργασία και όχι στον ανταγωνισμό. Αν στηριχθεί, με άλλα λόγια, στην πλούσια ποικιλομορφία των γλωσσών και των πολιτισμών της, και αν πάψει να ξεριζώνει και να ομογενοποιεί τα στοιχεία αυτά. Αν εμφανιστεί, κοντολογίς, ως Ευρώπη των έργων που προσφεύγει στην αλληλεγγύη για να αντιμετωπίσει όλες εκείνες τις προκλήσεις που κανένα κράτος δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει από μόνο του. Η αλληλεγγύη μάλιστα στους κόλπους της Ε.Ε. πρέπει να ασκείται τόσο εσωτερικά, μεταξύ των κρατών-μελών, όσο και εξωτερικά, μέσω συμφωνιών συνεργασίας με άλλες χώρες οι οποίες έχουν κοινούς στόχους με την Ένωση.
Ισχυρή λόγω της εξουσίας που διαθέτει στην αγορά, η Ένωση μπορεί να πολεμήσει ενάντια σ’ αυτό που ο Franklin Roosevelt αποκαλούσε «οργανωμένο χρήμα». Να περιορίσει λ.χ. τη νομισματική δημιουργικότητα των Τραπεζών, επιβάλλοντας τον διαχωρισμό ανάμεσα σε Τράπεζες καταθέσεων και Τράπεζες επενδύσεων. Μπορεί επίσης να επιβάλει στους οικονομικούς φορείς όλων των εθνικοτήτων που δραστηριοποιούνται στην ευρωπαϊκή ήπειρο κανόνες που να ανταποκρίνονται στη σοβαρότητα των οικολογικών κινδύνων, στην απότομη έξαρση των ανισοτήτων και στον θανατηφόρο φορολογικό ανταγωνισμό που οδηγεί στην υποβάθμιση των δημόσιων εξοπλισμών και υπηρεσιών, και των οδικών και σιδηροδρομικών υποδομών. Η Ε.Ε. θα μπορούσε ακόμη να δημιουργήσει ένα κοινό νομικό πλαίσιο που θα επέτρεπε να αναπτυχθεί στον χώρο ανάμεσα στα κράτη και την αγορά μια κοινωνικά αλληλέγγυα οικονομία, καθώς και ποικίλες άλλες μορφές αλληλεγγύης. Στον τομέα της τεχνολογίας η Ε.Ε. μπορεί να υποστηρίξει τους Ευρωπαίους ακτιβιστές που επιδιώκουν να προστατεύσουν τις δημόσιες ελευθερίες μαχόμενοι ενάντια στα μονοπώλια που έχουν δημιουργήσει οι λεγόμενες GAFA[8], και που όμοιά τους θα δημιουργήσουν στο μέλλον οι κινεζικές επιχειρήσεις. Θα μπορούσε ακόμη η Ε.Ε. να θεσπίσει μια Εισαγγελία, προκειμένου να αντιμετωπίζει με αποτελεσματικό τρόπο την εξωεδαφική επιβολή του αμερικανικού δικαίου στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Η Ε.Ε. μπορεί επίσης να συνεργαστεί με τις αφρικανικές χώρες. Να συνάψει μάλιστα μαζί τους εταιρικές σχέσεις, οι οποίες, αντί να τις εγκλωβίζουν στα οικολογικά και κοινωνικά αδιέξοδα του νεοφιλελευθερισμού, θα τους παρέχουν τη δυνατότητα να προσδιορίζουν αυτοτελώς τους τρόπους ανάπτυξής τους, βασιζόμενες στα βέλτιστα στοιχεία της πολιτισμικής τους κληρονομιάς. Η Ε.Ε. μπορεί, τέλος, να δώσει μια ισορροπημένη απάντηση στο μεταναστευτικό ζήτημα. Αρνούμενη να παραχωρήσει στους δημαγωγούς οτιδήποτε σχετίζεται με τον σεβασμό της αξιοπρέπειας και των δικαιωμάτων των μεταναστών, μπορεί ταυτοχρόνως να συμβάλει καθοριστικά στην υλοποίηση του δικαιώματος κάθε ανθρώπου, ανεξάρτητα από την προέλευσή του, να ζει αξιοπρεπώς από την εργασία του χωρίς να χρειάζεται να μεταναστεύει.
ΑΠΟΚΑΘΙΣΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Μια τέτοια όμως επανίδρυση της Ένωσης, που θα βασίζεται στις θεμελιώδεις αρχές της και στις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών-μελών, προϋποθέτει όχι μόνο την αποκατάσταση της δημοκρατίας, αλλά και την εμβάθυνσή της σε όλα τα επίπεδα της πολιτικής διαβούλευσης: τοπικό, εθνικό και ευρωπαϊκό. Ιδιαιτέρως εμπνευσμένες ιδέες γύρω από αυτό το ζήτημα έχουν διατυπωθεί από τον Michel Aglietta και τον Nicolas Leron[9]. Επανερχόμενοι στις πηγές της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας (no taxation without representation), οι δύο αυτοί θεωρητικοί έχουν προτείνει να εμπλουτιστεί η Ένωση με δικούς της δημοσιονομικούς πόρους, που θα προέρχονται από τη φορολόγηση των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών. Οι πόροι αυτοί θα χρησιμοποιούνται για την υλοποίηση στόχων σχετικών με την αειφόρο ανάπτυξη, οι οποίοι θα προσδιορίζονται και θα ελέγχονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και θα έχουν ως σκοπό να παρέχουν στα κράτη όλα εκείνα τα οικονομικά μέσα που, όταν λείπουν, στερούν τον δημόσιο βίο από κάθε ουσία. Η έλλειψη πόρων θίγει σήμερα έμμεσα όλες τις δομές τοπικής και κοινωνικής δημοκρατίας, οι οποίες έχουν εξαθλιωθεί οικονομικά λόγω του προσανατολισμού των κυβερνήσεων σε μια διακυβέρνηση μέσω των αριθμών.
Όπως έχει λοιπόν επισημάνει ο Étienne Balibar[10], δεν πρόκειται για μια επιστροφή ή για μια αποκατάσταση των παραδοσιακών μορφών δημοκρατίας. Πρόκειται για μια αληθινή αναγέννηση της δημοκρατίας σε όλα τα επίπεδα της πολιτικής ζωής. Χωρίς την πραγμάτωση μιας τέτοιας αναγέννησης, οι ηγετικές ελίτ θα εξακολουθήσουν να αποκόπτονται από την πλούσια και ποικιλόμορφη εμπειρία του κοινωνικού βίου των λαών και θα υποκύπτουν διαρκώς στους δημαγωγούς.
Το συλλογικό αυτό κείμενο αποτελεί προϊόν μιας επιστημονικής συζήτησης που διεξήχθη στο πλαίσιο του συνεδρίου με τίτλο «Επανεπισκεπτόμενοι τις μορφές αλληλεγγύης στην Ευρώπη» (Revisiter les solidarités en Europe), το οποίο έλαβε χώρα 18-19 Ιουνίου 2018. Έχει δημοσιευθεί από ένα σημαντικό αριθμό έγκριτων ευρωπαίκώνεφημερίδων, όπως οι Le Monde, Frankfurter Allgemeine Zeitung, Público, El Pais , Le Soir, L’Espresso, La Repubblica Rzeczypospolita κ.α. Η μετάφραση στην ελληνική γλώσσα έγινε από την καθηγήτρια της Νομικής Σχολής Α.Π.Θ. κ. Χριστίνα Δεληγιάννη-Δημητράκου.
Οι υπογράφοντες:
Alain SUPIOT, Καθηγητής στο Collège de France
Andrea ALLAMPRESE, Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Modena και Reggio Emilia
Irena BORUTA, Πρώην Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Cardinal Wyszynski της Βαρσοβίας, πρώην μέλος του Συμβουλίου Διαπραγμάτευσης για την Προσχώρηση της Πολωνίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (1998-2001)
Laurence BURGORGUE-LARSEN, Καθηγήτρια στη Νομική Σχολής της Σορβόννης
Maria E. CASAS BAAMONDE, Πρώην Πρόεδρος του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ισπανίας, Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Complutense της Μαδρίτης, Πρόεδρος της Ισπανικής Εταιρίας Εργατικού Δικαίου και Κοινωνικής Ασφάλισης
Χριστίνα Δεληγιάννη-Δημητράκου, Καθηγήτρια Νομικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Διευθύντρια του Κέντρου Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Οικονομικού Δικαίου (ΚΔΕΟΔ)
Franciszek DRAUS, Ερευνητής Πολιτικών Επιστημών
Gaël GIRAUD, Διευθυντής Έρευνας στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Έρευνας της Γαλλίας (CNRS)
Ota DE LEONARDIS, Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Milano Bicocca, Διευθύντρια του Κέντρου Σπουδών Κοινωνιολογίας και Πολιτικής Δράσης
Paul MAGNETTE, Καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών, Πρώην Υπουργός, Πρόεδρος της Βαλλονίας
Alexandre MAITROT DE LA MOTTE, Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Paris-Est Créteil
Antonio MONTEIRO FERNANDES, Καθηγητής στο Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο της Λισαβόνας
Ulrich MÜCKENBERGER, Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου του Αμβούργου, Διευθυντής Έρευνας στο Πανεπιστήμιο της Βρέμης
Béatrice PARANCE, Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο UPL Paris 8 Vincennes Saint-Denis
Étienne PATAUT, Καθηγητής στη Νομική Σχολή της Σορβόννης, Διευθυντής της Σχολής Νομικών Διδακτορικών Σπουδών
Claude-Emmanuel TRIOMPHE, Σύμβουλος του Ύπατου Αρμοστή Πολιτικής Δέσμευσης
Fernando VASQUEZ, Πρώην μέλος της Διεύθυνσης Κοινωνικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
———————–
[1] Albert O. Hirschman, Exit, Voice and Loyalty. Response to Decline in Firms, Organizations and States, Harvard Univ. Press, 1970.
[2] Pierre Mendès-France, Discours du 18 janvier 1957 à l’Assemblée nationale lors du débat sur la ratification du traité de Rome (Journal officiel de la République française 19 janvier 1957, n° 4, σ. 166).
[3] BVerfG, 2 BvE 2/08 vom 30.6.2009 http://www.bverfg.de/entscheidungen/es20090630_2bve000208.html
[4] Dieter Grimm, Europa ja – aber welches?: Zur Verfassung der europäischen Demokratie, Beck 2016, 288 p.
[5] Jürgen Habermas, Zur Verfassung Europas, suhrkamp 2011, 48-82.
[6] Friedrich A. Hayek, The Economic Conditions of Interstate Federalism, The New Commonwealth Quarterly, V, No. 2 (September, 1939), 131–49.
[7] Cf. Fritz Scharpf, Governing In Europe: Effective and Democratic? Oxford University Press, 1999, 256 p.
[8] GAFA είναι το ακρωνύμιο των τεσσάρων ισχυρότερων αμερικανικών εταιρειών στον τομέα της τεχνολογίας: της Google, της Apple, της Facebook και της Amazon.
[9] M. Aglietta & N. Leron, La double démocratie. Une Europe politique pour la croissance, Paris, Seuil, 2017, σ. 197.
[10] E. Balibar, Union européenne, Europe, Démocratie, Ed. du bord de l’eau, 2016, 326.