Η συνεργασία του Αλέξη Τσίπρα και του Πάνου Καμμένου αποτελεί μία από τις πιο ενδιαφέρουσες πολιτικές συνεργασίες στην πρόσφατη πολιτική ιστορία της χώρας.
Δεν επρόκειτο απλώς για ένα «γάμο συμφέροντος» αλλά μια συνεργασία με μεγαλύτερο βάθος.
Ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν επεδίωκαν απλώς να συνεργαστούν με ένα κόμμα που προσθέτοντας την κοινοβουλευτική του δύναμη θα επέτρεπε να έχουν κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Επεδίωκαν μια συμμαχία που να μπορεί να στέλνει ένα ευρύτερο πολιτικό μήνυμα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ήθελε τη συμμαχία με την «αντιμνημονιακή δεξιά»
Για ένα μεγάλο διάστημα ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ ήθελαν να δείχνουν ότι εκπροσωπούν και την «πατριωτική αντιμνημονιακή δεξιά», να δείχνουν ότι οι «πατριώτες» τους στήριζαν, να «κλείσουν το μάτι» και προς τη λιγότερο σκεπτόμενη και περισσότερο συνωμοσιολογική πλευρά του «αντιμνημονιακού κινήματος», τους κάθε είδους «ψεκασμένους».
Η τακτική αυτή επέτρεπε να παραπέμπουν στα πριν το 2015 γεγονότα και στην αντιφατική δυναμική που ήρθε στο προσκήνιο με τα κινήματα κατά των μνημονίων.
Επιπλέον, αυτή η συνεργασία λειτουργούσε. Ο Πάνος Καμμένος μπορούσε να κομπάζει ότι «έμαθε στον μικρό Αλέξη να γράφει και με το δεξί», να απολαμβάνει τα προνόμια της θέσης του ΥΕΘΑ, να επιβλέπει διαφόρων στρατιωτικών προμηθειών και να οργανώνει τελετές όπως αυτή των στεφανιών στους Σαλαμινομάχους.
Επιπλέον, και ο Πάνος Καμμένος και ο Αλέξης Τσίπρας είναι εξαιρετικά φιλοαμερικανοί στη στάση και στις επιλογές και άρα ούτε ως προς αυτό είχαμε κάποια σύγκρουση.
Από τη μεριά του βέβαια, ο Πάνος Καμμένος γενικά στήριξε την κυβέρνηση. Διαφοροποιήθηκε σε ελάχιστα θέματα και σε αυτά αφού ήταν εξασφαλισμένο ότι η κυβέρνηση μπορούσε σε κάθε περίπτωση να έχει συσχετισμό για να περάσει τα μέτρα με τα οποία οι ΑΝΕΛ μπορεί να διαφωνούσαν.
Η νέα φάση και η στροφή στη σοσιαλδημοκρατία
Όμως, τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Πλέον είμαστε βαθιά μέσα στην προεκλογική εκστρατεία. Ο Αλέξης Τσίπρας κάνει το σχεδιασμό του όχι για να εξασφαλίσει έστω και οριακά ξανά την κυβερνητική πλειοψηφία, αλλά για να κατακτήσει τη δεύτερη θέση, με μικρή διαφορά από τη ΝΔ, έτσι ώστε να μπορεί να διεκδικήσει ξανά την εξουσία σε επόμενη φάση.
Μόνο που για να το κάνει αυτό δεν χρειάζεται πια τη φυσιογνωμία ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, το αντιφατικό αμάλγαμα αριστεράς και ακροδεξιάς, «δικαιωματισμού» και «Πάνω Πλατείας», ευρωπαϊσμού και «πατριωτισμού».
Πλέον η γραμμή και το «αφήγημα» του ΣΥΡΙΖΑ είναι η διεκδίκηση του «Κέντρου» και η προσπάθεια να αναδειχτεί στην Κεντροαριστερά της μεταμνημονιακής εποχής.
Μόνο που αυτό απαιτεί και άλλες συμμαχίες. Αυτό δείχνουν καταρχάς οι εκτεταμένες επαφές με τους Ευρωσοσιαλιστές. Άλλωστε, το μισό Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, πια ούτε που θέλει να βλέπει τους ΣΥΡΙΖαίους. Όμως, οι συμπράξεις με σοσιαλδημοκράτες δεν περιορίστηκαν μόνο στις διεθνείς επαφές αλλά και στο εσωτερικό.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επιθετικά διεκδικεί να κάνει διεύρυνση προς το χώρο της κεντροαριστεράς. Το έκανε το 2015, το κάνει και τώρα με την Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου και άλλα στελέχη. Το κάνει επίσης με τις ανοιχτές προτάσεις προς τα κόμματα της κεντροαριστεράς, αλλά και με την εμφανή συστηματική προσπάθεια να προσεταιριστεί στελέχη, διανοουμένους, δημόσια πρόσωπα εν γένει από αυτό το χώρο.
Μόνο που μια τέτοια φυσιογνωμία μιας νέας σοσιαλδημοκρατίας δεν χωράει τους ΑΝΕΛ και τους ακροδεξιούς επιτονισμούς τους.
Για την ακρίβεια, ο νέος «ρεαλισμός» ενός Τσίπρα, που είναι ο καλύτερος συνομιλητής και της ΕΕ και των ΗΠΑ, που αναζητεί επενδύσεις, που θέλει την «έξοδο στις αγορές», δεν μπορεί να συνδυάζεται με την πρακτική και την αισθητική των ΑΝΕΛ.
Η δήλωση του Τσίπρα στη Wall Street Journal ότι «Νομίζω πως η κυβέρνησή μου θα επιβιώσει, αλλά δεν ξέρω εάν θα επιβιώσει ο συνασπισμός. Όμως, αυτό είναι κάτι που θα αποφασίσει ο εταίρος μου», απλώς επιβεβαίωσε ότι πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ εξετάζει με δική του πρωτοβουλία τη ρήξη με την Πάνο Καμμένο.
Η ανάγκη καθησυχασμού της εσωκομματικής αντιπολίτευσης
Σε όλα αυτά προσθέστε και μια εσωκομματική διάσταση. Η συνεργασία με τους ΑΝΕΛ εξακολουθεί να αποτελεί «κόκκινο πανί» για τις διάφορες αριστερές αντιπολιτεύσεις εντός του κυβερνώντος κόμματος.
Από τους 53+ έως τον Νίκο Φίλη, όλοι συμφωνούν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να συνεργάζεται με ένα ακροδεξιό κόμμα και ότι χρειάζεται άλλο πλαίσιο συμμαχιών.
Αυτή είναι και η βασική κριτική που κάνουν στον Νίκο Παππά και άλλα πρόσωπα του στενού περιβάλλοντος του Αλέξη Τσίπρα.
Μια ρήξη με τον Πάνο Καμμένο θα καθησύχαζε αυτά τα κομμάτια και θα επέτρεπε να συμμετάσχουν ακόμη πιο αποφασιστικά στην προεκλογική μάχη.
Η μεθόδευση της ρήξης
Γι’ αυτό το λόγο και πλέον ο Αλέξης Τσίπρας μεθοδεύει τη ρήξη με τον Πάνο Καμμένο. Ούτως ή άλλως γνώριζε ότι η Συμφωνία των Πρεσπών δεν θα μπορούσε να υπερψηφιστεί από τον αρχηγό των ΑΝΕΛ. Γι’ αυτό το λόγο και πλέον χρησιμοποιεί την προσπάθεια να διαμορφώσει πλειοψηφία για τη συμφωνία ως μοχλό και για να διαμορφώσει μια νέα κυβερνητική πλειοψηφία για το τελευταίο μέρος τη θητείας της κυβέρνησης.
Με αυτό τον τρόπο θα μπορέσει να αποφύγει τον κίνδυνο να πέσει η κυβέρνηση πριν την υπερψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών αλλά και ταυτόχρονα να δώσει στον Πάνο Καμμένο τη δυνατότητα να κάνει την ηρωική του έξοδο.
Γιατί κακά τα ψέματα και ο αρχηγός των ΑΝΕΛ ήξερε ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει έτσι, ιδίως από τη στιγμή που το κόμμα του διαλύεται σε «πραγματικό χρόνο», μην αντέχοντας τις παλινωδίες της ηγεσίας.
Αντίθετα, μια ηρωική έξοδος πάνω στο Μακεδονικό θα επιτρέψει και στον Πάνο Καμμένο έστω τη δυνατότητα μιας κάπως πιο αξιοπρεπούς προεκλογικής εκστρατείας.
Σε αυτό το πλαίσιο είναι προφανές ότι η συμφωνία ότι το θέμα «θα τεθεί ξανά τον Μάρτιο» απλώς αποτυπώνει τον οδικό χάρτη του πολιτικού διαζυγίου ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ.