Στις μέρες μας με τόσες εστίες έντασης στην ευρύτερη περιοχή αλλά και γενικά στον κόσμο, η αναζήτηση νηφάλιων λύσεων στα προβλήματα είναι παραπάνω από επιβεβλημένη. Οι λύσεις αυτές θα πρέπει οπωσδήποτε να βασίζονται στο σεβασμό της εθνικής κυριαρχίας και να υπηρετούν τις αρχές της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών. Είναι και οι δύο αρχές κατοχυρωμένες από τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ αλλά εξίσου ταλαιπωρημένες από τις συνεχείς παραβιάσεις των μεγάλων, ιδίως, δυνάμεων.
Η επίλυση των εκκρεμοτήτων με την ΠΓΔΜ οφείλει να ακολουθήσει ακριβώς αυτή την οδό. Επιστημονικά είναι απόλυτα ξεκάθαρο ότι η έννοια της Μακεδονίας αποτελεί ιστορικό, γεωγραφικό χώρο. Τα σύνορά του ήταν σχετικά ασαφή, όπως συνέβαινε γενικά τα αρχαία χρόνια. Με τη σύγχρονη διαμόρφωση των εθνικών κρατών, το μεγαλύτερο μέρος της γεωγραφικής Μακεδονίας ανήκει στην Ελλάδα ένα μικρότερο τμήμα της ενσωματώθηκε το 1918 στο Βασίλειο Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων το οποίο μετονομάστηκε το 1929 σε Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας (Νοτιοσλαβίας). Μετά το 1945 αποτέλεσε τμήμα της Σοσιαλιστικής ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας. Ένα άλλο μικρότερο τμήμα της γεωγραφικής Μακεδονίας ανήκει στη Βουλγαρία.
Η ΠΓΔΜ αποτελούσε από το 1945 ομόσπονδη Δημοκρατία της Ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας με το όνομα “Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας”. Το σημερινό κράτος προέκυψε το 1991 κατά τη διαδικασία διάλυσης της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας. Από εκεί και πέρα οι διαφορές που ανέκυψαν είναι γνωστές.
Τα θετικά στοιχεία;
Η συμφωνία των Πρεσπών φιλοδοξεί να θέσει τέρμα στις διενέξεις που προέκυψαν μετά τη δημιουργία της ΠΓΔΜ, δίνοντας τη λύση του ονόματος “Βόρεια Μακεδονία” erga omnes. Μπορεί να το καταφέρει αν τελικά ψηφιστεί; Εμπεριέχει στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν πράγματι να συμβάλλουν στην κατεύθυνση αυτή;
Το άρθρο 1 ιδίως παρ. 6 και 9 προβλέπει τη συμμόρφωση της ΠΓΔΜ με την προσαρμογή και την εξάλειψη κάθε αλυτρωτικής αναφοράς και χρήσης του όρου Μακεδονία. Πιο σημαντική είναι η παράγραφος 12. Εκτός των αλλαγών στο Σύνταγμα των σχετικών με την ονομασία του γειτονικού κράτους, η παρ. 12 επιβάλλει ότι “Επιπροσθέτως, το Δεύτερο Μέρος θα προβεί στις κατάλληλες τροποποιήσεις του Προοιμίου, του Άρθρου 3 και του Άρθρου 49, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αναθεώρησης του Συντάγματος”. Πρόκειται για σημαντική πρόνοια καθώς εκεί εντοπίζονται οι εθνικιστικού, αλυτρωτικού χαρακτήρα συνταγματικές αναφορές[1].
Αξιοσημείωτο είναι το άρθρο 3 παρ. 1 που ορίζει ότι “Τα Μέρη δια της παρούσης επιβεβαιώνουν το υφιστάμενο κοινό τους σύνορο ως ισχυρό και απαραβίαστο διεθνές σύνορο. Κανένα από τα Μέρη δεν θα εκφράσει ή υποστηρίξει οιεσδήποτε διεκδικήσεις για οποιοδήποτε τμήμα της επικράτειας του άλλου Μέρους…” Στο άρθρο 4 παρ. 2 αναφέρεται ότι “Έκαστο Μέρος δεσμεύεται να μην προβαίνει σε ή επιτρέπει οιεσδήποτε αλυτρωτικές δηλώσεις…”. Το άρθρο 6 ορίζει ότι “κάθε Μέρος θα λάβει αμέσως αποτελεσματικά μέτρα προκειμένου να απαγορεύσει εχθρικές δραστηριότητες, ενέργειες ή προπαγάνδα από κρατικές υπηρεσίες ή υπηρεσίες αμέσως ή εμμέσως ελεγχόμενες από το κράτος” και οι οποίες “υποδαυλίζουν τον σωβινισμό, την εχθρότητα, τον αλυτρωτισμό και τον αναθεωρητισμό εναντίον του άλλου Μέρους”.
Σημαντικές για την αποφυγή πιθανών παρεξηγήσεων και εντάσεων στο μέλλον είναι και οι διευκρινίσεις του άρθρου 7. Η παρ. 1 ορίζει ότι “Τα Μέρη αναγνωρίζουν ότι η εκατέρωθεν αντίληψή τους ως προς τους όρους “Μακεδονία” και “Μακεδόνας” αναφέρεται σε διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο και κληρονομιά”. Η παρ. 4 του ίδιου άρθρου διευκρινίζει ότι “η επίσημη γλώσσα του (ενν. του Δεύτερου συμβαλλόμενου μέρους, δηλ. της ΠΓΔΜ), η Μακεδονική γλώσσα, ανήκει στην ομάδα των Νότιων Σλαβικών γλωσσών. Τα Μέρη σημειώνουν ότι η επίσημη γλώσσα και τα άλλα χαρακτηριστικά του Δεύτερου Μέρους δεν έχουν σχέση με τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό, την ιστορία, την κουλτούρα και την κληρονομιά της βόρειας περιοχής του Πρώτου Μέρους (δηλ. της Ελληνικής Μακεδονίας – διευκρίνιση δική μου)”.
Το στοιχείο ανατροπής
Αν κανείς μείνει στα στοιχεία αυτά της συμφωνίας θα πιστέψει ίσως ότι τα πράγματα βαίνουν καλώς. Δυστυχώς όμως τα φαινόμενα κρύβουν κάποτε το ουσιαστικό περιεχόμενο. Το άρθρο 2 παρ. 4 συνδέει τη συμφωνία με το ζήτημα της ένταξης της γειτονικής χώρας στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ. Στο σημείο αυτό υπάρχει μια απαράδεκτη, νομικά και πολιτικά, σύνδεση δύο εντελώς διαφορετικών ζητημάτων. Το τι θα πράξει η γειτονική χώρα σε σχέση με το ΝΑΤΟ και την ΕΕ πρέπει να είναι αυστηρά υπόθεση απόφασης του λαού της και μάλιστα με δημοκρατικές διαδικασίες, χωρίς οικονομικούς, πολιτικούς εκβιασμούς ή πιέσεις από οποιονδήποτε. Μπορεί ο λαός να αποφασίσει έτσι ή αλλιώς.
Αντίθετα, το άρθρο 2 παρ. 4 αναφέρει ότι “α. Το Δεύτερο Μέρος θα επιδιώξει ένταξη στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ…”. Άσχετα με το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις της γείτονος έχουν εκφράσει τέτοια επιθυμία, η συμπερίληψη της αναφοράς αυτής στο κείμενο της συμφωνίας των Πρεσπών συνιστά παραβίαση της κυριαρχίας του γειτονικού λαού.
Εκείνο που πρέπει να ληφθεί περισσότερο υπόψη είναι ότι η πρόσφατη ιστορική εμπειρία αποδεικνύει ότι η ένταξη στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ καθόλου δεν διασφαλίζει την τήρηση των αρχών του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, δηλαδή την κυριαρχία των κρατών, την ειρηνική τους συνύπαρξη, το σεβασμό των συνόρων, την απουσία απειλής ή χρήσης βίας κλπ, όλα αυτά δηλαδή που αναφέρονται στο προοίμιο της συμφωνίας των Πρεσπών.
Ας υπενθυμίσουμε ότι το 40% της Κύπρου βρίσκεται μέχρι σήμερα υπό την κατοχή της Τουρκίας (μέλος του ΝΑΤΟ) με την ανοχή, τουλάχιστον, όλα αυτά τα χρόνια του ΝΑΤΟ. Οι παραβιάσεις και οι οχλήσεις της Τουρκίας σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας δεν έχουν πάψει στιγμή. Ακόμη και σήμερα, που οι σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ δεν είναι ανέφελες, η στάση του ΝΑΤΟ είναι συνήθως στάση ίσων αποστάσεων, δηλαδή στάση ανοχής ή και ενθάρρυνσης της τουρκικής επιθετικότητας.
Η διάλυση της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας έγινε με την υπογραφή της ΕΕ (ειδικά απαίτηση της Γερμανίας) και τη συμβολή του ΝΑΤΟ. Η υπόθαλψη των εθνικισμών στα Βαλκάνια φέρει επίσης τη σφραγίδα του ΝΑΤΟ. Η κατά παραβίαση των θεμελιωδών αρχών του ΟΗΕ πολεμική επίθεση του ΝΑΤΟ στη Σερβία το 1999, η δημιουργία του προτεκτοράτου του Κοσόβου και πολλά άλλα δείχνουν ότι ο οργανισμός αυτός -μαζί και η ΕΕ- κάθε άλλο παρά προστατεύουν και εγγυώνται τις αρχές του ΟΗΕ.
Πιο πρόσφατα, οι παρεμβάσεις, άμεσες ή έμμεσες, στη Λιβύη και στη Συρία, σε πλήρη περιφρόνηση προς όλες τις αρχές και τις διαδικασίες του ΟΗΕ οδήγησαν στο χάος και στο δράμα των ημερών μας, το οποίο όλοι πολύ καλά γνωρίζουμε.
Αναμενόμενη και ήδη παρούσα είναι η αντίδραση της Ρωσίας στην ένταξη της γείτονος στο ΝΑΤΟ. Πρόκειται για παράγοντα ο οποίος πρέπει να συνυπολογιστεί. Το ΝΑΤΟ είναι αποδεδειγμένα επιθετικός οργανισμός και κατά συνέπεια η ενίσχυσή του προκαλεί, στην καλύτερη των περιπτώσεων, εύλογη ανησυχία και προβληματισμό.
Η θέση της Ελλάδας θα πρέπει να είναι η ειρηνική διευθέτηση των διαφορών, η αποχή από επιθετικές πράξεις ή ενέργειες που θίγουν την ασφάλεια άλλων χωρών, μικρών ή μεγάλων. Μόνο έτσι μπορεί να συμβάλλει στην ειρήνευση της περιοχής και στην επίλυση των δραματικών προβλημάτων που αγγίζουν και τη δική μας χώρα.
Αναγκαία η καταψήφιση
Με αυτά τα δεδομένα η καταψήφιση της συμφωνίας των Πρεσπών στη Βουλή των Ελλήνων είναι, κατά την άποψή μου, αναγκαία. Είναι γνωστό ότι οι διεθνείς συμβάσεις ψηφίζονται εν συνόλω. Δεν θα μπορούσε, από τη φύση τους, να γίνει διαφορετικά. Το άρθρο 2 παρ. 4 ανατρέπει εκ των πραγμάτων τα όποια θετικά σημεία της συμφωνίας, τη χρωματίζει με ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο. Θέτει σε λαθεμένη και ίσως επικίνδυνη τροχιά τα βαλκανικά και περιφερειακά θέματα. Δεν διασφαλίζει την ειρήνη και το απαραβίαστο των συνόρων ούτε για την Ελλάδα, ούτε για την ΠΓΔΜ ούτε γενικότερα για την περιοχή. Είναι προφανές ότι η υπόθαλψη των εθνικισμών από τις μεγάλες δυνάμεις μπορεί ανά πάσα στιγμή να χρησιμοποιηθεί επικουρικά για να θέσει σε κίνδυνο και το ένα και το άλλο.
Από την άλλη πλευρά, δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι μέσω ανοιχτών παρεμβάσεων στα εσωτερικά του γειτονικού κράτους οι κρατικοί παράγοντες των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ επιχειρούν να εκβιάσουν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Πρόκειται για μια ακόμη απτή παραβίαση των αρχών της κρατικής κυριαρχίας.
Η διαφύλαξη της κρατικής κυριαρχίας, η ειρήνη και οι σχέσεις καλής γειτονίας με τους λαούς των Βαλκανίων μπορούν να υπηρετηθούν από μια άλλη συμφωνία ανάλογου περιεχομένου με τη συμφωνία των Πρεσπών αλλά χωρίς το προβληματικό άρθρο 2.
Ο Δημήτρης Καλτσώνης είναι αναπληρωτής καθηγητής θεωρίας κράτους και δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο