Θλιβερή «τιμητική» επιφυλάσσει στο εξής για την Ελλάδα, κάθε 1η Οκτωβρίου, καθώς εάν η χώρα δεν εφαρμόσει πολιτικές ανακοπής του ρυθμού γήρανσης, κάθε χρόνο θα αφιερώνει αυτήν την ημέρα, Παγκόσμια Ημέρα Ηλικιωμένων, σ΄ ένα τεράστιο κομμάτι του πληθυσμού της.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat (Population structure and ageing, Data estracted in May, 2018), την περίοδο 2007-2017 η αναλογία των ηλικιωμένων στον συνολικό πληθυσμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης αυξήθηκε από 17% σε 19,4%, ενώ στην Ελλάδα από 18,6% σε 21,5%.
Το 2018 -κατά τα στοιχεία της παγκόσμιας τράπεζας δεδομένων- ευρισκόμενη ήδη στη δεύτερη (μετά την Ιταλία) θέση του πίνακα με τις πιο γερασμένες χώρες της Ευρώπης των «28» και στην 7η παγκοσμίως (με πρώτη την Ιαπωνία), η Ελλάδα «τρέχει» προς τη γήρανση του πληθυσμού της με ρυθμούς ταχύτερους από τον μέσο όρο της Ευρώπης. Ειδικότερα, το 2030 (δηλαδή, σε μόλις 12 χρόνια), αναμένεται πλέον των 25 στους 100 Έλληνες να είναι άνω των 65 χρόνων, ενώ από αυτούς περισσότεροι από 31 υπολογίζεται ότι θα μετρούν έτη άνω των 80!
Το δε 2050, 34 στους 100 Έλληνες θα είναι άνω των 65 χρόνων και από αυτούς τους τελευταίους, περισσότεροι του 46% θα είναι άνω των 80 χρόνων.
Αλλά δεν είναι μόνον οι αριθμοί, που τρομάζουν… Κολλημένη επί χρόνια στο τέλμα της οικονομικής κρίσης, η Ελλάδα «βλέπει» το πληθυσμιακό εκείνο κομμάτι των συνταξιούχων, που αποτελούσε αποκούμπι για τους άνεργους γιους και κόρες, να πλήττεται ποικιλοτρόπως με αποτέλεσμα προοδευτικά να καθίσταται και αυτό ανήμπορο να σηκώσει το βάρος της ανεργίας. Η υπερφορολόγηση και η αύξηση στις τιμές των ειδών πρώτης ανάγκης, επιδείνωσαν δραματικά τη ζωή των συνταξιούχων (και ως εκ τούτου, του προβληματικού οικογενειακού περιβάλλοντός τους) και ιδιαίτερα των υπερηλίκων με σοβαρά προβλήματα υγείας, ενώ με τρόμο υποδέχονται το ενδεχόμενο να υποστούν περικοπή των συντάξεών τους.
Η διδάκτωρ Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Παρισιού, αντιπρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Δημογραφικών Μελετών και μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της Νέας Υόρκης, Ήρα Έμκε Πουλοπούλου σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: «Πριν την κρίση κι εφόσον την οικογενειακή εστία δεν είχε χτυπήσει η ανεργία, ένας ηλικιωμένος που αντιμετώπιζε κάποια προβλήματα υγείας ή κινητικότητας, είχε τη δυνατότητα με τη σύνταξή του ή και με βοήθεια από τα παιδιά του, να πληρώνει κάποιον για φροντίδα στο σπίτι ή τα τροφεία κάποιου γηροκομείου. Δυστυχώς, αυτό σήμερα, είναι πολυτέλεια…».
Πώς, λοιπόν, προσπαθούν να επιβιώσουν αυτοί οι άνθρωποι; Η κ. Έμκε Πουλοπούλου αποκαλύπτει κάτι εξαιρετικά εντυπωσιακό.
Θα μπορούσε κανείς να το τοποθετήσει πλάι στο «brain drain», στον όρο που επισήμως πλέον μεταφράζεται ως «διαρροή εγκεφάλων» και αποτυπώνει τη φυγή των νέων μυαλών εκτός συνόρων. Θα μπορούσε να είναι ένας αντίστοιχος νεολογισμός, ένα «elders drain» (διαρροή γερόντων) ή κάτι παρόμοιο, που να αποτυπώνει και τη φυγή της τρίτης ηλικίας από τη χώρα της παρατεταμένης κρίσης. Όπως και να το πει κανείς, είναι μια πραγματικότητα. Διότι, ως φαίνεται, δεν είναι λίγοι οι Έλληνες συνταξιούχοι που μεταναστεύουν, κατά κανόνα στη Βουλγαρία, για να επιβιώσουν.
Όπως καταθέτει στη μεγάλη δημογραφική έρευνά της με τίτλο «Ο πληθυσμός της Ελλάδας υπό διωγμόν», η κ. Έμκε Πουλοπούλου, «συνταξιούχοι μας εγκαταλείπουν τη χώρα σε μια προσπάθεια να ζήσουν αξιοπρεπώς, μακριά από τη φτώχια και τη δυστυχία. Το έναυσμα για τη μετανάστευσή τους δίνει η γνωριμία τους με αλλοδαπές που ήρθαν στην Ελλάδα και συνήθως εργάζονται σε σπίτια ως οικιακές βοηθοί. Με την έναρξη της κρίσης, η αγορά εργασίας για τις γυναίκες αυτές συρρικνώθηκε. Επιστρέφοντας, λοιπόν, στην πατρίδα τους πληροφορούν τους συνταξιούχους Έλληνες ότι προτίθενται να τους φιλοξενήσουν στο σπίτι τους, στην αλλοδαπή, με κάποιο αντίτιμο, πολύ μικρότερο από εκείνο που απαιτείται για τη ζωή τους στην Ελλάδα σε έναν οίκο ευγηρίας, μία ιδιωτική κλινική ή με τη φροντίδα μιας γυναίκας εσωτερικής».
«Ας μη μας ξαφνιάζει», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Έμκε Πουλοπούλου, «κάνοντας οι άνθρωποι αυτή την επιλογή, μπορούν ακόμη και να αποταμιεύουν κάποια χρήματα από τη σύνταξή τους, καθώς σε κάθε άλλη βαλκανική χώρα η ζωή είναι μάλλον οικονομικότερη από εκείνη της Ελλάδας. Αν με ρωτάτε τώρα… είναι σωστό; Ίσως δεν είναι τιμητικό για τη χώρα μας. Σωστό, όμως, για τον κάθε άνθρωπο είναι ό,τι εκείνος επιλέγει με βάση τη διαβίωσή του. Από τη στοιχειώδη έως την άνετη. Πόσω μάλλον όταν αισθάνεται υπό διωγμόν».