Όταν ξεκινήσει ένα ράλι πωλήσεων σε έναν κλάδο, μικρή σημασία έχει ποια ήταν η αρχική αφορμή, εάν κάποιος έκανε κάποια δήλωση που προκάλεσε πανικό, το εάν και πότε ενεργοποιήθηκαν οι αυτόματοι αλγόριθμοι των ξένων οίκων οδηγώντας σε μαζικές πωλήσεις μεγάλων πακέτων μετοχών.
Ούτε έχει ιδιαίτερη σημασία το μπαράζ δηλώσεων που συνήθως ακολουθεί τέτοιες πτωτικές μέρες ότι επρόκειτο για «αψυχολόγητες ενέργειες», ότι ήταν «συγκυριακό», ότι δεν «αντιστοιχεί στην πραγματική εικόνα των τραπεζών».
Το βασικό είναι ότι σήμερα οι αγορές αποφάσισαν ότι οι ελληνικές τράπεζες όπως και η ελληνική οικονομία απέχουν πολύ από το να είναι σε μια ρόδινη κατάσταση.
Οι σκελετοί στα ντουλάπια των ελληνικών τραπεζών
Μπορεί οι τράπεζες πριν από μερικούς μήνες να πέρασαν με επιτυχία τα αρκετά αυστηρά stress-tests, όμως φαίνεται πώς υπήρχαν πολλά και σοβαρά ανοιχτά προβλήματα στις ελληνικές τράπεζες, ορισμένα εκ των οποίων επιδεινώθηκαν τους μήνες που ακολούθησαν.
Καταρχάς υπάρχει το ερώτημα με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Παρότι έχουν ξεκινήσει οι μαζικές πωλήσεις δανείων σε funds όπως και η πίεση από τους πλειστηριασμούς που έχουν ξεκινήσει, εντούτοις οι τράπεζες εξακολουθούν να κρύβουν πλήθος… σκελετών στα χαρτοφυλάκιά τους.
Πιο εκτεθειμένη σε κινδύνους η Τράπεζα Πειραιώς ακριβώς επειδή έχοντας αποκτήσει μια σειρά από άλλες τράπεζες έχει «κληρονομήσει» και τα πολύ προβληματικά χαρτοφυλάκιά της ως τα «κόκκινα δάνεια».
Έπειτα οι τράπεζες δεν έχουν πια τα ίδια έσοδα, ιδίως από τόκους παρότι αυξάνονται τα έσοδα από κάθε λογής προμήθειες. Αυτό σχετίζεται και με τη γενικότερη υποχώρηση της οικονομίας.
Η πραγματική αδυναμία «εξόδου στις αγορές»
Όμως, το πιο βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες είναι ότι δεν μπορούν το ίδιο εύκολα να καλύπτουν της χρηματοδοτικές ανάγκες τους, γιατί δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση στις αγορές.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η Τράπεζα Πειραιώς. Όταν βολιδοσκόπησε τις αγορές για την έκδοση ενός ομολόγου 500 εκατομμυρίων για να βελτιώσει την κεφαλαιακή της επάρκεια, συνάντησε απαγορευτικά επιτόκια ύψους 11%-13% και το σχέδιο ναυάγησε.
Αυτό δείχνει ότι δεν είναι το ελληνικό δημόσιο που αδυνατεί να βρει πρόσβαση στις αγορές αλλά και οι ίδιες οι ελληνικές επιχειρήσεις.
Δεν είναι τυχαίο που έχουν πολλαπλασιαστεί οι εκθέσεις που μιλούν ότι πλέον οι αγορές έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στις ελληνικές τράπεζες και ότι απέχουμε από την πλήρη εξυγίανση.
Η κατάσταση των τραπεζών αντανάκλαση τα κατάστασης της οικονομίας
Όμως, θα ήταν λάθος να αποδώσουμε την ευθύνη απλώς στις τράπεζες και την κατάστασή τους. Στην πραγματικότητα, εδώ και αρκετό καιρό τα περιθώρια αυτοτελούς δράσης των τραπεζών είναι περιορισμένα. Αυτό που κάνουν οι τράπεζες είναι να λειτουργούν ως ένας καθρέφτης της συνολικής κατάστασης της ελληνικής οικονομίας.
Δείχνουν τα όρια των αναπτυξιακών δυναμικών, αποκαλύπτουν την αλήθεια πίσω από τους ισολογισμούς που δεν είναι πια «στο κόκκινο», αποκαλύπτουν τα τυφλά σημεία και τα πραγματικά ελλείμματα που ακόμη υπάρχουν. Κοντολογίς εξηγούν γιατί απέχουμε πολύ από το να μιλάμε για έξοδο από την κρίση ακόμη και εάν έχουμε επιστρέψει σε θετικούς ονομαστικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Οι ευθύνες της κυβέρνησης
Όμως, η συνολική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας δεν είναι άσχετη με την ασκούμενη κυβερνητική πολιτική. Αντίστοιχα, η εικόνα της ελληνικής οικονομίας στις διεθνείς αγορές σχετίζεται άμεσα και με τις συγκεκριμένες επιλογές που κάνει η ελληνική κυβέρνηση.
Οι προϋπολογισμοί που περιλαμβάνουν… διαφορετικά σενάρια, τα πρωτογενή πλεονάσματα που φτιάχνονται με περικοπές επενδύσεων και στάση πληρωμών του δημοσίου, οι προβλέψεις για ανάπτυξη κατά βάση με αύξηση της κατανάλωσης, δημόσιας και ιδιωτικής, και όχι από νέες επενδύσεις, καθόλου δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη για το μεσοπρόθεσμο μέλλον της ελληνικής οικονομίας και κάνουν τις αγορές να είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικές απέναντι στην ελληνική οικονομία.
Όμως, η συγκεκριμένη εξέλιξη με τις τράπεζες δεν είναι βέβαιο ότι θα τελειώσει απλώς σε ένα συγκυριακό χρηματιστηριακό κραχ. Στο διάστημα που μεσολάβησε οι ελληνικές τράπεζες έχασαν από την κεφαλαιοποίησή τους περίπου 2,2 δισεκατομμύρια ευρώ τον Μάιο, εν συνεχεία 1,2 δισεκατομμύρια τον Αύγουστο και περίπου 1,6 τον Σεπτέμβριο.
Αυτό σημαίνει ότι κινδυνεύουν να βρεθούν σε μια κατάσταση όπου η κυβέρνηση ίσως αναγκαστεί ένα μέρος από το «χρηματοδοτικό μαξιλάρι» να το διαθέσει για ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, κοινώς να πάμε σε ένα ακόμη bail-out, με τη διαφορά ότι αυτή τη φορά και θα δοθούν εκεί πόροι που μπορούσαν όντως να είχαν διατεθεί σε αναπτυξιακή κατεύθυνση αλλά και θα υπάρχει ο κίνδυνος η Ελλάδα να επισπεύσει την επιστροφή στις αγορές με κίνδυνο να κληθεί να δανειστεί με πολύ υψηλά επιτόκια.
Όλα αυτά δείχνουν ότι πίσω από την τεχνητή ευφορία που προσπαθεί να καλλιεργήσει η κυβέρνηση υπάρχουν σοβαρά προβλήματα και ανοιχτές πληγές στην ελληνική οικονομία. Ούτε είναι βέβαιο ότι οι χειρισμοί που έκανε σε κρίσιμα ζητήματα πάντα πετυχημένοι. Αυτή ήταν η έμμεση παραδοχή που έκανε και ο ίδιος ο πρωθυπουργός όταν πολύ πρόσφατα αφαίρεσε την αρμοδιότητα της εποπτείας του τραπεζικού συστήματος από τον Γιάννη Δραγασάκη και τη μετέφερε στον Αλέκο Φλαμπουράρη.
Είναι σαφές ότι αυτό που μέτρησε στην κυβερνητική επιλογή δεν ήταν υπέρτερες γνώσεις επί του ζητήματος ενός μηχανικού εργολάβου έναντι ενός οικονομολόγου, αλλά η διάθεση το ίδιο Μαξίμου να έχει άμεση και στενή εποπτεία των εξελίξεων στο συγκεκριμένο ζήτημα.
Μόνο που τα προβλήματα που αναδεικνύονται δεν αφορούν απλώς ζητήματα χειρισμών.
Το πλαστό αφήγημα της «καθαρής εξόδου»
Η ελληνική κυβέρνηση έχτισε ένα ολόκληρο στρατήγημα και αφήγημα πάνω στο να πετύχει πάση θυσία την «καθαρή έξοδο».
Αποδέχτηκε όλα τα μέτρα λιτότητας, συμφώνησε σε τεράστια πρωτογενή πλεονάσματα, αρνήθηκε να συζητήσει οποιαδήποτε μεταβατική χρηματοδοτική υποστήριξη, μόνο και μόνο για να πάει στις εκλογές ως η κυβέρνηση που έβγαλε τη χώρα από τα μνημόνια.
Υπερεκτίμησε μια αναπτυξιακή δυναμική που κυρίως στηριζόταν στον τουρισμό και στη δημιουργία θέσεων μερικής απασχόλησης, αγνοώντας τις πιο δομικές πλευρές της ελληνικής οικονομίας.
Την ίδια στιγμή υποτίμησε τους κινδύνους από τη συνολική κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας.
Με τον εμπορικό πόλεμο να είναι σε πλήρη εξέλιξη, με τα ζητήματα της κρίσης χρέους να επανέρχονται είτε στο κέντρο (Ιταλία), είτε στην περιφέρεια (Τουρκία, Αργεντινή), αλλά και με μια συνολικότερη τάση επενδυτικά κεφάλαια να επιστρέφουν από τις περιφερειακές εκλογές προς το τις ΗΠΑ και τις άλλες «σίγουρες» αγορές, η Ελλάδα θα συναντήσει μεγάλες δυσκολίες σε οποιαδήποτε «επιστροφή στις αγορές».
Ιδίως εάν αυτές βλέπουν ένα προβληματικό αναπτυξιακό μοντέλο χωρίς βάθος (η απορροφησιμότητα του ΕΣΠΑ που δεν γίνεται πραγματική ανάπτυξη δεν πείθει) και μια κυβέρνηση έτοιμη να αυτοσχεδιάσει με μόνο κριτήριο την εκλογική της επιβίωση και όχι τις απαιτήσεις της οικονομίας.