Ενάμιση δισ. ευρώ (ή 0,85% του ΑΕΠ της χώρας) ξόδεψαν το 2016 οι οικογένειες της χώρας μας για την εκπαίδευση των παιδιών τους, πέρα από τους φόρους που καταβάλλουν στο κράτος. Πρόκειται βέβαια για ιδιωτικές δαπάνες, σε περίοδο μάλιστα οικονομικής κρίσης, και για ένα σύστημα που λίγους στη χώρα μας ικανοποιεί. Η Ελλάδα καταλαμβάνει την τελευταία θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ ως προς την ικανοποίηση των πολιτών από την ποιότητα του εκπαιδευτικού συστήματος και των σχολείων.
Ετσι, στη χώρα μας ο κάθε μαθητής γυμνασίου ή λυκείου, στοιχίζει στο κράτος 3.200 ευρώ ετησίως και στην οικογένεια του άλλα 1.548 ευρώ ετησίως, σύνολο σχεδόν 5000 ευρώ (4.748).
Η συνολική ιδιωτική δαπάνη για την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα (1,5 δισ. ευρώ) αντιστοιχεί στο 38% της αντίστοιχης δημόσιας (3,9 δισ).
Πάντως, σε σύγκριση με τα αντίστοιχα στοιχεία του 2009, η μέση ετήσια δημόσια δαπάνη ανά μαθητή υποχώρησε κατά περίπου 1.400 ευρώ ή 30%, μείωση αναλογικά μεγαλύτερη από την υποχώρηση του ΑΕΠ της χώρας το ίδιο χρονικό διάστημα (21,3%).
Τα παραπάνω προκύπτουν από έρευνα του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών-Μάρκος Δραγούμης που παρουσιάστηκε σήμερα.
Όπως προκύπτει από αυτήν:
– Για το κράτος ή μέση ετήσια δημόσια δαπάνη ανά μαθητή (νηπιαγωγείο έως και λύκειο) το 2015 εκτιμάται σε περίπου 3.200 ευρώ.
– Για τους πολίτες η μέση ετήσια ιδιωτική δαπάνη ανά μαθητή δημοτικού σχολείου (εξαιρουμένων των διδάκτρων για ιδιωτικά σχολεία) το 2016 ήταν 315 ευρώ (έναντι 522 ευρώ το 2009 – μείωση 46%). Από αυτό το ποσό, το μεγαλύτερο μέρος αφορά ξένες γλώσσες (82%) και ακολουθούν τα φροντιστήρια και ιδιαίτερα μαθήματα (12%), και οι λοιπές δαπάνες (4%).
– Η μέση ετήσια ιδιωτική δαπάνη ανά μαθητή γυμνασίου ή λυκείου (εξαιρουμένων των διδάκτρων για ιδιωτικά σχολεία) το 2016 ήταν 1.548 ευρώ (έναντι 2.095 ευρώ το 2009 – μείωση 30%). Το ποσό αυτό επιμερίζεται σε φροντιστήρια και ιδιαίτερα μαθήματα (65%), ξένες γλώσσες (34%) και άλλες δαπάνες (1%).
Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, οι ιδιωτικές δαπάνες επιμερίζονται συγκεκριμένα στα φροντιστήρια (661 ευρώ), ιδιαίτερα μαθήματα (345 ευρώ) και τη διδασκαλία ξένων γλωσσών (522 ευρώ).
– Στα ιδιωτικά σχολεία η μέση δαπάνη ανά μαθητή ιδιωτικού σχολείου κυμάνθηκε το 2016 στα 4.245 ευρώ για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση (έναντι 5.977 ευρώ το 2009 – μείωση 29%) και στα 6.255 ευρώ για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (έναντι 7.796 ευρώ το 2009 – μείωση 20%).
– Η Ελλάδα βρίσκεται λίγο κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ ως προς το ποσοστό των δαπανών για την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση επί του ΑΕΠ.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στα μεγέθη που παρουσιάστηκαν δεν συμπεριλαμβάνεται το κόστος της απόσβεσης των κτηριακών εγκαταστάσεων των μονάδων δημόσιας εκπαίδευσης, το οποίο σύμφωνα με σχετική μελέτη του ΙΟΒΕ το 2013, εκτιμάται πως κυμαίνεται μεταξύ 70 και 372 ευρώ ετησίως.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν, η Ελλάδα βρίσκεται κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο των δημοσίων δαπανών ως ποσοστό του ΑΕΠ όσον αφορά την πρωτοβάθμια και την κατώτερη δευτεροβάθμια (γυμνασιακή) εκπαίδευση. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα αφιερώνει 1,2% του ΑΕΠ για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση (το ίδιο με την ΕΕ28) και 0,7% για την κατώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (έναντι 1% της ΕΕ28).
Αντιθέτως, οι ακαδημαϊκές επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών όπως αυτές καταγράφονται από την εκπαιδευτική έρευνα PISA του ΟΟΣΑ, απέχουν σημαντικά τόσο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο όσο και από τον μέσο όρο των κρατών-μελών του Οργανισμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι στον τελευταίο διαγωνισμό του 2015, η Ελλάδα κατετάγη 41η μεταξύ 72 χωρών στην κατανόηση κειμένου, και 43η στις φυσικές επιστήμες και τα μαθηματικά.
Λιγότερα σχολεία
Το 2014 λειτούργησαν στην Ελλάδα 12.831 δημόσιες σχολικές μονάδες. Σε σύγκριση με το 2001, ο αριθμός των σχολικών μονάδων έχει μειωθεί κατά 10,4%, τάση που όπως αναφέρεται στην έρευνα αναμένεται να συνεχιστεί με μεγαλύτερη ένταση καθώς βάσει των στοιχείων σχετικής έκθεσης της ΕΕ του 2015, ο αριθμός των Ελλήνων μαθητών ανά βαθμίδα αναμένεται μέχρι το 2030 να έχει μειωθεί κατά 22,3% στην πρωτοβάθμια, 14,5% στη γυμνασιακή και 9,8% στη λυκειακή εκπαίδευση.
Πάντως, οι επιστήμονες του Κέντρου Μελετών ανέφεραν ότι ενδεικτικό του μη ορθολογικού τρόπου διαχείρισης είναι πως ενώ κατά την περίοδο 2001-2014 το σύνολο των σχολικών μονάδων και του μαθητικού πληθυσμού μειωνόταν, το σύνολο του εκπαιδευτικού προσωπικού βάσει των στοιχείων έρευνας του Ινστιτούτου ΚΑΝΕΠ της ΓΣΕΕ του 2017 έφθασε το 2014 τους 151.016 εκπαιδευτικούς σημειώνοντας αύξηση 6,9% σε σχέση με το 2002.
Την αύξηση αυτή εξηγεί εν μέρει το δεδομένο ότι το 2014 το 9,3% των εκπαιδευτικών (14.047 εκπαιδευτικοί) βρισκόταν εκτός τάξης, απόντες ή αποσπασμένοι σε άλλες θέσεις. Έκτοτε, το ποσοστό αυτό εκτιμάται πως έχει μειωθεί ως αποτέλεσμα εφαρμογής μνημονιακών υποχρεώσεων της χώρας.
Παράλληλα αναφέρεται στην μελέτη ότι τα ελληνικά σχολεία είναι επίσης πολύ μικρότερα απ’ ό,τι στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Για παράδειγμα, το μέσο σχολικό μέγεθος στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι 279 μαθητές για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση (περίπου διπλάσιο απ’ ό,τι στην Ελλάδα) και 946 μαθητές για τα σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (περίπου 4.5 φορές μεγαλύτερα από τα αντίστοιχα ελληνικά σχολεία). Η διαφορά αυτή παραμένει σημαντική ακόμη και αν συνυπολογιστούν οι γεωγραφικές ιδιαιτερότητες της Ελλάδας, καθώς τόσο ο αριθμός των μεγάλων σχολείων (με περισσότερους από 400 μαθητές) όσο και αυτός των μικρών (με λιγότερους από 50) που λειτουργούν ως επί το πλείστον σε απομακρυσμένες περιοχές, είναι μικρός και δεν επηρεάζει ιδιαίτερα τον μέσο όρο. Έτσι:
– Στην Ελλάδα υπάρχουν 12.831 δημόσιες σχολικές μονάδες. Στη δημόσια εκπαίδευση (με έτος αναφοράς το 2014)φοιτούν 1.355.990 μαθητές. Ο μαθητικός πληθυσμός μειώθηκε κατά 5.2% την αντίστοιχη περίοδο (2001-2014).
– Το σύνολο του εκπαιδευτικού προσωπικού στη δημόσια εκπαίδευση έφθασε το 2014 τους 151.016 εκπαιδευτικούς.
– Καταγράφεται σημαντική μείωση των ιδιωτικών δαπανών λόγω μείωσης του οικογενειακού εισοδήματος (περίπου 40% στην Α/θμια και 30% στη Β/θμια εκπαίδευση)