Η τακτική λήψη ασπιρίνης μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο τόσο για καρκίνο των ωοθηκών, όσο και του ήπατος, σύμφωνα με δύο νέες αμερικανικές επιστημονικές μελέτες.
Η πρώτη μελέτη, με επικεφαλής τη δρα Μόλι Μπάρναρντ της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, που δημοσιεύθηκε στο αμερικανικό περιοδικό ογκολογίας «JAMA Oncology», στηρίχθηκε στην ανάλυση στοιχείων για 205.500 γυναίκες, από τις οποίες οι 1.054 είχαν διαγνωσθεί με καρκίνο των ωοθηκών.
Οι γυναίκες που έπαιρναν τακτικά ασπιρίνη σε δοσολογία μέχρι 100 μιλιγκράμ, είχαν 23% μικρότερο κίνδυνο για καρκίνο των ωοθηκών, σε σχέση με όσες δεν έκαναν χρήση ασπιρίνης. Δεν υπήρξε όμως το ίδιο όφελος για όσες έπαιρναν ασπιρίνη κανονικής δοσολογίας (325 μιλιγκράμ).
Η ασπιρίνη πιστεύεται ότι μειώνει τον κίνδυνο καρκίνου, επειδή μειώνει τη φλεγμονή στο σώμα. Από την άλλη όμως, διαπιστώθηκε ότι η μακρόχρονη λήψη άλλων μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων πιθανώς σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο του εν λόγω καρκίνου στις γυναίκες.
Η δεύτερη επιδημιολογική μελέτη, με επικεφαλής την δρα Τρέισι Σάιμον του Τμήματος Γαστρεντερολογίας του Γενικού Νοσοκομείου της Μασαχουσέτης, που δημοσιεύθηκε στο ίδιο περιοδικό ογκολογίας, δείχνει ότι η τακτική χρήση ασπιρίνης σε κανονική δοσολογία (τουλάχιστον δύο ταμπλέτες των 325 μιλιγκράμ την εβδομάδα) μπορεί να μειώσει κατά 49% τον κίνδυνο για ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα, ένα συχνό είδος καρκίνου του ήπατος.
Η μελέτη, που αφορούσε πάνω από 133.300 άτομα, δείχνει ότι ο κίνδυνος του εν λόγω καρκίνου μειώνεται όσο αυξάνεται η δοσολογία και η χρονική διάρκεια λήψης της ασπιρίνης (π.χ. μείωση κινδύνου κατά 59% για χορήγηση ασπιρίνης επί τουλάχιστον μία πενταετία), κάτι όμως που ενέχει κινδύνους αιμορραγίας στο γαστρεντερικό σύστημα.
Η κυριότερη αιτία για το ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα είναι η κίρρωση του ήπατος, που μπορεί να προκληθεί από ηπατίτιδα Β ή C, κατάχρηση αλκοόλ κ.α. Η ασπιρίνη δρα και εδώ προστατευτικά χάρη στην αντιφλεμονώδη προληπτική δράση της. Επίσης και αυτή η μελέτη δεν βρήκε κάποιο όφελος από τη λήψη άλλων μη στεροειδών αντιφλεμονωδών φαρμάκων (π.χ. ιμπουπροφέν).