Το πρώτο βραβείο καλύτερης ερευνητικής παρουσίασης απέσπασε η Α’ Ουρολογική Κλινική του ΑΠΘ για την επίδραση των κρουστικών κυμάτων στη στυτική δυσλειτουργία, στο συνέδριο SEEM 2018 της Ευρωπαϊκής Ουρολογικής Εταιρίας (European Association of Urology) που έγινε στο Βελιγράδι 21 -22 Σεπτεμβρίου 2018(σς: Τα κρουστικά κύματα μοιάζουν με υπέρηχο, δεν έχουν πόνο και η διάρκεια κάθε συνεδρίας είναι μισή ώρα). Η κλινική βραβεύτηκε για τυχαιοποιημένη μελέτη, που διήρκεσε 1,5 χρόνο και έγινε σε 96 άνδρες με μέση ηλικία τα 56 έτη. Όλοι από το Ουρολογικό Ιατρείο του Νοσοκομείου Γεννηματάς με πίεση ή σάκχαρο ή με συνδυασμό των δύο.
Όπως δήλωσε στο Πρακτορείο Fm ο Δημήτρης Χατζηχρήστου, Καθηγητής Ουρολογίας ΑΠΘ, Διευθυντής Α’ Ουρολογικής Κλινικής ΑΠΘ «Γ. Γεννηματάς», τα κρουστικά κύματα έχουν εφαρμοστεί την τελευταία 10ετία διεθνώς ως ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης του αιτίου της αγγειακής νόσου στο πέος. Η στυτική δυσλειτουργία αποτελεί το συχνότερο σεξουαλικό πρόβλημα στους άντρες, ιδιαίτερα μετά τη μέση ηλικία, αφού υπολογίζεται πως 1 στους 5 άνω των 60 πάσχει από οργανική στυτική δυσλειτουργία, και, μάλιστα σύμφωνα με τους ειδικούς, κατά 70% έχει αγγειακή αιτιολογία.
«Σημαντική η θεραπεία για τους διαβητικούς»
«Ενώ στην αρχή είχαμε παρατηρήσει ότι τα κρουστικά κύματα δημιουργούν κάποια καινούργια αγγεία (νεοαγγειογέννεση), τελικά μέσα από την έρευνα, μάθαμε ότι δραστηριοποιούν βλαστικά κύτταρα στους ιστούς», αναφέρει ο κ. Χατζηχρήστου.
Και προσθέτει: «Αυτό δίνει για πρώτη φορά τη δυνατότητα να έχουμε αναγεννητική πλέον παρέμβαση στους ιστούς των σηραγγωδών σωμάτων του πέους. Κάτι που σαφώς ανοίγει νέους ορίζοντες. Για τους διαβητικούς μάλιστα είναι πολύ σημαντική η εν λόγω μέθοδος, αφού με την αναγέννηση των ιστών γίνεται μία συντήρηση απώλειας που έχουν. Αυτά τα άτομα χάνουν λειτουργικά κύτταρα, οπότε πλέον έχουμε έναν μηχανισμό για να παρεμβαίνουμε, έτσι ώστε αυτοί οι ασθενείς να μην φτάνουν να έχουν κατεστραμμένους ιστούς».
Για πρώτη φορά μία μέθοδος συγκρίνεται με τα υπάρχοντα φάρμακα της στύσης
Είναι πρώτη φορά που μία θεραπεία συγκρίνεται με τα φάρμακα της στύσης, παρά το γεγονός ότι τα φάρμακα είναι μία συμπτωματική θεραπεία, τονίζει ο κ Χατζηχρήστου. «Δηλαδή ουσιαστικά παίρνεις το χάπι για να μπορείς να κάνεις σεξ, ενώ αναγεννώντας τους ιστούς βελτιώνεις την ικανότητα σου. Τα κρουστικά κύματα απευθύνονται σε όλους τους ασθενείς που έχουν ζαχαρώδη διαβήτη και καρδιαγγειακά νοσήματα (υπέρταση, στεφανιαία νόσο, υπερλιπιδαιμία)».
Όπως αναφέρει ο κ. Χατζηχρήστου από τις σχετικές μελέτες φαίνεται ότι για ασθενείς που ανταποκρίνονται στα χάπια για στυτική δυσλειτουργία, μετά από την εφαρμογή των κρουστικών κυμάτων, το 70% δεν θα τα χρειάζονται, και θα καταφέρνουν να έχουν ικανοποιητικές σεξουαλικές επαφές. Σε ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται στη θεραπεία με τα χάπια της στύσης από το στόμα, ένα ποσοστό περίπου 50-70% μετά την θεραπεία θα ανταποκρίνεται στα φάρμακα.
Ο υγιεινός τρόπος ζωής διατηρεί το αποτέλεσμα της θεραπείας
Και το ερώτημα που προκύπτει είναι αν κάποιες συνεδρίες λύνουν το πρόβλημα δια παντός ή θα πρέπει να γίνεται μία συντήρηση εφόρου ζωής. «Το πρόβλημα λύνεται προς το παρόν, γιατί ένας διαβητικός πχ δεν μένει σταθερός. Βέβαια αν προσέχει τη διατροφή του, δεν πίνει, δεν καπνίζει, ελέγχει το ζάχαρο ή συνυπάρχοντα νοσήματα όπως πχ υπέρταση, το αποτέλεσμα έχει δείξει ότι διατηρείται».
Σύμφωνα με τον κ. Χατζηχρήστου για κάποιον που έχει μικρό πρόβλημα το πρωτόκολλο είναι έξι συνεδρίες. Ένα πρόβλημα μέσης βαρύτητας χρειάζεται 12 συνεδρίες και σε σοβαρές περιπτώσεις γίνονται 18 ή ακόμα και 24 συνεδρίες. «Ο ιστός αναγεννιέται μέσα σε ένα τρίμηνο, αλλά από τον πρώτο μήνα βλέπει κανείς αποτέλεσμα. Και πλέον οι συνεδρίες μπορούν να γίνονται και τρεις φορές την εβδομάδα».
Και όταν το πρόβλημα βελτιωθεί και διευθετηθεί χρειάζεται επαναληπτική συνεδρία; είναι το επόμενο ερώτημα που τίθεται. «Υποθέτουμε, γιατί δεν έχουμε ακόμα δεδομένα, ότι η αναγέννηση των ιστών χρειάζεται ανάλογα με το γήρας. Μία μελέτη που έχει γίνει στο Ισραήλ και είναι η μόνη μακροχρόνια, έχει δείξει ότι αν κάποιος προσέχει όπως ανέφερα πιο πάνω, το αποτέλεσμα μπορεί να διατηρηθεί 5 και έξι χρόνια», καταλήγει ο κ. Χατζηχρήστου.