Το ζήτημα της διεκδίκησης γερμανικών πολεμικών επανορθώσεων επιβαρύνει εδώ και δεκαετίες τις ελληνογερμανικές σχέσεις. Οι Γερμανοί είχαν υποβάλει την Ελλάδα και τους πολίτες της σε απερίγραπτο μαρτύριο κατά της διάρκεια της Κατοχής. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν, οι κατακτητές απομύζησαν τη χώρα οικονομικά και κατέστρεψαν τις υποδομές της. Επιπλέον οι ναζί απέσπασαν αναγκαστικό δάνειο από την Τράπεζα της Ελλάδος, το οποίο υπολογίζεται με σημερινά δεδομένα σε περίπου 10 δις ευρώ. Αυτό παραμένει μέχρι και σήμερα ανεξόφλητο. Παρόλα αυτά το θέμα καταβολής αποζημιώσεων δεν υφίσταται για τη γερμανική κυβέρνηση.
Μετά από πρόσκληση του Προέδρου της Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλοπούλου, ο Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάγερ, θα πραγματοποιήσει επίσημη επίσκεψη στην Ελλάδα στις 11 και 12 Οκτωβρίου, για δεύτερη φορά μέσα σε ενάμιση χρόνο.
Στο πλαίσιο της επίσκεψής του ο κ. Σταϊνμαγερ θα συναντηθεί και με τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα στο Μέγαρο Μαξίμου, ενώ σύμφωνα με δημοσίευμα της διαδικτυακής έκδοσης της εφημερίδας Bild, η Αθήνα αναμένεται να εγείρει εκ νέου το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων.
Η Bild, επικαλούμενη τη μέχρι στιγμής απόρρητη έκθεση της ελληνικής βουλής, υποστηρίζει ότι οι αξιώσεις έναντι της Γερμανίας για επανορθώσεις, αποζημιώσεις και κατοχικό δάνειο ανέρχονται στα 376 δισ. ευρώ, τονίζοντας ότι ο Γερμανός πρόεδρος θα εκφράσει την πάγια θέση του Βερολίνου ότι το θέμα «έχει κλείσει πολιτικά και νομικά», αναφέρει δημοσίευμα της Deutsche Welle.
Ο γερμανός κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέφεν Ζάιμπερτ απάντησε σε ερώτηση της DW κατά την καθιερωμένη ενημέρωση των συντακτών χθες στο Βερολίνο επαναλαμβάνοντας την πάγια γερμανική θέση: «Η θέση μας είναι ότι το ζήτημα περί γερμανικών επανορθώσεων έχει διευθετηθεί οριστικά τόσο νομικά όσο και πολιτικά». Η γερμανική κυβέρνηση παραπέμπει πάντοτε σε δύο συνθήκες για να στηρίξει τη στάση της. Μία του 1960 ανάμεσα στη Γερμανία και σειρά ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, στο πλαίσιο της οποίας είχαν καταβληθεί στην Ελλάδα 115 μάρκα. Εκτός αυτού υπήρξε σύμφωνα με τη γερμανική πλευρά ένα «ευρύ σύστημα διατάξεων περί αποζημιώσεων», το οποίο ωφέλησε μεταξύ άλλων και την Ελλάδα. Η δεύτερη συμφωνία είναι η λεγόμενη Συνθήκη 2+4 μετά τη γερμανική Επανένωση το 1990, σύμφωνα με την οποία –κατά τη γερμανική πάντα πλευρά- δεν προβλέπεται καταβολή περαιτέρω επανορθώσεων.
Ο Στέφεν Ζάιμπερτ πρόσθεσε χθες επίσης ότι εκτός των άλλων, η ελληνική πλευρά δεν έχει καταθέσει ακόμη επίσημο αίτημα. Παρ’ όλα αυτά είναι γεγονός ότι στο διάστημα της πρωθυπουργίας του Αλέξη Τσίπρα από το 2015 υπήρξε μια σειρά από αναφορές και δηλώσεις σχετικά με την πρόθεση της ελληνικής πλευράς να διεκδικήσει επανορθώσεις από το Βερολίνο. Αφορμή για να τεθεί εκ νέου το ζήτημα είναι τώρα η επίσκεψη του γερμανού προέδρου Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ στην Αθήνα. Την πρόθεση της Ελλάδας να διεκδικήσει γερμανικές οφειλές γνωστοποίησε με δηλώσεις του και ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς κατά την επίσκεψή του στο Βερολίνο τον Σεπτέμβριο. Ο πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων Νίκος Βούτσης έχει ανακοινώσει ότι το θέμα θα συζητηθεί στην ολομέλεια της βουλής μετά τη δημοσιοποίηση της έκθεσης της διακομματικής επιτροπής για τη διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων. Οι απαιτήσεις της ελληνικής πλευράς ανέρχονται σύμφωνα με πληροφορίες της DW σε περίπου 300 δις ευρώ.
Φόβοι για νομικό προηγούμενο
Ποιες είναι όμως οι πιθανότητες της Ελλάδας να πετύχει τον στόχο της; Σύμφωνα με τον γερμανό νομικό επιστήμονα Ούλριχ Μπάτις, «η ελληνική πλευρά έχουν προσπαθήσει επανειλημμένα ενώπιον εθνικών και διεθνών δικαστηρίων. Μέχρι σήμερα δεν είχαν επιτυχία», λέει, για να προσθέσει ωστόσο ότι «δεν θα απέκλεια εντελώς το ενδεχόμενο να υπάρχουν πιθανότητες» για την Ελλάδα. Ο γερμανός νομικός επισημαίνει ότι στη Διάσκεψη του Λονδίνου το 1953, η γερμανική πλευρά είχε συμφωνήσει στο πλαίσιο της συνθήκης για το γερμανικό χρέος και είχε επιφυλαχθεί έναντι των εχθρών της στον πόλεμο να διευθετήσει τις πολεμικές οφειλές της οριστικά μετά την υπογραφή συνθήκης ειρήνης. Μετά τη γερμανική Επανένωση όμως η γερμανική πλευρά «συνειδητά απέφυγε να υπογράψει συνθήκη ειρήνης», εξηγεί ο Ούλριχ Μπάτις. Αντί συνθήκης ειρήνης, υπεγράφη η Συνθήκη 2+4 στην οποία βασίζεται και η γερμανική θέση ότι «εφόσον δεν υπάρχει συνθήκη ειρήνης δεν θα πάρετε τίποτα», εξηγεί ο γερμανός ειδικός.
Πάντως ο ίδιος δε συμμερίζεται ελληνικές αιτιάσεις περί νομικών τεχνασμάτων, τονίζοντας ότι η γερμανική πλευρά δεν επέβαλε τις θέσεις της και ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι υπέγραψαν τη Συνθήκη 2+4.
Γεγονός είναι ότι το Βερολίνο θέλει να αποφύγει να δημιουργηθεί νομικό προηγούμενο μέσα από την περίπτωση της Ελλάδας. Εάν η ελληνική πλευρά δικαιωνόταν, ενδέχεται δεκάδες άλλοι πρώην εχθροί κατά τον πόλεμο να προβούν σε παρόμοιες διεκδικήσεις. Η γερμανική κυβέρνηση παρατηρεί προσεκτικά ότι και στην Πολωνία καταβάλλονται προσπάθειες για διεκδίκηση επανορθώσεων. Πάντως ήδη έχουν υπάρξει επαφές ανάμεσα στην ελληνική και την πολωνική επιτροπή διεκδίκησης επανορθώσεων. Ο πρόεδρος της ελληνικής επιτροπής Τριαντάφυλλος Μηταφίδης αλλά και ο επικεφαλής της αντίστοιχης πολωνικής Αρκάντιους Μούλαρτσικ επιβεβαίωσαν στην DW ότι υπήρξαν συναντήσεις μεταξύ μελών των δύο επιτροπών. «Ορισμένα σημεία στην ελληνική έκθεση ήταν πολύ βοηθητικά για εμάς», δήλωσε ο κ. Μούλαρτσικ, προσθέτοντας ότι «η δική μας έκθεση θα είναι όμως πολύ ακριβέστερη». Εκπρόσωποι της πολωνικής επιτροπής μίλησαν σε συνάντηση στην Αθήνα και με τους δικηγόρους που είχαν εκπροσωπήσει παλαιότερα τα θύματα της ναζιστικής σφαγής στο Δίστομο. «Στην Πολωνία έχουμε χιλιάδες τέτοια χωριά», τόνισε ο Αρκάντιους Μούλαρτσικ στην DW.
Ακόμη υψηλότερες οι πολωνικές διεκδικήσεις
Η πολωνική επιτροπή διεκδίκησης εκτιμά το ύψος των γερμανικών οφειλών ανέρχεται σε 740 δις ευρώ περίπου. Ο επικεφαλής της προανήγγειλε τη δημοσιοποίηση της σχετικής έκθεσης στις αρχές του 2019. Τότε θα φανεί εάν η Πολωνία θα προβεί σε επίσημο αίτημα διεκδίκησης προς το Βερολίνο. Ο Αρκάντιους Μούλαρτσικ εκτιμά ότι η Γερμανία θα επιχειρούσε να διαχειριστεί ξεχωριστά τα αιτήματα για οφειλές και διατυπώνει μια σκέψη: «Σε περίπτωση που δεν μπορούμε να προχωρήσουμε, θα υπήρχε και η επιλογή μιας συνεργασίας με στόχο τη διεθνοποίηση του ζητήματος». Τότε θα μπορούσε να σκεφθεί κανείς τη δυνατότητα κοινών συνεννοήσεων, για παράδειγμα στο πλαίσιο πιθανών προσφυγών.
Πάντως είναι γεγονός ότι την αριστερή κυβέρνηση υπό τον ΣΥΡΙΖΑ και την εθνικιστική κυβέρνηση στη Βαρσοβία δεν συνδέουν πολλά κοινά. Όμως το ζήτημα των επανορθώσεων ανήκει στα λίγα κοινά που έχουν. Κοινό σημείο είναι επίσης το γεγονός ότι το θέμα των επανορθώσεων μπορεί να αποβεί επωφελές για τις κυβερνήσεις σε Ελλάδα και Πολωνία. Και στις δύο χώρες επίκεινται εθνικές εκλογές και το ζήτημα φαίνεται ότι μπορεί να δώσει «πόντους» στους κυβερνώντες τόσο σε Αθήνα όσο και σε Βαρσοβία.