Ο πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας Τόνι Μπλερ δήλωσε την Πέμπτη ότι θα συμβούλευε τους βουλευτές του Εργατικού Κόμματος να καταψηφίσουν τη συμφωνία για το Brexit, στην οποία η Τερέζα Μέι προσπαθεί να καταλήξει με την ΕΕ.
Λιγότερο από έξι μήνες πριν από την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ είναι ελάχιστα ξεκάθαρο πώς η πέμπτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο θα διεξάγει τις εμπορικές της συναλλαγές με την ΕΕ μετά το Brexit.
Ο Μπλερ, ο οποίος διετέλεσε πρωθυπουργός από το 1999 ως το 2007, δήλωσε ότι οι ψηφοφόροι θα πρέπει να έχουν την ευκαιρία ενός δεύτερου δημοψηφίσματος για την παραμονή ή όχι της χώρας στην ΕΕ καθώς διακρίνει ένα αδιέξοδο στη βρετανική πολιτική.
Αν η Μέι καταφέρει να συμφωνήσει με την ΕΕ θα πρέπει να περάσει την συμφωνία από το βρετανικό κοινοβούλιο, το οποίο είναι διχασμένο σε ό,τι αφορά το Brexit. Οι Εργατικοί έχουν αφήσει να εννοηθεί ότι θα καταψηφίσουν την όποια συμφωνία καταθέσει η πρωθυπουργός.
Ερωτηθείς από το Reuters αν θα συμβουλεύσει τους βουλευτές των Εργατικών να καταψηφίσουν μια πιθανή συμφωνία, ο Μπλερ απάντησε: “Είναι πραγματικά δύσκολο…όλες οι εναλλακτικές είναι χειρότερες γιατί αν όντως συναντήσει εμπόδιο (η συμφωνία) στο κοινοβούλιο, αυτό τότε δίνει τη δυνατότητα διεξαγωγής δεύτερου δημοψηφίσματος”.
Τόσο οι υποστηρικτές όσο και οι πολέμιοι του Brexit συμφωνούν ότι το “διαζύγιο” είναι η πιο σημαντική γεωπολιτική κίνηση της Βρετανίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρότι φαντάζονται εντελώς διαφορετικό το μέλλον που διαγράφεται για την 2,9 τρισ δολαρίων οικονομία της χώρας.
Ο Μπλερ έχει επανειλημμένως κάνει έκκληση για απόσυρση του Brexit απηχώντας τις απόψεις άλλων επικριτών όπως του γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν και του δισεκατομμυριούχου επενδυτή Τζορτζ Σόρος, που υποστηρίζουν ότι ακόμη και τώρα η χώρα μπορεί να αλλάξει γνώμη.
Σύμφωνα με τον Μπλερ, αν πραγματοποιηθεί το Brexit, η οικονομική αναταραχή θα είναι τέτοια που το Ηνωμένο Βασίλειο θα πρέπει να πείσει τους επενδυτές ότι η χώρα είναι ο καλύτερος τόπος για επιχειρηματικές συναλλαγές.
Ο πρώην πρωθυπουργός αναφέρθηκε και στην υπόθεση της εξαφάνισης του σαουδάραβα δημοσιογράφου, την οποία χαρακτήρισε “υπερβολικά ανησυχητική” και αντίθετη με το πνεύμα των μεταρρυθμίσεων που υπερασπίζεται ο σαουδάραβας πρίγκιπας διάδοχος Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν.
“Αναμφίβολα, όπως έχουν καταστήσει σαφές η αμερικανική και η βρετανική κυβέρνηση, αυτή είναι μια υπερβολικά ανησυχητική κατάσταση. Γνωρίζω ότι η σαουδαραβική κυβέρνηση έχει εκδώσει μια πολύ ισχυρή διάψευση αλλά η υπόθεση θα πρέπει να διερευνηθεί ενδελεχώς και να δοθούν εξηγήσεις. Το ζήτημα θα πρέπει να επιλυθεί γιατί διαφορετικά θα είναι εντελώς αντίθετο με την διαδικασία εκσυγχρονισμού”.