Στις 12 Οκτωβρίου 1944 χιλιάδες κόσμου πανηγύριζαν στους δρόμους της Αθήνας για το τέλος της γερμανικής κατοχής.
Την ιστορική εκείνη ημέρα, ο αθηναϊκός λαός παρακολούθησε την κατάθεση στεφάνου από τον επικεφαλής των αποχωρούντων Γερμανών μαζί με τον κατοχικό (διορισμένο) δήμαρχο στο μνημείο του άγνωστου στρατιώτη. Όταν οι Γερμανοί εγκατέλειψαν το χώρο της Πλατείας Συντάγματος, το πλήθος ποδοπάτησε το στεφάνι και στη συνέχεια εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι ξέσπασαν σε αλαλαγμούς χαράς, γιορτάζοντας τη μεγάλη στιγμή που περίμεναν να έλθει τριάμισι ολόκληρα χρόνια.
Σε αντίθεση με τις περισσότερες Ευρωπαικές χώρες όπου υπήρξε μαζική άνευ δίκης τιμωρία των δοσίλογων, στην Αθήνα επικράτησε τάξη και ησυχία. Όπως πιστοποιεί και έγγραφο της βρετανικής Force 133 τη νύχτα της 12ης Οκτωβρίου: “Απόλυτη ησυχία παντού. Καμία ταραχή και οι δρόμοι σχεδόν άδειοι. Ο ΕΛΑΣ και άλλα όργανα περιπολούν με τάξη”.
Η αποχώρηση
Το πρωΐ (8:00 π.μ.) της 12ης Οκτωβρίου 1944 ο στρατηγός Φέλμι συνοδευόμενος από το δήμαρχο Αθηναίων Γεωργάτο κατάθεσε ένα στεφάνι στον Άγνωστο Στρατιώτη, ενώ ήδη οι μηχανοκίνητες φάλαγγες των γερμανών εγκατέλειπαν από νωρίς την Αθήνα διαμέσου της Ιεράς Οδού. Στις 9:15 π.μ. η γερμανική φρουρά της Ακρόπολης προχώρησε στην υποστολή της ναζιστικής σημαίας έπειτα από συνολικά 1.624 μέρες κατοχής (ή 3,5 έτη, που μεσολάβησαν από τον Απρίλιο του 1941 έως εκείνη την ημέρα) και ένας στρατιώτης τύλιξε βιαστικά το σύμβολο της κατοχής και αποχώρησε από τον Ιερό Βράχο. Ακολούθησαν συγκρούσεις μεταξύ ΕΛΑΣ και Ελλήνων εργατών με τους ναζί δολιοφθορείς, που απέτρεψαν την καταστροφή του εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος στο Κερατσίνι. Από την άλλη, σημαντικό τμήμα του λιμανιού του Πειραιά ανατινάχθηκε από τους αποχωρούντες γερμανούς.
Η μάχη των διαδηλώσεων
Στις 15 Οκτώβρη 1944 (ημερομηνία κατά την οποία τα πρώτα βρετανικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στον Πειραιά) οργανώθηκε διαδήλωση από τις εθνικιστικές οργανώσεις η οποία χτυπήθηκε στη περιοχή της Ομόνοιας από οπαδούς του ΕΑΜ οι οποίοι λύντσαραν και προπηλάκισαν μέλη των εθνικιστικών οργανώσεων[3]. Η απάντηση δεν άργησε να έρθει όταν μέλη διαδήλωσης του ΕΑΜ πυροβολήθηκαν με αποτέλεσμα δεκάδες νεκρούς και τραυματίες από ένοπλους που είχαν καταλύσει στα ξενοδοχεία της περιοχής[4]. Παρόλους τους νεκρους της η εαμική αντίδραση παρέμεινε στο πλαίσιο της καταγγελίας, χωρίς αντίποινα[5]. Από τα πυρά σκοτώθηκαν τουλάχιστον επτά μέλη εαμικών οργανώσεων και τραυματίστηκαν 82[6]. Το ΚΚΕ μέσω του Ζεβγού προσπάθησε και κατάφερε να αποφευχθούν οι αντεκδικήσεις των μελών του ΕΑΜ.
Είσοδος της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας στην Αθήνα
Στις 18 Οκτωβρίου του 1944 έφτασε στην Αθήνα, μαζί με βρετανικές δυνάμεις υπό το στρατηγό Σκόμπυ και τους άνδρες του “Ιερού Λόχου” της Μέσης Ανατολής, ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου με μέλη της κυβέρνησης και τους Σπηλιωτόπουλο, Ζέβγο, οι οποίοι έσπευσαν στην Ακρόπολη υψώνοντας σε πανηγυρικό κλίμα τη γαλανόλευκη. Την ελληνική σημαία παρέδωσε στον πρωθυπουργό ο νέος δήμαρχος, της απελευθερωμένης πια πόλης Αριστείδης Σκληρός παρουσία του βρετανού πρεσβευτή Λίπερ και του αντιναύαρχου Μάνσφιλντ. Αντίθετα, στις ανταρτικές δυνάμεις δεν επιτράπηκε η είσοδος στην πρωτεύουσα, πλην ενός μικρού τμήματος του 34ού συντάγματος του ΕΛΑΣ υπό τον λοχαγό Απόστολο Κοκμάδη το οποίο παραστάθηκε συμβολικά στην τελετή. Εν συνεχεία η πομπή των επισήμων κατευθύνθηκε στη Μητρόπολη, όπου τελέσθηκε δοξολογία και ακολούθησε ο “λόγος της Απελευθέρωσης” από τον πρωθυπουργό, ο οποίος εκφωνήθηκε από κτίριο της Πλατείας Συντάγματος προς ένα σχεδόν παραληρούν ακροατήριο, το οποίο κραύγαζε συνθήματα για “λαοκρατία”, “τιμωρία των δωσιλόγων” κ.λ.π. Ο Παπανδρέου απέφυγε να εκδηλώσει τις σαφείς προθέσεις του επί του πολιτειακού ζητήματος.
Το κενό εξουσίας
Στις τρεις ημέρες που μεσολάβησαν μεταξύ της γερμανικής αποχώρησης και της άφιξης των πρώτων βρετανικών μονάδων στο λιμάνι του Πειραιά, στην Αθήνα την εξουσία ασκούσε “σκιωδώς” ο διοικητικής της Αστυνομίας Άγγελος Έβερτ, υπό την ανοχή των υπολοίπων παραγόντων. Το ΕΑΜ και το ΚΚΕ δεν εξεδήλωσαν την πρόθεση να καταλάβουν βίαια την ελληνική πρωτεύουσα (όπως διέθεταν τη στρατιωτική δυνατότητα). Αντίθετα, υπάρχουν αποδείξεις [7] [8] ότι ο βρετανικός παράγων, εκφρασμένος με την πολιτική του Ουίνστον Τσώρτσιλ, επεδίωξαν από πολύ πριν την διάσπαση των ελληνικών αντιστασιακών οργανώσεων για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους, δηλαδή για να επιβάλλουν στη μεταπολεμική Ελλάδα το καθεστώς της αρεσκείας τους.