Μετά την μεγάλη επιτυχία της παράστασης «Η Απολογία της Μαρί Κιουρί» κατά την περασμένη σεζόν έρχεται και πάλι στο Θέατρο Σταθμός κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή έως τις 28 Οκτωβρίου (Βίκτωρος Ουγκώ 55, Μεταξουργείο, τηλ. 2114036322, είσοδος 5-12 ευρώ) σε σκηνοθεσία και δραματουργική επεξεργασία Κίρκης Καραλή. Στο ρόλο της Μαρί Κιουρί η Πέγκυ Τρικαλιώτη.

Η παράσταση φέρνει στο προσκήνιο την άγνωστη, στο ευρύ κοινό, ιστορία μιας σημαντικής γυναίκας της παγκόσμιας Ιστορίας. Τα όνειρα, την καριέρα, το αποτύπωμά της στην επιστήμη, τους έρωτες και τη σχέση με τις κόρες της.

Ένα ερωτικό σκάνδαλο, στο Παρίσι του 1911, γίνεται αφορμή για να κινδυνέψει μια επιστήμονας, να μην πάρει ένα Νόμπελ. Πρωταγωνιστές σ’ αυτό το σκάνδαλο, η Μαρί Κιουρί και ο Πωλ Λανζεβάν, επίσης επιστήμονας, παλιός μαθητής του άντρα της, Πιέρ Κιουρί, και παντρεμένος. Ο γαλλικός Τύπος αποσιώπησε τη δεύτερη απονομή της, του Νόμπελ Χημείας, και η γαλλική κοινωνία την κατέκρινε ξεχνώντας την μεγαλειώδη προσφορά της

Αυτό το πραγματικό γεγονός, γίνεται εφαλτήριο για μια παράσταση που διαδραματίζεται σε μια δικαστική αίθουσα. Εκεί διεξάγεται η φανταστική δίκη της Μαρί και της δίνεται η ευκαιρία για μια απολογία. Και η καλύτερη απολογία δεν είναι άλλη από τη διήγηση της ζωής της. Τα πρώτα χρόνια στην υπό τσαρική κατοχή Βαρσοβία, οι σπουδές στη Σορβόνη, η ραδιενέργεια, το πρώτο Νόμπελ… Η Μαρί στο εδώλιο, σε μια συνθήκη κατάφωρης αδικίας, ξετυλίγει με συγκίνηση και ένταση τη δική της προσωπική ιστορία αποδεικνύοντας πως ο δρόμος των ιδεολόγων του πλανήτη, ειδικά των γυναικών, δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα.

Το κείμενο της Ευσταθίας παίρνει ως αφορμή τη βιογραφία της Μαρί Κιουρί, που είναι γραμμένη από την κόρη της Εύα, συγκεντρώνοντας παράλληλα καταγεγραμμένες πληροφορίες της ιστορικής πραγματικότητας σε συνδυασμό με στοιχεία μυθοπλασίας, που αναδεικνύουν, με ευαισθησία, τις άγνωστες πτυχές μιας θηλυκής προσωπικότητας (ερευνήτριας, επαγγελματία, συζύγου, μητέρας, ερωμένης), που μας αφορά ακόμη και σήμερα. Μια γυναίκα, που ήδη, στις αρχές του περασμένου αιώνα, προσπάθησε να απαλλαγεί από τα στερεότυπα που η κοινωνία θέλησε για την ίδια.

Στην δεύτερη σεζόν λοιπόν της παράστασης, η Κίρκη Καραλή μιλάει στα «Νέα» για τις προκλήσεις της επανάληψης, τη ζωή της Μαρί Κιουρί και τον φεμινιστικό αέρα που τη διαπνέει.

Σ’ αυτή τη δεύτερη σεζόν της παράστασης, τι προκλήσεις αντιμετωπίζετε;

Η αλήθεια είναι πως πρόκειται για μία δύσκολη παράσταση για την ηθοποιό [Πέγκυ Τρικαλιώτη]. Σωματικά καλείται να κάνει αρκετά επίπονα πράγματα, ενώ συγχρόνως πρέπει να ανταποκριθεί σε πολύ γρήγορες εναλλαγές διάθεσης. Πέρα απ’ αυτό, όμως, δεν νομίζω πως υπάρχει κάποια πρόκληση, αφού ήδη η παράσταση παίζεται για δεύτερη χρονιά.

Πόσο δύσκολο ή εύκολο είναι να αναβιώνει στη σκηνή η ζωή ενός υπαρκτού προσώπου και όχι ενός φανταστικού;

Η Πέγκυ είχε πει ότι αισθάνεται ευθύνη, σχεδόν φόβο μην και πει ή κάνει κάτι το οποίο δεν θα αντιπροσώπευε την Κιουρί. Είχε, στις πρόβες, την αγωνία μήπως την προδώσει σε κάτι. Θεωρώ ότι συνέβη το ανάποδο: την δικαίωσε. Φώτισε όλα τα  σημεία του χαρακτήρα της που οι περισσότεροι από εμάς δεν γνωρίζαμε. Το ενδιαφέρον, κατά τη γνώμη μου, με την αναβίωση επί σκηνής ενός υπαρκτού προσώπου είναι πως έχεις μια μεγάλη δεξαμενή στοιχείων προς αξιοποίηση. Το ιστορικό, το κοινωνικό, το πολιτικό πλαίσιο, ακόμη και το μέρος που έζησε το πρόσωπο, έχουν να σου δώσουν τρομερή έμπνευση. Ακόμη, μπορείς να αξιοποίησεις τη γνώμη -καλή ή κακή- των άλλων γι’ αυτό το πρόσωπο. Κι επειδή με το φίλτρο του θανάτου, ορισμένα πράγματα αναδεικνύονται περισσότερο κι άλλα αποσιωπούνται, σου δίνεται η ευκαιρία να του πας κόντρα (του θανάτου), φωτίζοντας πιο πολύ αυτά που θεωρείς εσύ χαμένους θησαυρούς.

Μέσα από την παράσταση επιχειρείτε να αποκαταστήσετε τις αδικίες που έχει υποστεί η Μαρί Κιουρί στην πορεία της ζωής και της καριέρας της;

Εμείς δεν προσπαθούμε να αποκαταστήσουμε τίποτα. Εκείνη το επιχείρησε, όσο ζούσε, και το κατάφερε. Η Κιουρί είναι απλώς μια αφορμή για να βρεθούμε εμείς, γυναίκες και άντρες -δεν έχει καμία διαφορά- απέναντι σε στερεότυπα που άλλοι όρισαν για εμάς και να τα καταρρίψουμε. Αυτή η μεγάλη επιστήμονας απλώς μας υπενθυμίζει τι είναι ευτυχία και πως μπορούμε να τη βρούμε, χωρίς να δίνουμε σημασία στους άλλους, ό,τι κι αν νομίζουν για εμάς. Η Μαρί Κιουρί είχε την τύχη να υπάρξει ταλαντούχα, δημιουργική, εμπνευσμένη, εργασιομανής, οραματίστρια, πρωτοποριακή, συγχρόνως σύζυγος, μητέρα, ερωμένη, κόρη και μαζί Νομπελίστρια, δοξασμένη και αδικημένη. Μια γεμάτη ζωή, με στιγμές απόλυτης θλίψης και τεράστιας χαράς. Μέσα από τα δικά της μάτια, μπορούμε να δούμε και τις δικές μας ζωές και να κάνουμε την προσωπική μας αποτίμηση. Κι αν χρειάζεται, να αγωνιστούμε κι εμείς, προκειμένου να δικαιωθούμε.

Μιας και είναι μια παράσταση από γυναίκες για γυναίκα, την διαπνέει κατά κάποιο τρόπο μια φεμινιστική διάθεση;

Σίγουρα υπάρχει μια φεμινιστική παράμετρος, όταν μιλάμε -ανάμεσα σε άλλες πρωτιές – για την πρώτη γυναίκα που κέρδισε βραβείο Νόμπελ. Όμως, η Κιουρί είναι κι ο πρώτος άνθρωπος που κέρδισε δύο Νόμπελ κι ο μοναδικός μέχρι σήμερα άνθρωπος που πήρε Νόμπελ για δύο διαφορετικές επιστήμες (Φυσικής και Χημείας). Άρα, δεν έχει σημασία το φύλο. Έχει σημασία το όραμά της και το πάθος που είχε για την εργασία της. Ένιωθε, ήταν και το εισέπραττε ίση ανάμεσα σε ίσους, όταν βρισκόταν σε μεγάλα επιστημονικά συνέδρια, μεταξύ ανδρών. Δεν νομίζω πως κανένα απ’ τα φωτισμένα μυαλά της εποχής (όπως ο Άινσταιν, ο Μπεκερέλ, ο Πλανκ) ασχολήθηκε ποτέ με το φύλο της. Μόνο η Σουηδική Ακαδημία ασχολήθηκε όταν παραλίγο να μην της δώσει το δεύτερο Νόμπελ, εξαιτίας ενός ερωτικού σκανδάλου που ξέσπασε στο Παρίσι την ίδια στιγμή. Αυτή την ψευτοηθική που κοιτάζει το φύλο (γιατί αν ήταν άνδρας, τότε, κανείς δεν θα το συζητούσε) προσπαθεί η “Απολογία της Μαρί Κιουρί” να καταδείξει. Σημασία έχει ο άνθρωπος, το πνεύμα του και το όραμά του, κι όχι το στερεότυπο που χτίζουμε εμείς γύρω απ’ αυτόν.

Στο τέλος της παράστασης, το κοινό με ποια αίσθηση μένει για την Μαρί Κιουρί; Φαίνεται τελικά η γυναίκα πίσω από την επιστήμονα; Γιατί η ζωή της δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή στους πολλούς.

Πρώτα απ’ όλα πιστεύω ότι νομίζουν πως η Πέγκυ είναι η Μαρί. Μαθαίνουν τόσα πολλά για τόσες πολλές πτυχές της, που δεν βλέπουν απλώς μια επιστήμονα, αλλά ένα πλήρες πρόσωπο. Δεύτερον αισθάνομαι ότι όλοι θα την ήθελαν για φίλη τους, για μητέρα ή κόρη τους, για συνάδελφο ή ερωμένη τους. Αναπτύσσεται μια μεγάλη οικειότητα, τόσο που υπάρχουν στιγμές που θέλεις να την αγκαλιάσεις, να της σκουπίσεις τα δάκρυα, να της πεις “έλα εδώ βρε κορίτσι μου, δεν πειράζει, πάμε παρακάτω” ή να πεις στους επικριτές της “αφήστε την ήσυχη επιτέλους!”. Όταν βλέπω την παράσταση, κρυφακούω τα σχόλια των θεατών όσο την παρακολουθούν. Αντιδρούν λες και τους μιλάει μια φίλη τους. Πότε με λόγια, πότε με επιφωνήματα και πότε με δάκρυα. Κι αυτή η σχέση, αυτή η σύνδεση, είναι ο λόγος που το θεάτρο δεν θα πεθάνει ποτέ, όσο Netflix κι αν δούμε.