Η πρόσβαση σε ηλεκτροδότηση, το ασφαλές πόσιμο νερό, ο πληθωρισμός, η αναλογία μαθητών-δασκάλων στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, η εγχώρια χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα και το χρηματοδοτικό κενό είναι οι τομείς στους οποίους η Ελλάδα συγκεντρώνει τη μέγιστη βαθμολογία στη Διεθνή έκθεση ανταγωνιστικότητας του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα κατατάσσεται στην 57η θέση μεταξύ 140 χωρών. Αυτό αναφέρεται στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων του ΣΕΒ το οποίο σημειώνει ότι καλές επιδόσεις καταγράφει επίσης η χώρα μας στους τομείς των ανθρωποκτονιών, του κόστους έναρξης επιχείρησης, της τρομοκρατίας και των αιτήσεων κατοχύρωσης εμπορικού σήματος.
Στον αντίποδα, σύμφωνα με την ανάλυση που περιλαμβάνεται στο δελτίο, οι δέκα χειρότερες επιδόσεις της Ελλάδας καταγράφονται στους τομείς: Χρηματοδότηση μικρομεσαίων επιχειρήσεων, διοικητικό βάρος ρυθμιστικού περιβάλλοντος, κεφαλαιοποίηση αγοράς, δυνατότητα ένστασης σε θέματα ρυθμιστικού περιβάλλοντος, αποτελεσματικότητα νομικού πλαισίου για την επίλυση διαφορών, ετοιμότητα κράτους για την αντιμετώπιση αλλαγών που φέρνει το μέλλον, διαθεσιμότητα κεφαλαίων υψηλού κινδύνου, ποιότητα ερευνητικών κέντρων, ποιότητα στη διαχείριση της γης και δικαιώματα εργαζομένων, όπου η βαθμολογία είναι μηδέν. Ο ΣΕΒ επισημαίνει ωστόσο ότι πηγή της αξιολόγησης είναι η «μεροληπτική και εκτός πραγματικότητας αξιολόγηση που περιλαμβάνεται στο ITUC (International Trade Union Confederation) Global Rights Index 2018».
Σύμφωνα με την ανάλυση του ΣΕΒ, η Ελλάδα υστερεί έναντι άλλων χωρών της ΕΕ-28, κυρίως στους δείκτες που αντικατοπτρίζουν την ποιότητα του θεσμικού περιβάλλοντος, τη δυνατότητα ανάπτυξης καινοτομίας και την κατάσταση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, και δευτερευόντως, αλλά εξίσου σημαντικό, στο επιχειρηματικό περιβάλλον και την υιοθέτηση τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών. Αντιθέτως, στις υποδομές, την εκπαίδευση και τις δεξιότητες, η απόσταση που μας χωρίζει από το μέσο όρο της ΕΕ-28 είναι μικρότερη.
«Η γενικότερη εικόνα της χώρας μας αναδεικνύει ένα ασθενές θεσμικό περιβάλλον και υστερήσεις στον τομέα της ανάπτυξης καινοτομίας. Αν μάλιστα συνδυαστούν οι παράγοντες αυτοί με την έλλειψη χρηματοδοτικών πόρων λόγω της κατάστασης που βρίσκεται σήμερα το τραπεζικό σύστημα, εξηγείται σε μεγάλο βαθμό η καθήλωση της επενδυτικής και της αναπτυξιακής δυναμικής της χώρας σε χαμηλά επίπεδα, με ανεπαρκείς δράσεις για την ενσωμάτωση της υψηλής τεχνολογίας και της εξωστρέφειας στην παραγωγική διαδικασία», αναφέρει ο ΣΕΒ. «Στην κατάσταση αυτή, συμβάλλουν και υστερήσεις στις αγορές εργασίας (ανεπαρκής ευελιξία) και προϊόντων (ανεπαρκής ανταγωνισμός). Με αυτά τα δεδομένα, η καταγραφόμενη έλλειψη δυναμικής κουλτούρας που θα αναλαμβάνει υψηλούς επιχειρηματικούς κινδύνους, δεν θα πρέπει να ξαφνιάζει κανέναν, ιδίως εάν ληφθεί υπόψη το θεσμικό χάσμα και το καθεστώς υπερφορολόγησης στο οποίο λειτουργούν οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα».
Σε σχέση εξάλλου με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, σύμφωνα με τα οποία η ανάπτυξη το 2017 αναθεωρήθηκε σε 1,5% από 1,4%, που ήταν η προηγούμενη εκτίμηση, ο ΣΕΒ επισημαίνει ότι είναι αποτέλεσμα κυρίως της αναθεώρησης των στοιχείων για την ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση αλλά και ότι «η αναμενόμενη ισχυρή ανάκαμψη το 2018, και κυρίως της ιδιωτικής κατανάλωσης, μάλλον υπερεκτιμάται και οι εκτιμήσεις για το 2018 που περιλαμβάνονται στο προσχέδιο του Προϋπολογισμού (ΑΕΠ +2,1% και ιδιωτική κατανάλωση +1%) ενδέχεται να μην επιβεβαιωθούν λόγω επίδρασης βάσης, καθώς οι μετρήσεις του 2018 συγκρίνονται πλέον με τα υψηλότερα μεγέθη του 2017».