Ως το αποκορύφωμα της σημερινής τελετής παράδοσης- παραλαβής στο ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η ανακοίνωση του Νίκου Κοτζιά (με τη συμφωνία του Αλέξη Τσίπρα όπως διευκρίνισε), σχετικά με την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων (αιγιαλίτιδα ζώνη) στο Ιόνιο, από τους Οθωνούς μέχρι τα Αντικύθηρα, στα 12 ναυτικά μίλια. Τι ακριβώς όμως σημαίνει πρακτικά κάτι τέτοιο; Γιατί από τη στιμή της εν λόγω ανακοίνωσης ακολούθησαν έντονες αντιδράσεις από την πλευρά της αντιπολίτευσης;
Ο κ. Κοτζιάς υποστήριξε ότι αυτό θα μας διευκολύνει και στη χάραξη της ΑΟΖ με την Ιταλία και την Αλβανία, αν και ο τρόπος υπολογισμού της ΑΟΖ είναι διαφορετικός, μιας που αφορά τα 200 ν.μ. ή τη μέση γραμμή όπου οι αποφάσεις είναι μικρότερες.
Υποθέτουμε ότι αυτό που εννοούσε είναι ότι επιλέγεται τελικά η χάραξη να γίνει με βάση όχι τη φυσική γραμμή βάσης (δηλ. την ακτογραμμή), αλλά τη μέθοδο των ευθειών γραμμών βάσης, όπου αυτό επιτρέπεται, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για τον αντίστοιχο υπολογισμό και της ΑΟΖ.
Πάντως ούτως ή άλλως με τις γειτονικές χώρες, δηλαδή την Ιταλία και την Αλβανία δεν είχαμε διαφορά ως προς τα χωρικά ύδατα και μόνο η Αλβανία είχε εγείρει ενστάσεις το 2009 ως προς τον υπολογισμό των ορίων της υφαλοκρηπίδας. Επιπλέον, η ελληνική κίνηση μπορεί να οριστεί και με βάση την αρχή της αμοιβαιότητας στο Διεθνές Δίκαιο, καθώς τόσο η Ιταλία όσο και η Αλβανία (στο τμήμα που αντικρίζει τους Οθωνούς) έχουν ήδη επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη τους στα 12 μίλια. Μάλιστα, Ελλάδα και Ιταλία έχουν οριοθετήσει τις υφαλοκρηπίδες με βάση την αρχή της μέσης γραμμής και με πλήρη αναγνώριση των νησιών ήδη από το 1977.
Τα 12 μίλια στο Αιγαίο και το casus belli
Υπενθυμίζουμε ότι το διεθνές δίκαιο, εν προκείμενο η Συνθήκη για το Δίκαιο της Θάλασσας έχει αναγνωρίσει ως αναφαίρετο δικαίωμα των κρατών την επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ν.μ. Όμως, η Τουρκία υποστηρίζει ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να ασκήσει αυτό το κυριαρχικό της δικαίωμα μια που αυτό θα «έκλεινε» κάθε τουρκική πρόσβαση στη θάλασσα και δεν αρκείται στην εξασφάλιση της αβλαβούς διέλευσης και της διευκόλυνσης της ναυσιπλοΐας.
Κατά την επικύρωση της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, η Ελλάδα προέβη σε δήλωση σύμφωνα με την οποία «ο χρόνος και ο τόπος άσκησης των εν λόγω δικαιωμάτων (…) είναι ένα ζήτημα που απορρέει από την εθνική της στρατηγική». Επιπλέον το άρθρο 2 του Ν.2321/1995, κυρωτικού της Σύμβασης του Δικαίου της Θάλασσας, προβλέπει ότι «η Ελλάδα έχει το αναφαίρετο δικαίωμα κατ’ εφαρμογή του άρθρου 3 της κυρουμένης Συμβάσεως να επεκτείνει σε οποιονδήποτε χρόνο το εύρος της χωρικής θάλασσας μέχρι αποστάσεως 12 ν. μιλίων».
Από τη μεριά της η Τουρκία, με απόφαση της Εθνοσυνέλευσής της (8/6/1995), μόλις τέθηκε σε ισχύ η Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας, εξέδωσε το γνωστό «casus belli» και έκτοτε θεωρεί ως αιτία πολέμου την επέκταση στα 12 μίλια των ελληνικών χωρικών υδάτων.
Από τη μεριά τους όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις υποστήριξαν ότι τα 12 μίλια αποτελούν αναφαίρετο κυριαρχικό δικαίωμα, όμως δεν προχώρησαν στην επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης στο Αιγαίο.
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι με αυτό τον τρόπο εμμέσως συνέδεσαν και το θέμα αυτό με την προοπτική μιας συνολικής διαπραγμάτευσης που θα αφορούσε το σύνολο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, άρα υφαλοκρηπίδα, «γκρίζες ζώνες» κ.λπ.
Με έναν τρόπο, η τακτική αυτή αναλογούσε σε μια προσπάθεια αναζήτησης μιας ισορροπίας ανάμεσα στην μη απεμπόληση του συγκεκριμένου κυριαρχικού δικαιώματος και τη ρεαλιστική παραδοχή ότι αυτό μόνο στο πλαίσιο μιας συνολικότερης ρύθμισης μπορούσε να κατοχυρωθεί, μια που διαφορετικά το κόστος θα ήταν μεγάλο.
Σοβαρά ερωτηματικά για την πρωτοβουλία Κοτζιά – Τσίπρα
Σε αυτό το πλαίσιο, γεννώνται σοβαρά ερωτηματικά για τη σκοπιμότητα της ελληνικής πρωτοβουλίας με τους όρους τους οποίους γίνεται.
Προφανώς και είναι αναφαίρετο ελληνικό δικαίωμα, ενώ δεν πρόκειται να υπάρξουν προστριβές, όπως αναφέραμε, προστριβές με τις συγκεκριμένες γειτονικές χώρες.
Όμως, με το να προχωρά σε τμηματική επέκταση των χωρικών υδάτων, η Ελλάδα είναι ως να παραδέχεται ότι το συγκεκριμένο κυριαρχικό δικαίωμα είναι υπό διαπραγμάτευση και ότι δεν ισχύει παντού και πάντα με τον ίδιο τρόπο.
Γιατί είναι ένα πράγμα μια χώρα να υποστηρίζει ότι έχει ένα κυριαρχικό δικαίωμα, αλλά στο όνομα της καλής γειτονίας και του διαλόγου να μην το εφαρμόζει και είναι άλλο πράγμα η ίδια αυτή η χώρα να αποδέχεται ότι αυτό το κυριαρχικό δικαίωμα δεν έχει την ίδια εφαρμογή σε όλη την επικράτειά της. Γιατί αυτό προκύπτει αβίαστα εάν κανείς αναρωτηθεί γιατί το κάνει στο Ιόνιο και όχι και στο Αιγαιο.
Είναι ως να αποδέχεται η Ελλάδα την τουρκική θέση (η Τουρκία επίσης έχει κάνει τμηματική επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης της στη Μαύρη θάλασσα και στη Μεσόγειο στα 12 ν.μ.) ότι το Αιγαίο έχει «ειδικό καθεστώς» και δεν ισχύουν σε αυτό τα 12 ν.μ.
Όμως, η λογική των «ειδικών συνθηκών» και άρα της διαπραγμάτευσης όχι με βάση το διεθνές δίκαιο και τους κανόνες τους, αλλά με βάση τα «ιδιαίτερα χαρακτηριστικά» της περιοχής είναι ο πυρήνας της τουρκικής θέσης για τη διαπραγμάτευση στα ελληνοτουρκικά. Είναι ο πυρήνας των «γκρίζων ζωνών». Είναι ο πυρήνας της θέσης ότι όλα θα κριθούν στη διμερή διαπραγμάτευση χωρίς στήριξη στο διεθνές δίκαιο.
Όταν π.χ. η Τουρκία θεωρεί ότι μπορεί να κάνει έρευνες με το Barbaros σε τμήμα της ελληνικής υφαλοκρηπίδας (όπως και της Κυπριακής ΑΟΖ), το κάνει επικαλούμενη ακριβώς ότι τα όρια δεν μπορούν να χαραχτούν με βάση το διεθνές δίκαιο αλλά τις «ειδικές συνθήκες» και τα «ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περιοχής».
Ο κίνδυνος είναι μια τμηματική και επιλεκτική εφαρμογή του διεθνούς δικαίου και από την ελληνική πλευρά να θεωρηθεί έμμεση δικαίωση της τουρκικής θέσης με απρόβλεπτες συνέπειες.
Σε τελική ανάλυση, η τακτική ως προς την επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης λίγο πολύ παρέμεινε η ίδια εδώ και αρκετές δεκαετίες, παρότι και προηγούμενες κυβερνήσεις θα ήθελαν να «επεκτείνουν την εδαφική κυριαρχία». Ο λόγος είναι στάθμισαν τα οφέλη αλλά και τους κινδύνους.
Τώρα η επίσημη ελληνική θέση αλλάζει χωρίς ευρύτερη συζήτηση και διακομματική συνεννόηση ώστε να αποτελέσει όχι απλώς κυβερνητική απόφαση αλλά και εθνική γραμμή. Τέτοιες τακτικές συνήθως εγκυμονούν κινδύνους.