Έκκληση στους επιστήμονες υγείας να εμβολιαστούν έναντι της εποχικής γρίπης για προστασία δική τους και των ασθενών τους, απηύθυνε ο διευθυντής του Ινστιτούτου Δημόσιας Υγείας του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος καθηγητής Παναγιώτης Μπεχράκης, σημειώνοντας ότι είναι ηθική και επαγγελματική υποχρέωση τους να αποτελούν πρότυπο στην κοινωνία, στέλνοντας το μήνυμα ότι το αντιεμβολιαστικό κίνημα είναι μία αναχρονιστική και αντιεπιστημονική πρακτική αντίθετη με κάθε έννοια πρόληψης, όπως ορίζεται παγκοσμίως από την ιατρική επιστήμη του 21ου αιώνα.
Αλλά και άλλοι επιστήμονες αναφέρθηκαν στην αντιεπιστημονική τάση του κινήματος κατά των εμβολιασμών που θέτει σε κίνδυνο τη δημόσια Υγεία.
Με το επίκαιρο θέμα της γρίπης εγκαινιάστηκε ο Δ’ Κύκλος Διαλέξεων για θέματα Δημόσιας Υγείας που διοργανώνει κάθε χρόνο το Ινστιτούτο Δημόσιας Υγείας του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος για το ευρύ κοινό. Με αφορμή τη συμπλήρωση ενός αιώνα από τη φονική πανδημία γρίπης του 1918, οι ομιλητές της εκδήλωσης «100 χρόνια από την Ισπανική γρίπη: Σημερινά Δεδομένα και Προοπτικές», προσπάθησαν να καταγράψουν τα εθνικά και διεθνή στοιχεία πρόληψης και αντιμετώπισης στα οποία στηρίζονται οι αρμόδιοι φορείς για την προετοιμασία πριν την νέα εποχική έξαρση της νόσου.
Οπως τόνισαν οι ομιλητές η γρίπη είναι το πιο συχνό νόσημα που προλαμβάνεται με εμβολιασμό και προκαλεί επιδημίες κάθε χρόνο. Στην Ευρώπη, η γρίπη κατατάσσεται στην πρώτη θέση μεταξύ 31 λοιμωδών νοσημάτων για τις επιπτώσεις της στην υγεία του πληθυσμού, ενώ υπολογίζεται ότι 4-50 εκατομμύρια άνθρωποι νοσούν κάθε χρόνο από γρίπη, από τους οποίους 15.000 – 70.000 χάνουν τη ζωή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Περιορισμός
Οπως επισημάνθηκε, ο ετήσιος αντιγριπικός εμβολιασμός αποτελεί το πιο αποτελεσματικό μέτρο πρόληψης της νόσου και περιορίζει τη διασπορά του ιού στην κοινότητα, συμβάλλοντας αφενός μεν στη μείωση των επιπτώσεων στην υγεία του πληθυσμού, αφετέρου δε στην εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών υγείας και στην ομαλή κοινωνικοοικονομική δραστηριότητα. Εκτός από τις ομάδες υψηλού κινδύνου πχ. άτομα άνω των 60 ετών, ασθενείς με χρόνια νοσήματα, νοσογόνος παχυσαρκία, έγκυες και λεχωίδες, ο εμβολιασμός συστήνεται σε όλα τα άτομα ηλικίας άνω των 6 μηνών, με ιδιαίτερη έμφαση σε όσους βρίσκονται σε καθημερινή επαφή με ευρύ κοινό σε κλειστούς χώρους όπως εκπαιδευτικοί, οδηγοί ταξί και ΜΜΜ, εργαζόμενοι σε χώρους εστίασης και φιλοξενίας. Παράλληλα, όλοι οι επιστήμονες υγείας και εργαζόμενοι σε χώρους παροχής υπηρεσιών υγείας θα πρέπει να εμβολιαστούν έναντι της γρίπης με στόχο την προστασία της υγείας τους αλλά και της υγείας των ασθενών τους.
Στοιχεία για την Ελλάδα
Κατά την περίοδο 2017-2018, το σύνολο των συνταγογραφούμενων εμβολίων γρίπης έφτασε τα 1,6 εκατομμύρια, ενώ τα σοβαρά περιστατικά στην Ελλάδα είναι τα χαμηλότερα που έχουν καταγραφεί από το 2009. Παρά το γεγονός της αύξησης σε σχέση με τις προηγούμενες χρονιές, της εμβολιαστικής κάλυψης τόσο των επαγγελματιών υγείας όσο και του γενικού πληθυσμού, η πλειοψηφία των ασθενών που νοσηλεύτηκαν σε Μ.Ε.Θ. ή που απεβίωσαν από εργαστηριακά επιβεβαιωμένη γρίπη, δεν ήταν εμβολιασμένοι παρ’ ότι ανήκαν σε ομάδες υψηλού κινδύνου καταδεικνύοντας έτσι τη σημασία ενίσχυσης του μηνύματος για την αναγκαιότητα του εμβολιασμού και την επίτευξη περαιτέρω αύξησης της εμβολιαστικής κάλυψης.
Επιδημικά χαρακτηριστικά της γρίπης
Σύμφωνα με τους ειδικούς, κάθε χρόνο στην Ελλάδα, παρατηρείται έξαρση στη δραστηριότητα του ιού της γρίπης με αποτέλεσμα την αύξηση της νοσηρότητας και θνησιμότητας. Αν και είναι αναμενόμενη η ετήσια επιδημική έξαρση της γρίπης, τα χαρακτηριστικά της όπως ο χρόνος έναρξης, η διάρκεια και η σοβαρότητα των επιπτώσεων της, ποικίλλουν από χρονιά σε χρονιά, ανάλογα με τον τύπο του ιού που κυκλοφορεί και με το βαθμό ανοσίας που έχουν σ’ αυτόν οι διάφορες ηλικιακές ομάδες του πληθυσμού.
Όπως αναφέρθηκε κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης η περίοδος εποχικής γρίπης 2017-2018 παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον και αποδεικνύει πόσο δύσκολο είναι να προβλεφθεί η πορεία του νοσήματος κάθε χρόνο. Ο υπότυπος Α(Η3Ν2) επικράτησε τόσο στην Αυστραλία όσο και στις ΗΠΑ προκαλώντας μεγάλου βαθμού νοσηρότητα, μεγάλο αριθμό θανάτων (στις ΗΠΑ υπολογίστηκε ότι ανέρχονται στις 80.000), στην Ευρώπη η περίοδος ήταν χαμηλής έως μέσης σοβαρότητας με επικράτηση κυρίως του τύπου Β της γρίπης.
Η γρίπη είναι μία νόσος που συνήθως εμφανίζεται ως απλή εμπύρετη ιογενής λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού και για την οποία αρκεί η παραμονή στο σπίτι για 2 έως 3 ημέρες και η αποφυγή μετάβασης στο χώρο εργασίας. Σε ηλικιωμένους, ανοσοκατασταλμένους ή ακόμη και σε ανοσοεπαρκή άτομα, είναι δυνατόν να εξελιχθεί σε πνευμονία, οπότε απαιτείται η χορήγηση ειδικών αντιγριπικών φαρμάκων. Ενίοτε λόγω επιπλοκών, απαιτείται ακόμη και η εισαγωγή σε ΜΕΘ και η μηχανική υποστήριξη των ασθενών.
Διστακτικότητα
Η Αναπληρώτρια Διευθύντρια του Ινστιτούτου Δημόσιας Υγείας και Πνευμονολόγος, κ.Άννα Τζώρτζη, μίλησε για τη διστακτικότητα της κοινωνίας απέναντι στον εμβολιασμό τα τελευταία χρόνια η οποία ορίζεται επιστημονικώς από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας ως «άρνηση ή καθυστερημένη αποδοχή εμβολίων σε ένα περιβάλλον το οποίο παρέχει εμβόλια και υπηρεσία εμβολιασμών». Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε η κ.Τζώρτζη, πρόκειται για ένα πολυπαραγοντικό πρόβλημα παγκόσμιας εμβέλειας, που δεν αφορά απαραίτητα σε άρνηση όλων ανεξαιρέτως των εμβολίων, αλλά μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τη χώρα και τον πληθυσμό, τον τύπο του εμβολίου ή τη χρονική περίοδο, ενώ συχνά επηρεάζεται από την αδιαφορία, τον εφησυχασμό, ή την έλλειψη εμπιστοσύνης σε φορείς και επιστημονική κοινότητα. «Η δεύτερη γενιά του διαδικτύου και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, οι εναλλακτικές θεωρήσεις ζωής, καθώς και οι ατεκμηρίωτες, συχνά διαστρεβλωμένες, θεωρίες των αντιεμβολιαστικών κινημάτων αντιπροσωπεύουν το πολιτικοκοινωνικό περιβάλλον που συντηρεί τη διστακτικότητα απέναντι στους εμβολιασμούς με ανυπολόγιστες συνέπειες για τη Δημόσια Υγεία» ανέφερε κατά τη διάρκεια της ομιλία της.
Τα εμβόλια είναι το ισχυρότερο, αποτελεσματικότερο και οικονομικότερο μέσο πρόληψης, νόσου, αναπηρίας και θανάτων. Η εκρίζωση και απομάκρυνση μεταδιδόμενων νόσων στηρίζεται στην επίτευξη της συλλογικής ανοσίας και απαιτεί εμβολιαστική κάλυψη σε ποσοστό μεγαλύτερο από 80-95% του πληθυσμού. Με την επιτυχή εφαρμογή εμβολιαστικών προγραμμάτων έχει σημειωθεί 98% μείωση των νοσημάτων που προλαμβάνονται με εμβόλια, στον αναπτυγμένο κόσμο. Στη συζήτηση αναφέρθηκε το παράδοξο ότι η δραματική μείωση των μεταδιδόμενων νοσημάτων, όπως έχει καταγραφεί τις τελευταίες δεκαετίες, έχει δημιουργήσει στο κοινό την εσφαλμένη εντύπωση ότι έχει μειωθεί και η σοβαρότητα τους, αλλά και ο κίνδυνος μετάδοσης τους. Οι νέες γενιές γονέων δεν έχουν έρθει σε επαφή, ούτε είναι επαρκώς ευαισθητοποιημένοι για τα νοσήματα που μπορούν να μεταδοθούν στα παιδιά τους αν δεν εμβολιαστούν και κάποιες φορές εκφράζουν διστακτικότητα και αμφισβήτηση. Αυτό που πρέπει οι ίδιοι να γνωρίζουν, είναι ότι αποτελεσματικότητα και ασφάλεια όμως των εμβολίων εξασφαλίζεται από σύνθετη, πολυσταδιακή διαδικασία πολλαπλών ελέγχων κατά τη παραγωγή τους. Συχνά, ένα τυχαίο γεγονός που ακολουθεί κάποιον εμβολιασμό συνδέεται αιτιολογικά με το εμβόλιο, καθώς πάντοτε η κοινωνία αναζητά την αιτία και την απόδοση ευθύνης, στο πλαίσιο διαχείρισης ενός δυσάρεστου συμβάντος.