Στην Ελλάδα ήταν ο Πάνος Καμμένος που το ανάφερε πρώτος και μάλιστα με το περίφημο τουίτ του αμέσως μετά την ψηφοφορία στη Βουλή της γειτονικής χώρας.
Ουσιαστικά, εμμέσως πλην σαφώς κατήγγειλε ότι οι ΗΠΑ διαμέσου των διπλωματών τους στην περιοχή προσέφεραν μεγάλα χρηματικά ποσά για να υπάρξουν οι απαραίτητοι «αποστάτες» που επέτρεψαν να διαμορφωθεί ο «μαγικός αριθμός» 80 που διέσωσε τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Γιατί βέβαια ο Ζόραν Ζάεφ μόνος του να μπορέσει να εξαγοράσει τους βουλευτές δεν μπορούσε.
Δεν είχε τους «πόρους».
Κάποιος «εξωτερικός παράγων» έπρεπε να προσφέρει το απαραίτητο «κεφάλαιο κίνησης».
Η καταγγελία αυτή, που έχει γίνει με διάφορους τρόπους και στη γειτονική χώρα, είναι φυσικό να ακούγεται εύλογη, μια που και εμείς έχουμε πικρή εμπειρία από τέτοιες παρεμβάσεις.
Είτε μιλάμε για την εποχή που ο διαβόητος Πιουριφόι είχε μεγαλύτερη δύναμη από τις εκλεγμένες κυβερνήσεις, είτε για την Αποστασία του 1965 όταν και πάλι είχε βάλει το χέρι της η αμερικανική πρεσβεία και όπου υπήρξαν και τότε καταγγελίες για χρηματισμό των «αποστατών» βουλευτών.
Γι’ αυτό το λόγο και πρέπει να δοθεί μια συγκεκριμένη απάντηση από τον αμερικανό πρέσβη στην Αθήνα Τζέφρι Πάιατ, έναν διπλωμάτη που όλα δείχνουν ότι είναι «άνθρωπος των ειδικών αποστολών» στον «Νέο Ψυχρό Πόλεμο», αν σκεφτούμε ότι η προηγούμενη τοποθέτηση του ήταν στην Ουκρανία όπου πήγε για να εξασφαλίσει με κάθε τρόπο τη ρήξη με τη Ρωσία.
Γιατί εδώ δεν μιλάμε απλώς για προσπάθεια επηρεασμού της κοινής γνώμης, για χρήματα που δίνονται σε ΜΜΕ, για δράση διαφόρων οργανώσεων «της κοινωνίας των πολιτών» που είναι «βιτρίνες» των αμερικανικών υπηρεσιών.
Δεν λέμε καν για ενεργοποίηση των κάθε λογής «επαφών» που έχουν οι υπηρεσίες στην περιοχή.
Τέτοια πράγματα γίνονταν και θα συνεχίσουν να γίνονται.
Μιλάμε για μια ωμή παρέμβαση στα εσωτερικά μιας χώρας, σε μια κρίσιμη δημοκρατική κοινοβουλευτική διαδικασία και μάλιστα ενώ έχει προηγηθεί ένα δημοψήφισμα στο οποίο η μικρή συμμετοχή έκανε σαφές ότι η Συμφωνία των Πρεσπών δεν έχει τη συναίνεση μεγάλου μέρος της κοινωνίας της ΠΓΔΜ.
Και πρέπει να δοθούν απαντήσει γιατί εάν ισχύουν οι όποιες καταγγελίες, τα πράγματα είναι επικίνδυνα.
Τέτοιες πρακτικές εξαγοράς βουλευτών και αξιωματούχων κόντρα στην κυρίαρχη λαϊκή βούληση στο τέλος γυρίζουν μπούμερανγκ.
Δημιουργούν περισσότερα προβλήματα από αυτά που υποτίθεται ότι λύνουν.
Οδηγούν σε βαθιά πολιτική κρίση, καθώς η δυσαρμονία ανάμεσα σε κοινοβουλευτικούς «συσχετισμούς» και κοινωνία παίρνει εκρηκτικές μορφές.
Και οποιαδήποτε εσωτερική πολιτική αποσταθεροποίηση της γειτονικής χώρας εγκυμονεί πολύ περισσότερους κινδύνους από το εάν θα αργήσει μερικούς μήνες η ένταξή της στο ΝΑΤΟ.
Γιατί εάν η γειτονική κρίση βυθιστεί σε μια κρίση, ενώ είναι νωπές οι μνήμες από την εποχή που έφτασε κοντά στον εμφύλιο πόλεμο, και μάλιστα σε μια εποχή που ακούγονται ξανά σκέψεις για αλλαγές συνόρων στα Βαλκάνια, τότε τα πράγματα γίνονται απλώς επικίνδυνα.
Τότε οι κίνδυνοι δεν θα αφορούν μόνο τη γειτονική χώρα και την εσωτερική της πολιτική της κατάσταση, αλλά και για την ασφάλεια και τη σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων.
Κοινώς θα μιλάμε για πράγματα που θα έχουν κόστος μεγάλο για εμάς και όχι για τους «σχεδιαστές πολιτικής» στη μακρινή Ουάσιγκτον.
Γι’ αυτούς τους λόγους πρέπει να απαντήσει ο Τζέφρι Πάιατ.
Να πει τι ακριβώς γίνεται.
Να εξηγήσει την ακριβή φύση της «αποστολής» του στην Ελλάδα.
Να δώσει διαβεβαιώσεις ότι δεν ήρθε για να φέρει τη «διαχείριση της αποσταθεροποίησης» που είναι ο κυνικός ευφημισμός που περιγράφει καταστάσεις όπου για να ανακοπεί η παρουσία μιας ανταγωνιστικής δύναμης, μια περιοχή οδηγείται σε κατάσταση αποσταθεροποίησης.
Γιατί ορισμένες καταγγελίες δεν μπορούν να μένουν αναπάντητες.
Γιατί δεν ρίχνουν απλώς σκιά πάνω σε αποφάσεις και επιλογές, αλλά απειλούν να ανατινάξουν τις όποιες ισορροπίες κατακτήθηκαν.
Κοινώς πρέπει να αποκτήσουμε καλύτερη εικόνα τι παιχνίδια παίζονται πίσω από τις πλάτες μας.