«Σταδιακά η Ελλάδα θα αποκτά όλο και περισσότερο πρόσβαση στις αγορές», υπογραμμίζει ο πρώην επικεφαλής του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ σε συνέντευξη που παραχώρησε στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων με αφορμή την επίσκεψή του στην Αθήνα για την παρουσίαση της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου του “Η κρίση του Ευρώ”.
Η παρουσίαση θα πραγματοποιηθεί αύριο στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, Cotsen Hall στις 18.15.
Ο πρώην υπουργός Οικονομικών της Ολλανδίας σημειώνει ότι η λιτότητα «έγινε αναπόφευκτη όταν αποκαλύφθηκε η αλήθεια για το έλλειμμα του προϋπολογισμού, ανέβηκαν τα spreads πολύ ψηλά και κανένας δεν ήθελε να δανείσει χρήματα στην Ελλάδα» και «ήταν η επίπτωση της πολιτικής και δημοσιονομικής κακοδιαχείρισης για δεκαετίες πριν την κρίση».
Επισημαίνει δε ότι η μεταρρύθμιση του ελληνικού ασφαλιστικού συστήματος έγινε γιατί ο «συνδυασμός της πληρωμής απ΄ όλους των εισφορών που τους αναλογούν με την παράταση των χρόνων εργασίας επιτρέπει την ύπαρξη παροχών σε ένα κοινωνικά αποδεκτό επίπεδο», ενώ εκτιμά πως πιθανότατα οι Ευρωπαίοι θα χρειαστεί μελλοντικά να πάρουν και νέα μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους.
Πιο συγκεγκριμένα:
Σχολιάζοντας ότι τα ελληνικά μέσα -και όχι μόνο- τον έχουν απεικονίσει ως τον κύριο υποστηρικτή των γερμανικών πολιτικών λιτότητας ο Γ. Ντάισλεμπλουμ απαντά: «Μην κάνετε αυτό το λάθος. Η λιτότητα για την Ελλάδα έγινε αναπόφευκτη όταν αποκαλύφθηκε η αλήθεια για το έλλειμμα του προϋπολογισμού, ανέβηκαν τα spreads πολύ ψηλά και κανένας δεν ήθελε να δανείσει χρήματα στην Ελλάδα. Αυτή ήταν η επίπτωση της πολιτικής και δημοσιονομικής κακοδιαχείρισης για δεκαετίες πριν την κρίση. Η μοναδική περίπτωση να προσφέρουν οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι δάνεια στην Ελλάδα ήταν υπό την προϋπόθεση να μπει τάξη στο χάος. Αυτή ήταν η πραγματική κατάσταση. Οποιοσδήποτε άλλος επικεφαλής του Eurogroup θα όφειλε να αντιμετωπίσει τις ίδιες προκλήσεις».
Με δεδομένο ότι στο βιβλίο του αναφέρεται στο ασφαλιστικό σύστημα της Ελλάδας, το οποίο όπως λέει ήταν ένα από τα θέματα που κυριαρχούσαν στις διαπραγματεύσεις με τις ελληνικές κυβερνήσεις, ο Γ. Ντάισελμπλουμ όταν καλείται να απαντήσει αν οι μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν με αποτέλεσμα τις τόσες περικοπές ήταν όλες απαραίτητες και αν η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει να εφαρμόζει αυτές τις πολιτικές, σημειώνει: «Η πιο σημαντική ερώτηση είναι εάν το ασφαλιστικό σύστημα είναι βιώσιμο μακροπρόθεσμα. Με άλλα λόγια, είναι οι εισφορές που πληρώνουν οι ασφαλισμένοι ισορροπημένες με τις παροχές που απολαμβάνουν; Εάν όχι, πώς θα πληρώσεις για αυτό το κενό; Τι σημαίνει αυτό για τη δικαιοσύνη μεταξύ των γενεών; Πόσους φόρους μπορείς να ζητήσεις από την τρέχουσα γενιά των εργαζομένων να πληρώσει; Θα υπάρχει ακόμα σύνταξη για τις μέλλουσες γενιές; Σε μια γηράσκουσα κοινωνία πρέπει να αντιμετωπίσεις αυτά τα ζητήματα. Ο συνδυασμός της πληρωμής απ΄ όλους των εισφορών που τους αναλογούν με την παράταση των χρόνων εργασίας επιτρέπει την ύπαρξη παροχών σε ένα κοινωνικά αποδεκτό επίπεδο. Ενδεχόμενη κατάργηση των μέτρων αυτών, απλά θα επανέφερε το πρόβλημα».
Στην ερώτηση αν η χώρα θα μπορεί πλέον να επιστρέψει πλήρως στις αγορές και γιατί δεν έχει συμβεί αυτό ακόμα, αναφέρει: «Η έξοδος από το πρόγραμμα, οι τρέχουσες οικονομικές προοπτικές, ο υγιής προϋπολογισμός, όλα αυτά επιτρέπουν στην Ελλάδα να ανακτήσει την οικονομική της ανεξαρτησία. Και όταν χρειαστεί, να προσελκύσει δάνεια από τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές. Δεν έχει συμβεί ακόμα, γιατί δεν υπάρχει ανάγκη. Με τους τόσο ευνοϊκούς όρους στα ευρωπαϊκά δάνεια και το “μαξιλάρι” ρευστότητας για τις περιπτώσεις ανάγκης, δεν υπάρχει άμεση χρηματοδοτική ανάγκη. Σταδιακά μέσα στο χρόνο η ελληνική κυβέρνηση θα έχει πρόσβαση στις αγορές όλο και περισσότερο. Οι αγορές θα θέλουν να ξέρουν ότι η Ελλάδα διατηρεί μια σταθερή οικονομική και δημοσιονομική πορεία».
Για τη σχέση Βερολίνου – ΔΝΤ και αν τελικά η γερμανική απαίτηση για την εμπλοκή του ΔΝΤ στα πράγματα της Ευρωζώνης ήταν προς το συμφέρον της ο κ. Ντάισελμπλουμ δηλώνει: «Στην αρχή, οι Ευρωπαίοι δεν είχαν κεφάλαια, δεν είχαν θεσμούς και δεν είχαν ούτε εμπειρία για να διαχειριστούν ένα πρόγραμμα έκτακτης ανάγκης. Και έτσι ενεπλάκη το ΔΝΤ που κάνει τέτοιες παρεμβάσεις παντού στον κόσμο. Το ΔΝΤ ήταν σκληρό όχι για να κάνει τη ζωή δύσκολη για την Ελλάδα, αλλά για να εισαγάγει ρεαλισμό. Πόσο άσχημα είναι τα προβλήματα και ποιες θα μπορούσαν να είναι οι αποτελεσματικές λύσεις; Αργότερα, υπήρξε πολλή συζήτηση για τη βιωσιμότητα του χρέους και το ΔΝΤ πίεσε τους Ευρωπαίους να μειώσουν το βάρος του χρέους προς την Ελλάδα. Αυτό έγινε ξανά και ξανά, η μείωση των επιτοκίων, η παράταση των ωριμάνσεων, η προσφορά περιόδων χάριτος, αλλά χωρίς την προσφορά του απλού κουρέματος του χρέους. Είναι πιθανό ότι στο μέλλον θα χρειαστούν περισσότερα».