Η ξαφνική «βόμβα» που έριξε το Σάββατο το πρωί ο απελθών υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Κοτζιάς, για την αιγιαλίτιδα ζώνη, με τη σύμφωνη γνώμη του πρωθυπουργού, έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις, ερμηνείες και επικρίσεις.
Όπως αναφέρουν τα «Νέα», ο απελθών υπουργός Εξωτερικών προέβη στην «αποκάλυψη» ότι η Ελλάδα σχεδιάζει να προχωρήσει σε τμηματική επέκταση των χωρικών της υδάτων, αρχικά στη δυτική πλευρά της χώρας, από τα έξι στα 12 ναυτικά μίλια. Η δήλωση προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από την πλευρά της αντιπολίτευσης, με την επισήμανση ότι τόσο σοβαρές ανακοινώσεις δεν θα έπρεπε να γίνονται από υπουργούς που έχουν παύσει να είναι μέλη της κυβέρνησης.
Μοιάζει προφανές ότι ο πρώην υπουργός ήθελε να κλείσει με έναν εντυπωσιακό τρόπο τη θητεία του και φυσικά να προβάλει ένα εθνικό προφίλ, το οποίο κατά ορισμένους είχε πληγεί από τον συμβιβασμό που δέχθηκε με τη συμφωνία των Πρεσπών. Ωστόσο, η υπόθεση της επέκτασης των χωρικών υδάτων έχει ενδιαφέρον παρασκήνιο. Η αρχική απόφαση για επέκταση δεν προήλθε εν κενώ ούτε συνιστά απόλυτη πρωτοβουλία της σημερινής κυβέρνησης – πόσω μάλλον του Νίκου Κοτζιά.
Τρία στάδια
Ο πρώην υπουργός αναφέρθηκε ουσιαστικά σε μία διαδικασία τριών σταδίων. Η πρώτη εξ αυτών (η οποία θεωρείται πιο ώριμη) αφορά την επέκταση σε μία έκταση από τα Διαπόντια Νησιά, βορείως της Κέρκυρας, ώς τα Αντικύθηρα με κλείσιμο κόλπων και χάραξη ευθειών γραμμών βάσης. Αυτό το αρχικό στάδιο είναι μία διαδικασία που ξεκίνησε στο πλαίσιο των συζητήσεων με την Αλβανία και την Ιταλία εντός του 2014, με σκοπό αφενός την απεμπλοκή από το αδιέξοδο της συμφωνίας για τις θαλάσσιες ζώνες με την πρώτη και αφετέρου την ανανέωση της συμφωνίας του 1977 με την Ιταλία για την υφαλοκρηπίδα ώστε να ακολουθήσει το μοντέλο μιας ευρύτερης συμφωνίας θαλάσσιων ζωνών (συμπεριλαμβανομένης της ΑΟΖ). Η κίνηση να προχωρήσει η επέκταση των χωρικών υδάτων διακριτά από τις ευρύτερες συμφωνίες επελέγη, σύμφωνα με πληροφορίες, επειδή οι δεύτερες δεν προχωρούν. Ωστόσο, οι καθυστερήσεις της ελληνικής πλευράς το 2015 είχαν οδηγήσει την Ιταλία να τις εκμεταλλευθεί και σταδιακά να υποχωρήσει από τα συμφωνηθέντα. Το ζήτημα της αλιείας υπήρξε άλλωστε πάντοτε δύσκολο στις ελληνοϊταλικές συνομιλίες. Οσο για τις συνομιλίες με την Αλβανία, η επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ναυτικά μίλια είναι πρόταση που έχει κατατεθεί εδώ και πολύ μεγάλο διάστημα από αρμόδιους υπηρεσιακούς παράγοντες, αλλά αρχικώς εκρίθη άσκοπη.
Τα άλλα δύο
Τα επόμενα δύο στάδια αφορούν την επέκταση από τα Αντικύθηρα στην Κρήτη και στη συνέχεια από την Κρήτη προς πιο βόρεια (Σαρωνικός, Παγασητικός, Εύβοια κ.ά.). Η παραχώρηση περιοχών προς έρευνα υδρογονανθράκων δυτικά της Κρήτης ίσως να συνηγόρησε σε αυτή την επιλογή. Ωστόσο τα πράγματα θα γίνουν σαφέστερα όταν δημοσιοποιηθούν οι περιοχές της επέκτασης, όταν θα φανεί αν όλη η Κρήτη (μέχρι την απώτατη ανατολική της πλευρά) «αποκτήσει» 12 ναυτικά μίλια. Το τρίτο στάδιο βρίσκεται σε πολύ αρχική φάση. Οι περιοχές του αφορούν βέβαια αποκλειστικά το Αιγαίο, οπότε εκεί ίσως ισχύσουν άλλα «κριτήρια», λόγω των τουρκικών αντιδράσεων.
Στο υπουργείο Εξωτερικών και σε ακαδημαϊκούς κύκλους έχουν καταγραφεί δύο βασικές σχολές σχετικά με το τι πρέπει να πράξει η Ελλάδα αναφορικά με τα χωρικά ύδατα. Η μία ισχυρίζεται ότι πρέπει η Ελλάδα να διατηρήσει ανοιχτό το δικαίωμα της επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης και να το ασκήσει όποτε κρίνει σκόπιμο. Η άλλη σχολή θεωρεί ότι η χώρα μας δεν μπορεί να είναι η μόνιμη εξαίρεση στον κόσμο που δεν ασκεί το δικαίωμα της επέκτασης και πρέπει να το πράξει. Παρά τις κατά καιρούς δημόσιες διαψεύσεις, η Ελλάδα όχι μόνο έχει ξεκινήσει χρόνια να συζητά για τμηματικές επεκτάσεις των χωρικών της υδάτων, αλλά επί μεγάλο χρονικό διάστημα το ζήτημα της αιγιαλίτιδας ζώνης στο Αιγαίο υπήρξε τμήμα των διερευνητικών συνομιλιών με την Τουρκία.
Για το κρίσιμο αυτό θέμα, Ευάγγελος Βενιζέλος και Κωνσταντίνος Φίλης, έγραψαν άρθρα στα «Νέα» της Δευτέρας.
Αναλυτικά:
Ευάγγελος Βενιζέλος: Επικίνδυνες «αντιδιαστολές» με την αιγιαλίτιδα ζώνη
Όπως γράφεται, αυτή τη στιγμή, στον επίσημο διαδικτυακό τόπο του υπουργείου Εξωτερικών της Ελληνικής Δημοκρατίας «Η Ελλάδα κατά την κύρωση της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας ( ν. 2321/1995) δήλωσε ρητά ότι επιφυλάσσεται να ασκήσει σε οιοδήποτε χρόνο το δικαίωμά της να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της μέχρι τα 12 ν.μ. Ως αντίδραση προς τη νόμιμη αυτή θέση της Ελλάδας, η τουρκική Βουλή εξουσιοδότησε με ψήφισμά της (8/6/1995) την τουρκική κυβέρνηση, εν λευκώ και στο διηνεκές, να κηρύξει πόλεμο (casus belli) στην Ελλάδα (εξουσιοδότηση για χρήση και στρατιωτικών μέσων κατά της Ελλάδας) σε περίπτωση που η τελευταία επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της πέραν των 6 ν.μ.».
Η τουρκική αυτή απειλή χρήσης βίας που παραβιάζει κατάφωρα το διεθνές δίκαιο, αναφέρεται προφανώς στις θαλάσσιες περιοχές που ενδιαφέρουν την Τουρκία, η οποία στο μεν Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο μέχρι τον κόλπο της Αττάλειας έχει αιγιαλίτιδα ζώνη 6 ν.μ., άλλου όμως ( Μαύρη Θάλασσα και το μεγαλύτερο μέρος της Αν. Μεσογείου) η χωρική της θάλασσα έχει επεκταθεί στα 12 ν.μ. . Η τουρκική αυτή θέση συνδέεται με τον βασικό της ισχυρισμό ως προς την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας (και της ΑΟΖ που συμπίπτει από πλευράς έκτασης με την υφαλοκρηπίδα σε θάλασσες, όπως η Μεσόγειος). Ο ισχυρισμός αυτός αφορά την δήθεν ύπαρξη «ειδικών συνθηκών» στο Αιγαίο που το καθιστούν «ημίκλειστη» θάλασσα. Ο ισχυρισμός αυτός επεκτείνεται, με προσαρμογές, και σε τμήμα της Ανατολικής Μεσόγειου με στόχο την πλήρη αμφισβήτηση ή έστω τον δραστικό περιορισμό της επήρειας του νησιωτικού συγκροτήματος Καστελλόριζου κατά την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ.
Μετά τα δραματικά γεγονότα του 1974 η Ελλάδα προέβη, ήδη από το 1977, σε οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας με την Ιταλία με βάση την τότε ισχύουσα Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (που δεν προέβλεπε την έννοια της ΑΟΖ). Η οριοθέτηση αυτή έγινε εκτός Αιγαίου και του κρίσιμου για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις τμήματος της Ανατολικής Μεσογείου, με την Ιταλία να έχει αιγιαλίτιδα ζώνη 12 ν.μ. και την Ελλάδα αιγιαλίτιδα ζώνη 6 ν.μ. . Η έκταση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ υπολογίζεται από την ακτή ( γραμμές βάσεις ) και όχι από το τέλος της αιγιαλίτιδας ζώνης. Η δε οριοθέτηση των ζωνών αυτών στις οποίες αναγνωρίζονται κυριαρχικά δικαιώματα, δεν αποκλείει τη μεταγενέστερη επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης που συνιστά περιοχή επί της οποίας ασκείται κυριαρχία του παράκτιου κράτους. Η Ελλάδα έχει προτείνει τη μετατροπή της ελληνοϊταλικής σύμβασης σε σύμβαση οριοθέτησης και της ΑΟΖ παρά τα προβλήματα που η σύμβαση αυτή έχει ως προς την πλήρη επήρεια των Διαποντίων Νήσων και των Στροφάδων. Αυτό δεν έχει ακόμη επιτευχθεί.
Το ίδιο συνέβη και το 2009 με την ισορροπημένη σύμβαση οριοθέτησης όλων των θαλάσσιων ζωνών μεταξύ Ελλάδος και Αλβανίας. Η Αλβανία είχε και έχει αιγιαλίτιδα ζώνη 12 ν.μ. και η Ελλάδα αιγιαλίτιδα ζώνη 6 ν.μ., αλλά αυτό δεν επηρέασε την ορθή οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών. Μετά την υπογραφή της συμφωνίας εμφανίστηκαν, λόγω της αλλαγής των εσωτερικών πολιτικών συσχετισμών, οι αλβανικές αντιρρήσεις με τη μορφή απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου και άσκησης ποινικής δίωξης (που τελικά αρχειοθετήθηκε) κατά των προσώπων που διαπραγματεύθηκαν και υπέγραψαν τη συμφωνία εκ μέρους της Αλβανίας λόγω, υποτίθεται, έλλειψης πληρεξουσιότητας. Προσθέτω ότι στην Αν. Μεσόγειο και η Αίγυπτος, με την οποία μετέχουμε από το 2013 στην τριμερή συνεργασία με την Κύπρο, έχει αιγιαλίτιδα ζώνη 12 ν.μ.
Γιατί άραγε επί τόσα χρόνια η Ελλάδα, υπό διάφορες κυβερνήσεις, δεν προέβη σε μερική επέκταση των χωρικών της υδάτων στα 12 ν.μ. στο Ιόνιο και ευρύτερα σε περιοχές εκτός τουρκικού ενδιαφέροντος; Προφανώς για να μη αποδεχθεί τον τουρκικό ισχυρισμό περί «ειδικών συνθηκών» στο Αιγαίο και να μη διαφοροποιήσει την άσκηση της κυριαρχίας της από περιοχή σε περιοχή είτε για λόγους «νομικούς» είτε για λόγους «πραγματικούς».
Ακολουθώντας την ίδια λογική, η Ελλάδα δεν αποδέχθηκε ποτέ τη διαφοροποίηση του μήκους των χωρικών της υδάτων μεταξύ χερσαίων περιοχών και νησιών στο Αιγαίο. Είναι προφανές ότι οποιοσδήποτε περιορισμός της αιγιαλίτιδας ζώνης των νησιών συνεπάγεται κατά μείζονα λόγο αποδοχή της μειωμένης επήρειας τους ως προς την έκταση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ.
Δεν είμαι οπαδός της ιστορικής ακινησίας και δεν πιστεύω ότι ο χρόνος λειτουργεί εξ ορισμού υπέρ μας. Είμαι οπαδός του διαλόγου στον οποίο όμως πρέπει η Ελλάδα να προσέρχεται με πλήρη προετοιμασία, σαφή στρατηγική και κρατική συνέχεια. Κατά τη θητεία μου στο Υπουργείο Εξωτερικών, με τους εξαιρετικούς χειριστές που υπήρχαν, επεδίωξα οι διερευνητικές επαφές με την Τουρκία να έχουν ως αντικείμενό τους όχι μόνο το Αιγαίο αλλά και την Ανατολική Μεσόγειο ( όπου και το συγκρότημα Καστελλόριζου), να έχουν ως αντικείμενο όχι μόνο την υφαλοκρηπίδα αλλά και την ΑΟΖ καθώς τώρα πλέον όλες σχεδόν οι οριοθετήσεις διεθνώς αφορούν και τα δυο, να έχουν ως αντικείμενο τον προσδιορισμό του κανόνα αναφοράς με δεδομένο ότι η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) κωδικοποιεί γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες του διεθνούς δικαίου. Υπήρξαν ενδείξεις περιθωρίου συζήτησης για όλα αυτά. Ακόμη πιο σημαντική κίνηση ήταν η νομοθέτηση με το άρθρο 156 του ν. 4001/2011 των απώτατων εξωτερικών ορίων της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ (έως την οριοθέτησή τους ). Πρόκειται για το νόμο με βάση τον οποίο προκηρύχθηκαν και αρχίζουν να διεξάγονται οι έρευνες για υδρογονάνθρακες στο Ιόνιο και νότια της Κρήτης. Το 1999 είχα, ως Υπουργός Ανάπτυξης, αγωνιστεί και επιτύχει να μείνει ανοικτή η εκμετάλλευση του Πρίνου, με ένα νομικό σχήμα που συγκέντρωσε ευρύτατη πλειοψηφία.
Στην εξωτερική πολιτική σημασία έχει να εξυπηρετείται η εθνική στρατηγική και να είναι σαφείς οι προτεραιότητες που συνδέονται με ζητήματα εθνικής ασφάλειας και άμυνας. Κινήσεις εντυπωσιασμού, προχειρότητες, επικοινωνιακοί αντιπερισπασμοί μπορεί να είναι πολύ βλαπτικοί όταν αποκλίνουν από τα παραπάνω κριτήρια. Η προαναγγελία, υπό τέτοιες ενδοκυβερνητικές συνθήκες και μετά από παραίτηση του Υπουργού Εξωτερικών, της μερικής επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ν.μ. εκτός του Αιγαίου και του κρίσιμου τμήματος της Ανατολικής Μεσογείου, δεν προσφέρει πρακτικά τίποτα, ενώ συνιστά – δυστυχώς και ανεξαρτήτως προθέσεων – αποδοχή και ενίσχυση του βασικού τουρκικού ισχυρισμού περί «ειδικών συνθηκών» και προσχώρηση στην τουρκική πρακτική του διαφοροποιημένου μήκους των χωρικών υδάτων. Τέτοια θέματα δεν προσφέρονται για μικροκομματικά ή ενδοκυβερνητικά παίγνια. Το εθνικό συμφέρον είναι πολύ απαιτητική υπόθεση.
Κωνσταντίνος Φίλης: Ασκήσεις επί χάρτου
Ο κύριος Κοτζιάς επανέφερε το περασμένο Σάββατο την ιδέα της επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων. Ηδη από το 2012 η Ελλάδα ετοιμαζόταν να καταθέσει συντεταγμένες στον ΟΗΕ, αλλά τελικά επικράτησαν δεύτερες σκέψεις. Από το 2015 άρχισε ο σχεδιασμός για τμηματική επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης, ξεκινώντας από το πιο «ασφαλές» Ιόνιο.
Στην περίπτωση του Ιονίου, το 2009 η Ελλάδα υπέγραψε με την Αλβανία συμφωνία για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και άλλων θαλάσσιων ζωνών. Η πολύ καλή για εμάς συμφωνία αναγνώριζε μεταξύ άλλων πλήρη επήρεια στα Διαπόντια Νησιά, δημιουργώντας ένα ενοχλητικό προηγούμενο για την Τουρκία. Αργότερα, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Αλβανίας ακύρωσε την ετεροβαρή κατ’ αυτούς συμφωνία, αλλά είναι αξιοσημείωτο ότι και η Ελλάδα δεν έσπευσε να την κυρώσει στο Κοινοβούλιό της, έστω και για διαπραγματευτικούς λόγους. Το 2015, η Αλβανία με ρηματική διακοίνωση ζήτησε να μην επιτραπεί η έρευνα στο ελληνικό Τεμάχιο 1, επειδή κατά τον ισχυρισμό της αυτό καταλαμβάνει μέρος της υφαλοκρηπίδας της.
Σε αυτό το σημείο είναι χρήσιμο να διευκρινιστεί ότι η αιγιαλίτιδα ζώνη, στην οποία αναφέρθηκε ο κύριος Κοτζιάς, επεκτείνει την εθνική κυριαρχία πέραν των ακτών (σαν προέκταση του χερσαίου εδάφους) και έτσι μπορεί το κράτος να την ορίσει μονομερώς. Είναι, όμως, και απαραίτητο πρόκριμα για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και την ανακήρυξη ΑΟΖ, εφόσον προσδιορίζει τι θα διανεμηθεί σε αυτές κατόπιν του καθορισμού της αιγιαλίτιδας ζώνης. Υπογραμμίζεται πως σε υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ ασκείται επιμέρους κυριαρχία επί των δικαιωμάτων (κυρίως για εκμετάλλευση φυσικών πόρων).
Η τμηματική επέκταση των χωρικών μας υδάτων έχει υποστηρικτές και επικριτές. Οι τελευταίοι ισχυρίζονται ότι αφήνοντας εκτός το Αιγαίο επιβεβαιώνεται η θέση της Τουρκίας ότι αυτό τελεί υπό ειδικό καθεστώς. Κάποιοι προτείνουν, προς τούτο, τουλάχιστον την παράλληλη επέκταση σε ένα τμήμα του Αιγαίου και δη σε περιοχές όπου η Αγκυρα δεν θα έχει πάτημα να προκαλέσει επεισόδιο. Μη λησμονούμε, άλλωστε, ότι παρότι έχουμε θέσει σε ισχύ από το 1995 τη Σύμβαση του Montego Bay, τα χωρικά μας ύδατα παραμένουν στα 6 (αντί στα 12) ναυτικά μίλια λόγω του τουρκικού casus belli. Αυτό είναι και το επιχείρημα όσων θεωρούν ότι η σταδιακή επέκταση όχι μόνο δεν είναι βλαπτική, αλλά ενδυναμώνει τη θέση μας, γιατί μέχρι σήμερα δεν έχουμε ασκήσει τα δικαιώματα που απορρέουν από τη Συνθήκη για το Δίκαιο της Θάλασσας (Montego Bay) που υπεγράφη το 1982. Αρα παραμένουμε ανενεργοί εξαιτίας της αδυναμίας επιβολής μιας μαξιμαλιστικής θεώρησης.
Τρεις τελευταίες παρατηρήσεις: σε μελλοντική δικαιοδοτική χρήση στη Χάγη δεν φαίνεται ο τμηματικός καθορισμός να έχει καθοριστικό βάρος υπέρ ή κατά μας· η Αγκυρα πιθανότατα θα αμφισβητήσει στην πράξη, π.χ. με ερευνητικές γεωτρήσεις (ιδιαίτερης αξίας πράξη για το διεθνές δίκαιο), οποιαδήποτε ενέργειά μας σε συγκεκριμένες περιοχές του Αιγαίου, εξού και θα πρέπει – αν προχωρήσουμε – να είμαστε προετοιμασμένοι να τις υποστηρίξουμε μέχρι τέλους, ειδάλλως η ζημιά θα είναι ανυπολόγιστη· σε τέτοιας φύσης θέματα, η αναζήτηση και επίτευξη της μεγαλύτερης δυνατής συναίνεσης αποτελεί προϋπόθεση επιτυχούς έκβασης ενός εθνικού εγχειρήματος πολλαπλών προεκτάσεων που πρέπει να αντέξει στον χρόνο.