Έπειτα από ένα έμφραγμα, ο κίνδυνος του ασθενούς να πάθει και εγκεφαλικό, παραμένει αυξημένος έως για τρεις μήνες, πολύ περισσότερο από ό,τι νόμιζαν έως τώρα οι γιατροί, σύμφωνα με μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα.
«Ένα έμφραγμα αποτελεί παράγοντα κινδύνου για εγκεφαλικό έως για τρεις μήνες μετά. Αυτό είναι σημαντικό νέο, επειδή έως τώρα πιστεύαμε ότι ο κίνδυνος είναι αυξημένος μόνο για ένα μήνα», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής δρ Αλεξάντερ Μέρκλερ, επίκουρος καθηγητής νευρολογίας του Ιατρικού Κολλεγίου Weill Cornell της Νέας Υόρκης.
Οι ερευνητές, που παρουσίασαν τα ευρήματά τους σε συνέδριο της Αμερικανικής Νευρολογικής Ένωσης στην Ατλάντα (ακόμη δεν έχουν κάνει σχετική επιστημονική δημοσίευση), ανέλυσαν στοιχεία για περισσότερους από 1,7 εκατομμύρια ασθενείς, εκ των οποίων πάνω από 46.000 είχαν νοσηλευθεί για έμφραγμα και 80.000 για εγκεφαλικό.
Επιβεβαιώθηκε ότι υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος εγκεφαλικού για όσους (άνδρες ή γυναίκες) έχουν προηγουμένως πάθει έμφραγμα και ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος κατά τον πρώτο μήνα μετά το έμφραγμα. Όμως παραμένει αυξημένος για πέντε έως 12 εβδομάδες, εωσότου επιστρέψει στα επίπεδα κινδύνου προ του εμφράγματος.
Δεν είναι σαφές γιατί ένα έμφραγμα κάνει πιο πιθανό ένα εγκεφαλικό. Πιθανώς η βλάβη στην καρδιά προκαλεί θρόμβους που ταξιδεύουν ως το εγκέφαλο.
Με βάση την τρέχουσα πρακτική, μετά από ένα έμφραγμα οι ασθενείς συνήθως παίρνουν αντιαιμοπεταλιακά φάρμακα ή ασπιρίνη, όμως, όπως είπε ο Μέρκλερ, μετά τα νέα ευρήματα ίσως είναι αναγκαία η χορήγηση άλλων αντιπηκτικών φαρμάκων για την αποτροπή μιας εγκεφαλικής θρόμβωσης.