Με την κυρία Πλουσία Λιακατά συναντηθήκαμε δύο φορές για να μας δώσει την «Τετάρτη εντολή». Την πρώτη φορά στην Πλατεία Πρωτομαγιάς, στην Ευελπίδων. Σχεδόν χορογραφώντας τη διήγησή της σε ορισμένες στιγμές – εξάλλου υπήρξε χορογράφος και χορεύτρια με μεγάλες συνεργασίες με τη Δόρα Στράτου, την Ελένη Τσαούλη, τη Δόμνα Σαμίου – με ταξίδεψε στην Ιστορία του 20ού αιώνα. Απέδρασε από την Γκεστάπο Μεσολογγίου, στρατεύθηκε στην ΕΠΟΝ κατά την Κατοχή, πήγε εξορία σε Ικαρία, Χίο, Μακρόνησο, Τρίκερι (δύο φορές), συνάντησε τον Αρη Βελουχιώτη και χόρεψε με τον σοβιετικό στρατιωτικό και διπλωμάτη Γκριγκόρι Ποπόφ. Τη δεύτερη φορά, βροχερή μέρα, την επισκέφθηκα στο σπίτι της γιατί ήθελε να επιβεβαιώσει πως είχε διηγηθεί με ακρίβεια τα γεγονότα. Μακριά από εξιδανικεύσεις, διχαστικές λογικές, η Πλουσία Λιακατά σήμερα βαίνει αισίως στα 94 της.
Γυναίκα σπάνιου ήθους και χαμηλών τόνων – δεν ήταν εύκολο να μας εμπιστευθεί – δίνει στα «ΝΕΑ» μια σπάνια μαρτυρία. Οπως λέει «υπάρχουν στιγμές που έζησα και μοιάζουν να μου έχουν καρφωθεί στο μυαλό».
Πότε γεννηθήκατε;
Γεννήθηκα το 1926 στο Μεσολόγγι.
Στην Κατοχή πού ήσασταν; Ρωτώ γιατί μεθαύριο εορτάζουμε το Οχι του 1940.
Ημουν όλη την περίοδο στο Μεσολόγγι. Οργανώθηκα στην ΕΠΟΝ. Ο αδελφός μου ήταν κομμουνιστής. Αμέσως μπήκαμε σε δράση. Το αρχηγείο μας ήταν στο βουνό. Εμείς γράφαμε στους τοίχους, προσπαθούσαμε να πάρουμε τον κόσμο μαζί μας. Από την οργάνωση μου δίνανε σημειώματα να τα πάω απάνω στη διοίκηση, στο βουνό. Εκεί ήταν η πολιτική οργάνωση του Κόμματος (σ.σ.: ΚΚΕ). Ημουν σύνδεσμος.
Ζήσατε σκηνές πείνας;
Εμείς είχαμε ψάρια, ήταν ψαράδες οι δικοί μας. Ο αδελφός μου είχε οργανώσει τον σύνδεσμο ψαράδων. Πείνα όμως υπήρχε. Στο Μεσολόγγι ήταν ένα ξενοδοχείο όπου πριν από τον Πόλεμο πήγαιναν οι υπάλληλοι. Εκεί εργαζόταν ένας νεαρός σερβιτόρος, πάντα με λευκό πουκάμισο, κομψός, φορούσε παπιγιόν, τον έβλεπες και χαιρόσουν. Κάποια στιγμή, κατά την Κατοχή, τον είδα έξω από το ξενοδοχείο που πια δεν λειτουργούσε. Ηταν ξαπλωμένος με μια κουβέρτα, φαινόταν μόνο το κεφάλι του, είχε βγάλει το χέρι του και ζητούσε βοήθεια. Οταν το θυμάμαι, δεν το αντέχω ακόμη και σήμερα. Δεν ξέρω γιατί με πείραξε τόσο. Τρέχοντας πήγα στη μάνα μου, έπεσα στην αγκαλιά της και έκλαιγα.
Πώς ήταν η ιταλική Κατοχή;
Στο Μεσολόγγι ήταν πρώτα οι Ιταλοί. Οι οποίοι δεν φέρθηκαν άσχημα, σαν να το κάνανε τυπικά.
Οι άλλοι;
Δεν το συζητάω. Είχαν το μπλόκο στον δρόμο, στην εξοχή. Μου είχε βάλει η οργάνωση τα σημειώματα στην ποδιά μου στο στρίφωμα για να τα πάω στο βουνό. Εγώ για να περάσω τον δρόμο ήταν το μπλόκο. Πέρναγα τραγουδώντας το «Λιλί Μαρλέν» (σ.σ.: το πλέον διάσημο τραγούδι του Β” Παγκοσμίου Πολέμου, τραγουδισμένο από τη Λάλε Αντερσεν και δημοφιλές και στις δύο πλευρές). Δηλαδή έκανα μια βουτιά κάτω από το ξύλο και περνούσα. Οι Γερμανοί τα χάνανε και σου λέει, ένα κορίτσι είναι! Το χαρτί το πήγαινα σε ένα παιδί που με περίμενε στα χωράφια.
Εκεί συλληφθήκατε; Στο Μεσολόγγι;
Μας πιάσανε οι Γερμανοί. Τρεις κοπέλες. Μας δώσανε πως γράφουμε στους τοίχους. Ερχονται ένας χωροφύλακας με δύο Γερμανούς. Είχαν πιάσει τη Φρύνη και την Τέτα και έρχονται σ” εμένα, χτυπάνε το κουδούνι, βγαίνω στο μπαλκόνι: «Τι θέλετε;». Πετάγεται η Τέτα: «Κατέβα και μη μας καθυστερείς». Κατεβαίνω και μας πήγανε απευθείας στην Γκεστάπο.
Πού ήταν;
Ηταν σε ένα αρχοντικό, ψηλό σπίτι. Αυτό φιλοξενούσε τους βασιλείς. Σε ένα δωμάτιο είχαν συλλάβει ακόμη έναν οδοντίατρο ονόματι Δαρλαμήτσο, τη μητέρα ενός καθηγητή, κυρία Ειρήνη την έλεγαν, και την καθηγήτρια Γαλλικών Καλλιρρόη Καλατζή.
Δεν φοβηθήκατε;
Μας φοβέριζαν πως ήμασταν για εκτέλεση κι εμείς υποδυόμασταν πώς θα ήμασταν κρεμασμένες! Το παίρναμε για πλάκα! Φωνάζουν τα ονόματα έναν έναν. Μετά εμένα. Ηταν νύχτα. Και συσκότιση. Γιατί πέρναγαν τα εγγλέζικα αεροπλάνα και βομβάρδιζαν το λιμάνι. Στο τέταρτο πάτωμα ήμουν. Είχαν κάνει γραφεία εκεί, υπήρχε μια φιδωτή σκάλα. Με βάζουν μέσα, στο γραφείο του ανακριτή. Εκεί ήταν δύο ακόμη Γερμανοί και ένας χωροφύλακας, μου πετάνε τον προβολέα και με ρωτούσαν πού έχω το μπλοκ με ονόματα. Αρνιόμουν τα πάντα. Κάποια στιγμή, με φοβέριζε ο χωροφύλακας, δεν του έδωσα σημασία, αφού με είχαν αρκετή ώρα, με βγάζουν από το γραφείο. Παρουσιάζεται ένας μαντράχαλος, να κατέβει τη σκάλα, εγώ ήμουν δίπλα του, οπότε πάει αυτός να κατέβει, παίρνω μια στροφή πάω από πίσω του, αρχίζει να κατεβαίνει. Μερικά πράγματα έχουν καρφωθεί τόσο καλά μέσα στο μυαλό μου που δεν ξεχνιούνται με τίποτε. Ηταν ψηλός, δεν φορούσε πολλά πράγματα, ήταν καλοκαίρι, μόλις κατέβηκε το πρώτο σκαλί, ακολουθούσα εγώ.
Φύγατε με χορευτικές κινήσεις!
Οταν πατούσε, πατούσα κι εγώ για να ακούγεται ένας ήχος. Ημουν απόλυτα συγκεντρωμένη, το θυμάμαι σαν να είναι τώρα. Μόλις κατέβηκε στάθηκε και δεν έκανε καμία απολύτως κίνηση, εγώ ήμουν πίσω του, μόλις προχώρησε αυτός, έκανε μερικά ακόμη βήματα για να βγει στο πεζοδρόμιο, δημιουργήθηκε ένα κενό μεταξύ μας, οπότε έφυγα.
Βγήκατε στην παρανομία λοιπόν.
Φυσικά. Τότε ζήτησαν τη μητέρα μου να δίνει το «παρών» στο αστυνομικό τμήμα.
Από κει και πέρα τι κάνετε;
Με πήρε η μητέρα μου, πήγαμε στην εξοχή, στο κτήμα της θείας μου, έξω από Μεσολόγγι. Οπότε από κει και πέρα μέσω ενός συνδέσμου ανέβηκα στο αρχηγείο μας, την άλλη μέρα (στη Σιβίστα). Ανέβηκα στο βουνό, έπρεπε βέβαια να έχεις διαταγή και ηλικία, συγκατάθεση γονέων. Ο Αρης Βελουχιώτης ήταν αρνητικός. Δεν ήθελε να ανεβαίνουν πάνω νέοι, δεν ήταν οργανωμένα ακόμη πάνω σε μεραρχίες, συντάγματα. Οταν ήλθε διαταγή από τον Αρη, δόθηκαν διαταγές σε όλα τα αρχηγεία, οπότε έδωσε τη συγκατάθεσή του ο αδελφός μου για μένα και σε δύο – τρεις μέρες φύγαμε για το αντάρτικο.
Πού πήγατε από κει;
Στη 13η Μεραρχία στο Καρπενήσι. Η δομή ήταν στρατιωτική και αυστηρή. Εκπαιδευτήκαμε στα όπλα και στην ονοματολογία εδάφους. Ανήκα στο μάχιμο τμήμα της διμοιρίας. Μη έχετε στο νου σας κάνα σκορποχώρι. Ηταν όλα πολύ αυστηρά. Πριν τις δεύτερες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις Γερμανών, ο Αρης κατέβαινε με άλλους αρχηγούς και μιλούσαν στην ύπαιθρο. Ηταν ένα εκκλησάκι κοντά στην πλατεία.
Πού τον είδατε τον Αρη;
Στην Σπερχειάδα. Βρέθηκα με την Τούλα Τζανετή, μια επίσης αντάρτισσα. Σε μια πλατεία με παγκάκια, σαν να τον βλέπω τώρα. Καθόταν ο Αρης με στρατιωτικά σε παγκάκι, μόνος και το άλογό του δίπλα. Είχε ακουμπισμένο το χέρι στο κεφάλι. Το παγκάκι ήταν σιδερένιο. Μόλις τον βλέπουμε, δεν προλάβαμε να αναρωτηθούμε. Χαιρετίσαμε στρατιωτικά. Φορούσαμε στολές.
Τι σας είπε;
Μας ρώτησε: «Εσείς τι θα κάνετε τώρα;». Είχε προηγηθεί η ομιλία του στη Λαμία όπου ήμουν επίσης. Είχε πει τότε το «Οσοι πιστοί προσέλθετε». Στην Πλατεία ήταν τότε πολύς λαός και ένοπλα τμήματα του ΕΛΑΣ. Ημουν εκεί, για αυτό μας ρώτησε. Λέει η Τούλα, μα δεν είπατε πως πρέπει να πειθαρχήσουμε; «Καλά, κάντε ό,τι θέλετε εσείς» μας απάντησε ο Αρης.
Πώς τον θυμάστε;
Μην το συζητάς. Είχε κάτι που σε πείθει. Ενα επαναστατικό βλέμμα, συνάμα και έξυπνο και γλυκό. Δεν τον ξαναείδα ποτέ. Εμάς δεν μας άφησαν να μπούμε στην Αθήνα με την Απελευθέρωση. Μετά τα Δεκεμβριανά συλλαμβάνανε. Κάποια στιγμή μετά από πολύ καιρό – τέσσερα χρόνια σχεδόν – αγανάκτησα, ήθελα να πάω σπίτι μου να δω τη μητέρα μου.
Πήγατε;
Μου έγραψε ένα σημείωμα: Αν έρθεις υπάρχει λίστα με ονόματα και έχουν υποχρεώσει τους γειτόνους μας να μιλήσουν. Εγώ κατέβηκα παρ” όλ” αυτά. Μετά από λίγες μέρες με συναντάει ένας φιλικός χωροφύλακας της γειτονιάς. Μου λέει: «Πήγαινε να ετοιμάσεις τα πράγματά σου γιατί θα έλθουν να σε συλλάβουν».
Πού εξορίζεστε;
Κατ” αρχάς πήγα εξορία στην Ικαρία, το 1948. Τον αδελφό μου τον είχαν πιάσει, ήταν Ικαρία επίσης αλλά δεν το ήξερα. Ηταν στον Χριστό κι εγώ στην Παναγία. Δεν μείναμε πολύ. Και πάμε για τη Χίο όπου έμεινα έναν χρόνο. Με καΐκι πήγαμε, με φουρτούνα. Μετά πήγαμε Τρίκερι έναν χρόνο και μετά Μακρόνησο, έναν χρόνο.
Πείτε μας για τη Μακρόνησο.
Στη Μακρόνησο φτάσαμε χίλιες γυναίκες. Ο Βασιλόπουλος ήταν στρατιωτικός διοικητής. «Δεν θα ορθώσετε το ανάστημά σας – θα πεθάνετε εδώ». Εκεί έπρεπε να χορέψουμε για να τους αποδείξουμε πως αντέχουμε, όλες αυτό είχαμε στον νου μας.
Πώς ήταν οι συνθήκες;
Πρώτα ήταν πολύ άγριοι. Μπαίνανε σε σκηνές με μαστίγια και κλομπ, ήταν άγρια, εγώ έφαγα μία με σιδερένιο κλομπ πίσω στο κεφάλι για να μπω στη σκηνή και έχασα για ώρα την όρασή μου. Και να “χεις και τα μεγάφωνα σε όλο το νησί να παίζουν πολεμικά μαρσάκια: «Του Δαβάκη τα άξια παλικάρια».
Πού μένατε;
Μέναμε σε μεγάλες σκηνές είκοσι κορίτσια μαζί. Ηταν στρατιωτική ζωή, εμείς κάναμε την υπηρεσία μας εκεί, πηγαίναμε θάλασσα, να καθαρίσουμε τουαλέτες, ή για μαθήματα σε υπαίθριο θέατρο. Το βράδυ κάνανε βέβαια αιφνίδιες εφόδους σε σκηνές.
Τι σας έδινε σθένος;
Σας λέω πως έχασα το φως μου και δεν είπα τίποτε! Μέσα στην τρομοκρατία που μας σπρώχνανε μέσα στη σκηνή, αν έλεγα στις άλλες πως έχασα και το φως μου αλίμονό μας. Εμεινα έναν χρόνο στη Μακρόνησο.
Τους μισούσατε τους βασανιστές σας;
Το ίδιο αίσθημα δεν μπορούσαν να το έχουν όλοι. Υπήρχαν και καλές περιπτώσεις. Πολλοί ήταν πρώην εαμίτες. Υπήρχαν και πολλοί άγριοι. Μπορούσες να διαπιστώσεις πως δεν ήταν ανθρώπινη και λογική η συμπεριφορά τους, τόσο άγρια να χτυπάς μια κοπέλα που είναι σαν το τριαντάφυλλο και να νιώθεις τόση χαρά…
Μετά;
Μετά ξανά στο Τρίκερι. Τη δεύτερη φορά ήταν καλύτερα. Ηταν καλύτερο το νερό, πολλές ήταν φυματικές. Ημασταν σε ράντζα. Στη Μακρόνησο να ξέρεις πως συχνά μάς κλώτσαγαν τους κουβάδες και χύνανε το νερό. Εκεί, στο Τρίκερι, γνώρισα και τη μεγάλη παιδαγωγό Ρόζα Ιμβριώτη – ήμασταν φίλοι. Εκείνη την πήραν από το Τρίκερι και την πήγαν στο Γενικό Στρατηγείο στη Λάρισα. Βάλανε έναν μαθητή της που ήταν στρατιώτης για να τη χτυπήσει. Το παιδί δεν την χτύπησε. «Πρέπει να με χτυπήσεις γιατί θα βρεις τον μπελά σου από τους άλλους», του είπε η Ρόζα.
«Οταν είναι άδειο το κιβώτιο, το γεμίζεις εσύ»
Πώς περνάγατε στο Τρίκερι;
Στο Τρίκερι ήταν πολλοί ηθοποιοί, πολλές χορεύτριες. Εγώ είχα μανία με αυτά, τα παρακολουθούσα, μας μάθαιναν αλσατικούς χορούς, είχα ρυθμό και τάση προς τον χορό, Εκεί είχαμε κοπέλες από όλη την Ελλάδα. Εγώ ήμουν άριστη στο μπαλέτο, αλλά ήθελα να μάθω τον χορό της κάθε περιοχής. Επειδή υπήρχαν αυτές οι γυναίκες από όλες τις περιοχές τρύπωνα στις σκηνές και μάθαινα. Στο Τρίκερι είχαμε και χορωδία, ήταν η Ελλη Νικολαΐδου, διευθύντρια και κορυφή (σ.σ.: συνεργάστηκε μεταπολεμικά και με Χατζιδάκι). Ημασταν κάπου 15 σε δεύτερη φωνή. Ολα αυτά γίνονταν κρυφά. Οταν ήλθε ο γάλλος διοικητής του Ερυθρού Σταυρού, με καΐκι με τρόφιμα, έπαθε πλάκα. Του είχαν πει από τη διοίκηση του Βόλου να μην έλθει γιατί είμαστε άγριες. Αυτός επέμενε, ήλθε.
Πώς τον υποδεχθήκατε;
Κατεβαίνει η Μάχη Κοντοπούλου που ήξερε επτά γλώσσες και αυτός τα χασε. Αλλη κεντούσε, άλλη διάβαζε. Αδειάσαμε το καΐκι, ήταν λογίστριες, πόσοι άνθρωποι είναι, πόσα τρόφιμα χρειάζονται, οπότε γίνεται η μοιρασιά. Κάναμε και μία γιορτή μετά. Και με χορούς.
Πάντα ο χορός ήταν στη ζωή σας…
Συνεργάστηκα με τη μεγάλη δασκάλα χορού Ελένη Τσαούλη. Είχε τελειώσει κλασικό μπαλέτο, αλλά μέσα στη φυλακή είδε το λαϊκό στοιχείο. Μετά συνεργάστηκα με τη Δόρα Στράτου. Παραδέχθηκε τη δουλειά μας, συνδεθήκαμε στενά. Στη Μακρόνησο πάντως δεν χορεύαμε. Κάναμε σκετς καθιστές μέσα στις σκηνές για να γελάσουμε.
Αξιζε τον κόπο, κυρία Πλουσία, όλο αυτό;
Βέβαια. Γιατί η ελευθερία και το τι πιστεύεις είναι το ανώτερο.
Κι αν είναι λάθος όπως το άδειο κιβώτιο από το μυθιστόρημα του Αρη Αλεξάνδρου;
Το γεμίζεις εσύ!
Αληθεύει πως είχατε χορέψει με τον σοβιετικό στρατιωτικό και διπλωμάτη Ποπόφ;
Οταν έγινε μεγάλη εορτή στη Λαμία για τη νίκη κατά των Γερμανών, παρέστη και ο Ποπόφ. Εγώ με τη Μαρία Μπέικου στην πλατεία κάναμε μια παρουσίαση ελληνικών χορών. Σκεφτήκαμε να κάνουμε μια Καραγκούνα και έναν Πεντοζάλη. Αρχισε ο πεντοζάλης, χάνω τις δύο χορεύοντας, πίσω μας ήταν το κτίριο, δεν φαινόταν πως φεύγεις. Κάποια στιγμή δυνάμωσε πολύ η μουσική, φεύγει η Μαρία. Εμεινα μόνη μου και ξαφνικά σηκώθηκε ο Ποπόφ από το κάθισμα με βήματα «καζάσκας», που ήταν στον ρυθμό του πεντοζάλη. Ερχόταν προς τα εμένα, οπότε σμίγουμε αντικριστά, χορεύουμε και βρεθήκαμε αγκαλιά. Εγινε χαμός, όταν είδαν τη σκηνή τα παιδιά της ορχήστρας ανέβασαν την ένταση. Ο Ποπόφ τρελάθηκε. Το θυμάμαι σαν να είναι τώρα!