Το Εθνικό Πρόγραμμα Τοξικολογίας (ΝΤΡ) του Εθνικού Ινστιτούτου Υγείας των ΗΠΑ συμπέρανε ότι υπάρχουν «σαφή στοιχεία» πως ορισμένοι αρσενικοί αρουραίοι που εκτέθηκαν σε υψηλά επίπεδα ακτινοβολίας ραδιοσυχνοτήτων (RFR), όπως αυτή που χρησιμοποιείται στα κινητά τηλέφωνα δεύτερης (2G) και τρίτης γενιάς (3G), ανέπτυξαν καρκινικούς όγκους στην καρδιά τους.
Αυτό αναφέρει η τελική έκθεση των τοξικολόγων της αμερικανικής κυβέρνησης, οι οποίοι εδώ και δέκα χρόνια μελετούν την επίπτωση της ακτινοβολίας σε αρουραίους και ποντίκια. Η έκθεση βρήκε επίσης «μερικές ενδείξεις» (αλλά όχι σαφείς) για όγκους στον εγκέφαλο και στο επινεφρίδιο των αρσενικών αρουραίων.
Το ΝΤΡ ταξινομεί σε τέσσερις κατηγορίες τα στοιχεία, όσον αφορά το κατά πόσο κάποια ουσία ή ακτινοβολία μπορεί να προκαλέσει καρκίνο: σαφείς ενδείξεις (η υψηλότερη κατηγορία), μερικές ενδείξεις, διφορούμενες και καθόλου ενδείξεις.
Η έκθεση αναφέρει ότι είναι «διφορούμενα» (δηλαδή ασαφή και αμφίσημα) τα στοιχεία για το κατά πόσο οι καρκίνοι που παρατηρήθηκαν στους θηλυκούς αρουραίους, καθώς επίσης στα αρσενικά και θηλυκά ποντίκια, σχετίζονταν με την ακτινοβολία των κινητών.
«Πιστεύουμε πως η σχέση ανάμεσα στην ακτινοβολία ραδιοσυχνοτήτων και στους όγκους στους αρσενικούς αρουραίους είναι πραγματική και οι εξωτερικοί ειδικοί συμφώνησαν επ’ αυτού», δήλωσε ο επικεφαλής επιστήμονας του Εθνικού Προγράμματος Τοξικολογίας Τζον Μπούτσερ.
Πρόσθεσε όμως ότι «η έκθεση στην ακτινοβολία, που χρησιμοποιήθηκε στις μελέτες μας, δεν μπορεί να συγκριθεί άμεσα με την έκθεση που έχουν οι άνθρωποι όταν χρησιμοποιούν το κινητό τους. Στις έρευνές μας τα τρωκτικά εκτέθηκαν σε ακτινοβολία ραδιοσυχνοτήτων σε όλο το σώμα τους. Αντίθετα, οι άνθρωποι εκτίθενται κυρίως σε συγκεκριμένους τοπικούς ιστούς, κοντά στους οποίους κρατούν το τηλέφωνό τους. Επιπροσθέτως, τα επίπεδα της έκθεσης και η διάρκειά της στις μελέτες μας ήσαν μεγαλύτερα από ό,τι στους ανθρώπους».
Το χαμηλότερο επίπεδο έκθεσης των πειραματόζωων ήταν ανάλογο με την μέγιστη τοπική έκθεση των ιστών που επιτρέπεται σήμερα για τους χρήστες κινητών, ένα επίπεδο που σπάνια συμβαίνει για κάποιον που κάνει τυπική χρήση της συσκευής του. Το υψηλότερο επίπεδο έκθεσης των ζώων ήταν τετραπλάσιο σε σχέση με το μέγιστο επιτρεπόμενο στους ανθρώπους.
Τα πειραματόζωα εκτέθηκαν στην ακτινοβολία RFR ήδη από τη μήτρα της μητέρας τους και εωσότου γίνουν δύο ετών, δηλαδή σχεδόν για όλη τη ζωή τους. Η έκθεση στην ακτινοβολία (με συχνότητα 900 megahertz) γινόταν ανά διαστήματα και διαρκούσε συνολικά περίπου εννέα ώρες ημερησίως. Τα επίπεδα ακτινοβολίας κυμαίνονταν από 1,5 έως έξι βατ ανά κιλό βάρους στους αρουραίους και από 2,5 έως δέκα βατ ανά κιλό στα ποντίκια.
Ένα απρόσμενο εύρημα ήταν η μεγαλύτερη διάρκεια ζωής των αρσενικών αρουραίων που είχαν εκτεθεί σε ακτινοβολία, κάτι που οι επιστήμονες απέδωσαν πιθανώς στο ότι παρατηρήθηκε μείωση στα χρόνια νεφρικά προβλήματα των τρωκτικών, που συχνά αποτελούν την αιτία του θανάτου τους.
Οι μελέτες κόστους 30 εκατομμυρίων δολαρίων χρειάσθηκαν πάνω από μια δεκαετία για να ολοκληρωθούν και αποτελούν την πιο ολοκληρωμένη αξιολόγηση του κινδύνου που έχει γίνει μέχρι σήμερα διεθνώς, όσον αφορά τις επιπτώσεις της εν λόγω ακτινοβολίας στην υγεία των ζώων.
Οι μελέτες δεν εξέτασαν την ακτινοβολία Wi-Fi, ούτε την ακτινοβολία των δικτύων τέταρτης (4G) και πέμπτης γενιάς (5G). Όπως είπαν, «το 5G είναι μια αναδυόμενη τώρα τεχνολογία και, από όσα κατανοούμε μέχρι στιγμής, πιθανώς διαφέρει δραματικά από ό,τι μελετήσαμε έως τώρα». Οι νεότερες τεχνολογίες τηλεπικοινωνιών, που χρησιμοποιούν υψηλότερες συχνότητες, οι οποίες διαπερνούν λιγότερο το σώμα, θα μελετηθούν σε μελλοντικές μελέτες. Η τελική μελέτη θα υποβληθεί στην αρμόδια εποπτική αρχή των ΗΠΑ, την Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA), που είχε ζητήσει τη διεξαγωγή της τοξικολογικής έρευνας, καθώς και στην Ομοσπονδιακή Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών (FCC) των ΗΠΑ.