Ο Έντι Ράμα συνδυάζει δύο φαινομενικά αντιφατικές ιδιότητες: γεννήθηκε κυριολεκτικά μέσα στην νομενκλατούρα του καθεστώτος Χότζα, μια που ο πατέρας του ήταν ένας από τους επίσημους καλλιτέχνες του καθεστώτος (φιλοτεχνούσε τους ανδριάντες του ηγέτη του Κόμματος Εργασίας Αλβανίας) και η μητέρα του αδελφή μέλους του πολιτικού γραφείου.
Ωστόσο, ο ίδιος επέλεξε να ακολουθήσει το δρόμο της τέχνης και μάλιστα να διατυπώσει και διαφωνίες σε σχέση με τον καταπιεστικό χαρακτήρα του καθεστώτος.
Παρότι θα ζήσει για χρόνια στο εξωτερικό, ο Ράμα θα επιστρέψει και να κάνει την εντυπωσιακή του είσοδο στα πολιτικά πράγματα μέσα από την δημαρχία των τυράννων.
Η θητεία του εκεί θα τον κάνει δημοφιλή και θα ανοίξει το δρόμο για την ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος και την πρωθυπουργία.
Η ευρωπαϊκή προοπτική και η ανοιχτή πληγή της διαφθοράς
Ο Ράμα έχει ως βασικό στόχο την είσοδο της Αλβανίας την Ευρωπαϊκή Ένωση, διαδικασία που βέβαια προϋποθέτει και την επίλυση των προβλημάτων σε σχέση με τη λειτουργία των θεσμών, της εγγύησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της λειτουργίας του κράτους δικαίου.
Ας μην ξεχνάμε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πάντα επιφυλακτική απέναντι σε χώρες που έχουν ενδημικά προβλήματα διαφθοράς. Στην περίπτωση της Αλβανίας, η ανησυχία αφορά και τα ερωτήματα των σχέσεων ανάμεσα στην εκτεταμένη καλλιέργεια και παραγωγή ναρκωτικών ουσιών (χασίς) και το κράτος.
Ενδεικτικό ότι ακόμη και ο τέως υπουργός Εσωτερικών Σαϊμίρ Ταχίρι, στενός συνεργάτης του Ράμα έχει κατηγορηθεί ότι βοηθούσε ένα κύκλωμα διακίνησης ναρκωτικών που είχαν οργανώσει τα ξαδέλφια του, με τον Ράμα να βρίσκεται στο πλευρό του υποστηρίζοντας την αθωότητά του.
Τα σημεία τριβής στις ελληνοαλβανικές σχέσεις
Ως προς τις ελληνοαλβανικές σχέσεις ο Ράμα έχει φτιάξει μια εικόνα ότι επιθυμεί την αναβάθμιση των σχέσεων με την Ελλάδα.
Αυτό υποτίθεται ότι αποτυπώθηκε και στο «ξεμπλοκάρισμα» που έγινε στο θέμα του πλήρους καθορισμού των συνόρων των δύο χωρών, ιδίως των θαλάσσιων, σε αντίθεση με την προηγούμενη σχετική συμφωνία το 2009 που λίγο μετά είχε καταστεί άκυρη από την αλβανική πλευρά, με πολλούς να υποστηρίζουν ότι είχε υπάρξει και «τουρκικός δάκτυλος» σε αυτή την κατεύθυνση.
Άλλωστε, υποτίθεται ότι και διάφορα ζητήματα που υπήρχαν όπως ήταν αυτά που αφορούσαν τη θέση των αλβανών μεταναστών στην Ελλάδα, όπως και την κατάσταση των μελών της ελληνικής μειονότητας της Αλβανίας.
Ας μην ξεχνάμε ότι μία από τις βασικές παραμέτρους που εξασφαλίζουν την οικονομική ανάπτυξη της γειτονικής χώρας είναι και τα χρήματα που στέλνουν πίσω οι αλβανοί μετανάστες στην Ελλάδα.
Όμως, σε μια δεύτερη ανάγνωση οι σχέσεις των δύο χωρών δεν είναι ακριβώς ανέφελες.
Καταρχάς υπάρχει το συνολικότερο θέμα της προοπτικής της Αλβανίας, που από όλα τα βαλκανικά κράτη είναι αυτό με ανολοκλήρωτη ακόμη εθνική ολοκλήρωση.
Σε αυτό το φόντο το αίτημα της «μεγάλης Αλβανίας», δηλαδή της συνένωσης όλων των περιοχών που έχουν πλειοψηφικούς αλβανικούς πληθυσμούς, έχει αποκτήσει ξεχωριστή επικαιρότητα.
Και το Κόσοβο και οι Τσάμηδες
Η αναζωπύρωση των συζητήσεων σε σχέση με το Κόσοβο και την πιθανή επίλυση των διαφορών με τη Σερβία, ακόμη και με ανταλλαγή εδαφών, επανέφερε και τις συζητήσεις για μια προοπτική ένωσης της Αλβανίας με το Κόσοβο, με τον Έντι Ράμα να έχει πάρει σαφή θέση υπέρ μιας τέτοιας εξέλιξης, ιδίως από τη στιγμή που και στο Κόσοβο η αντιπολίτευση επίσης θέτει αυτό το θέμα.
Είναι σαφές ότι έστω και χωρίς τις κραυγές προηγούμενων κυβερνήσεων ο κ. Ράμα δεν παραλείπει να επενδύσει και σε μια εθνικιστική ρητορική.
Δεν είναι τυχαίο, ότι η αλβανική κυβέρνηση επιμένει να συντηρεί το ζήτημα των Τσάμηδων, παρότι γνωρίζει ότι ανεξαρτήτως της όποιας συναισθηματικής φόρτισης έχει το θέμα αυτό για μερίδα της αλβανικής κοινωνίας, με όρους διεθνούς δικαίου απλώς δεν τίθεται.
Ανάλογη επένδυση σε έναν ορισμένο εθνικισμό και σε βάρος της ελληνικής μειονότητας είναι τα όσα κατά καιρούς συμβαίνουν στη Χειμάρα, όπου με πρόσχημα ένα σχέδιο ανάπλασης της πόλης έχουν υπάρξει κατεδαφίσεις κτιρίων που ανήκουν σε έλληνες ομογενείς, σε μια μεθόδευση που σκοπό έχει να πιεστούν να εγκαταλείψουν τη συγκεκριμένη περιοχή.
Σε αυτό το φόντο, η στάση της αλβανικής πλευράς, τα αναπάντητα ερωτήματα για το εάν ήταν μονόδρομος η χρήση θανάσιμης βίας απέναντι στον Κατσιφά και στη συνέχεια η απροθυμία συνεργασίας με τις ελληνικές αρχές, το γεγονός ότι δεν διευκολύνονται οι συνήγοροι της οικογένειας αλλά και το γεγονός ότι έσπευσε να πάρει θέση με τουίτ από την αρχή ο ίδιος ο Ράμα δεν μπορούν να θεωρηθούν άσχετα από αυτή την επένδυση στον εθνικισμό από τη μεριά της αλβανικής κυβέρνησης.
Προφανώς και η απάντηση σε αυτό δεν μπορεί να έρθει από τις διάφορες ανιστόρητες και ανεγκέφαλες φωνές μέσα στην Ελλάδα που καλούν σε ελληνικά αντίμετρα, παραβλέποντας και τους κινδύνους για τη ελληνική μειονότητα στην Αλβανία αλλά και τα προβλήματα που θα δημιουργούσε μια ανακοπή στη διαδικασία ενσωμάτωσης των αλβανών μεταναστών στην ελληνική κοινωνία.
Ωστόσο, είναι σαφές ότι η ελληνική πλευρά πρέπει να κάνει σαφές προς την αλβανική κυβέρνηση ότι οι αναγκαία καλή γειτονία και η αναβάθμιση των διμερών σχέσεων, περνάει μέσα από την πλήρη προστασία των δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας, το σεβασμό του διεθνούς δικαίου, όπως και των κανόνων του κράτους δικαίου, και φυσικά την πλήρη διαλεύκανση αυτής της υπόθεσης.