Η εταιρεία Aegean Marine PetroleumNetwork ανακοίνωσε και επισήμως τα πορίσματα του ελέγχου που έκανε στους «σκελετούς στα ντουλάπια» που υπήρχαν από την εποχή Μελισσανίδη, επιβεβαιώνοντας τα όσα είχαν ήδη περιληφθεί στο ρεπορτάζ της Karen Hope στους Financial Times.
Τα συμπεράσματα της επιτροπής ελέγχου είναι τα ακόλουθα: Περίπου 300 εκατομμύρια δολάρια, σε ρευστότητα και άλλα περιουσιακά στοιχεία υπεξαιρέθηκαν μέσα από πρακτικές απάτης. Τα περισσότερα από αυτά διοχετεύτηκαν στην Oil Tank Engineering & Consulting Ltd, μια εταιρεία με έδρα τις νήσους Μάρσαλ και η οποία συνεργάστηκε με μια θυγατρική της Aegean για την κατασκευή του τερματικού σταθμού καυσίμων στη Φουτζέιρα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων.
Οι ελεγκτές πιστεύουν ότι μέσα από υπερτιμημένα συμβόλαια και απάτες και στην τιμολόγηση υπεξαιρέθηκαν πόροι της επιχείρησης και υποστηρίζουν ότι η Oil Tankελέγχεται από πρώην στέλεχος της Aegean.
H Oil Tank είναι η εταιρεία που είχε δανείσει το 2015 2,7 εκατομμύρια δολάρια στην ΑΕΚ. Σύμφωνα με ανακοίνωση της κιτρινόμαυρης ΠΑΕ: «Στις 13/07/2015, λόγω της τραπεζικής αργίας η εταιρεία προχώρησε σε σύναψη δανείου με την Oil Tank Engineering& Consulting Ltd. με σκοπό την πληρωμή των υποχρεώσεών της προς ποδοσφαιριστές».
Κατά τους ελεγκτές στο τέλος του 2017 υπήρχαν 200 εκατομμύρια που αναφέρονταν ως εισπράξιμα, όμως στην πραγματικότητα απλώς δεν υπήρχαν καθώς οι φερόμενοι ως συναλλασσόμενοι με την εταιρία ήταν εταιρίες-βιτρίνες χωρίς υλικά περιουσιακά στοιχεία ή λειτουργίες και ανήκαν ή ήταν υπό τον έλεγχο πρώην υπαλλήλων ή στελεχών της εταιρείας.
Ουσιαστικά οι ελεγκτές εκτιμούν ότι αυτές οι εικονικές συναλλαγές συγκάλυπταν την εκτεταμένη υπεξαίρεση πόρων που γινόταν προς την Oil Tank. Ως αποτέλεσμα αυτά τα 200 εκατομμύρια δολάρια χαρακτηρίστηκαν μη εισπράξιμα και διεγράφησαν από τους ισολογισμούς της εταιρείας.
Κι άλλες απάτες
Η έρευνα ανακάλυψε επίσης και άλλες μορφές απάτης συμπεριλαμβανομένων και προπληρωμένων προμηθειών πετρελαίου που δεν έγιναν ποτέ. Οι πρακτικές αυτές ξεκίνησαν από το 2010.
Κατά τους ελεγκτές σε όλα αυτά εμπλέκονται πάνω από 12 πρώην υπάλληλοι αλλά ανώτερα στελέχη της επιχείρησης, οι οποίοι παραποίησαν και παραχάραξαν έγγραφα, συμπεριλαμβανομένων τραπεζικών εγγράφων, λογιστικών ελέγχων, συμβόλαια, τιμολόγια. Η εργασιακή σχέση με αυτούς τους υπαλλήλους διακόπηκε.
Ιδιαίτερη σημασία έχει η αναφορά που κάνουν στο πρόσωπο που αναφέρουν ως το πρώην ανώτερο στέλεχος (Former Affiliate) και το οποίο ασκούσε σημαντικό έλεγχο στο προσωπικό και τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας, μέσα από «απειλές για οικονομική αντεκδίκηση (retaliation) και φυσική βία». Επισημαίνουν μάλιστα ότι το πρώην στέλεχος εξακολουθεί να έχει πρόσβαση και έλεγχο στα αρχεία της εταιρείας, τόσο σε φυσική όσο και ψηφιακή μορφή.
Μάλιστα, ως προς τα αρχεία η νέα διοίκηση της Aegean αναφέρει ότι υπήρξε τουλάχιστον μία προσπάθεια να διαγραφούν τα αρχεία στον σέρβερ της εταιρείας με την εξ αποστάσεως εγκατάσταση ειδικού λογισμικού για την διαγραφή των αρχείων από πρόσωπο που είχε διοικητική πρόσβαση.
Ωστόσο, επισημαίνουν ότι στις 22 Ιουνίου 2018 με προσωρινή απόφασή της η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα απαγόρευσε τη χρήση και επεξεργασία των e-mail και άλλων αρχείων που οι ελεγκτές εντόπισαν στα γραφεία της εταιρείας στον Πειραιά, απόφαση εναντίον της οποίας έχουν προσφύγει.
Όλα αυτά ήδη παίρνουν και το δρόμο της αμερικανικής δικαιοσύνης. Ούτως ή άλλως η νέα διοίκηση της εταιρείας εξαρχής είχε στείλει όσα στοιχεία είχε στην αμερικανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ενώ στις 3 Οκτωβρίου η εταιρεία έλαβε κλήτευση για παράσταση ενώπιον σώματος ενόρκων (grand jury) από τον Ομοσπονδιακό Εισαγγελέα για τη Southern District της Νέας Υόρκης στο πλαίσιο της διερεύνησης πιθανών κακουργημάτων.
Η εταιρεία δηλώνει ότι εξακολουθεί να δίνει στοιχεία στο αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης, μέσα στα όρια που της αφήνει η απόφαση της ελληνικής Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.
Είναι σαφές ότι πληθαίνουν οι ενδείξεις ότι γύρω από την εταιρεία που κάποτε ήταν το «πετράδι του στέμματος» της οικονομικής αυτοκρατορίας του Δημήτρη Μελίσσανίδη, θα ανοίξει ένας μεγάλος γύρος και δικαστικών διώξεων και αποκαλύψεων για μια διαχείριση που δεν ήταν ακριβώς «χρηστή».