«Η συνταγματική αναθεώρηση αποσκοπεί όχι μόνο να διορθώσει ατέλειες, αστοχίες και δυσλειτουργίες ως προς την εφαρμογή του Συντάγματος, αλλά κυρίως να απαντήσει σε κρίσιμα ερωτήματα ως προς την κατεύθυνση που πρέπει να πάρει το πραγματικό σύνταγμα, η εφαρμογή του συνταγματικού κειμένου στην πολιτική πράξη», επισημαίνεται στην αιτιολογική έκθεση της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ, για τη συνταγματική αναθεώρηση.
«Η καθαρή έξοδος από τα μνημόνια τον Αύγουστο του 2018 και η μετάβαση σε μια νέα ιστορική φάση, μας υποχρεώνει να αφοσιωθούμε στις μεγάλες θεσμικές τομές και μεταρρυθμίσεις με στόχο την ενίσχυση του κοινοβουλευτισμού, την εμβάθυνση της δημοκρατίας, την προώθηση της ισότητας και της ισονομίας, την προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων, τον απαραίτητο θεσμικό εκσυγχρονισμό» τονίζεται στην ίδια έκθεση.
Ακόμα, στην έκθεση γίνεται αναφορά «στα βήματα θεσμικής προόδου, εκδημοκρατισμού και απόκρισης σε πραγματικά κοινωνικά και λαϊκά αιτήματα» τα οποία ξεκίνησε η κυβέρνηση από το 2015 «ενισχύοντας την κοινοβουλευτική διαδικασία και προχωρώντας σε σειρά θεσμικών παρεμβάσεων, παρά τους γνωστούς και μεγάλους περιορισμούς που δημιουργούσε η συνθήκη της αυστηρής επιτροπείας».
«- Ψηφίσαμε την απλή αναλογική ως εκλογικό σύστημα στις βουλευτικές και αυτοδιοικητικές εκλογές, αλλάζοντας τους όρους αντιπροσώπευσης και κατοχυρώνοντας, όχι μόνο την τυπική, αλλά και την ουσιαστική ισότητα της ψήφου.
– Καταθέσαμε και ψηφίσαμε σειρά νομοθετημάτων για τη διεύρυνση των ελευθεριών και την κατοχύρωση νέων κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων, κάνοντας βήματα προς την κατεύθυνση της πραγματικής ισότητας των πολιτών ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, χρώματος ή σεξουαλικού προσανατολισμού. Καταργήσαμε την πολιτική επιστράτευση των απεργών. Αποκαταστήσαμε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις», υπογραμμίζεται χαρακτηριστικά στην έκθεση.
«Η αναθεώρηση του Συντάγματος, προωθεί περαιτέρω, ώριμες και αναγκαίες προοδευτικές τομές, τόσο για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών στο πολιτικό μας σύστημα, όσο όμως και για την εμβάθυνση της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας. Βασικός στόχος είναι να απαντήσουμε στις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η δημοκρατία και το κοινοβουλευτικό σύστημα. Αλλά και στις προκλήσεις και τους κινδύνους που επιφυλάσσει η ανεξέλεγκτη κυριαρχία των αγορών, η ανεξέλεγκτη κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού στις σύγχρονες κοινωνίες» τονίζεται στην αιτιολογική έκθεση.
Στη συνέχεια, επισημαίνεται ότι «η οικονομική κρίση έφερε στο προσκήνιο τις χρόνιες παθογένειες του ελληνικού κράτους που αποτελούσε πολιτική επιλογή των προηγούμενων κυβερνήσεων όπως:
-Την αναπαραγωγή σχέσεων εξάρτησης των πολιτών από το πολιτικό προσωπικό,
-Τη δημιουργία, τη συντήρηση και τη συγκάλυψη εστιών διαφθοράς από τη βάση μέχρι τις κορυφές του διοικητικού μηχανισμού.
-Την ανοχή της γενικευμένης φοροδιαφυγής που λειτούργησε και ως καταλύτης για την ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού».
«Είμαστε υποχρεωμένοι να προωθήσουμε μέτρα που θα ενισχύουν τις δημοκρατικές λειτουργίες, και τη λαϊκή συμμετοχή. Την απευθείας συμμετοχή των πολιτών στην πολιτική ζωή αλλά και τη λήψη των αποφάσεων από τους ίδιους τους πολίτες», αναφέρεται μεταξύ άλλων στην αιτιολογική έκθεση.
Για την καθιέρωση παγίως, αναλογικού εκλογικού συστήματος, αλλά και την ταυτόχρονη καθιέρωση της εποικοδομητικής ψήφου δυσπιστίας, τονίζεται χαρακτηριστικά:
«Η εποικοδομητική ψήφος δυσπιστίας αποτελεί τον θεσμό σύμφωνα με τον οποίο πρόταση δυσπιστίας δεν μπορεί να γίνει δεκτή από το Κοινοβούλιο, παρά μόνο υπό την προϋπόθεση ότι υπερψηφίζεται ταυτόχρονα και νέος πρωθυπουργός. Και τούτο φυσικά, δεν δημιουργεί μόνο συνθήκες πολιτικής σταθερότητας, καθώς διευκολύνει τη συνέχεια των κυβερνήσεων και δυσκολεύει την πρόωρη λήξη της κοινοβουλευτικής περιόδου. Ταυτόχρονα δημιουργεί και τους όρους εκείνους για τετραετείς πολιτικούς κύκλους, πέρα και έξω από τακτικισμούς και σχεδιασμούς εξωθεσμικών πολιτικών κέντρων. Το μέτρο αυτό ισχυροποιεί την εκάστοτε κυβέρνηση. Είναι λοιπόν γι’αυτόν τον λόγο, που δεν μπορεί να νοηθεί και να λειτουργήσει, παρά μόνο σε συνδυασμό με την υποχρέωση για εφαρμογή ενός αναλογικού εκλογικού συστήματος, ενός εσωτερικού δηλαδή στον κοινοβουλευτισμό, εξισορροπητικού μηχανισμού. Πρόκειται για ένα εσωτερικό και μάλιστα δημοκρατικό αντίβαρο της ισχυροποίησης της κυβέρνησης».
Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται τόσο η πρόταση, «που αποτρέπει τη διάλυση του Κοινοβουλίου με αφορμή την αδυναμία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας με αυξημένη πλειοψηφία από το Κοινοβούλιο» όσο και «η υποχρέωση ο πρωθυπουργός να είναι απαραιτήτως αιρετός από τον ελληνικό λαό, δηλαδή εκλεγμένος βουλευτής».
«Μια πρόταση που λαμβάνει υπόψη της την πολιτική εμπειρία που αντλήσαμε από τα χρόνια της κρίσης. Ώστε να μην επαναληφθούν έκτακτες πολιτικές καταστάσεις με διορισμούς πρωθυπουργών που δεν έχουν περάσει από τη βάσανο της λαϊκής ψήφου», σημειώνεται.
Αναφορικά με τα δημοψηφίσματα τονίζεται ότι:
«Ο λαός αποτελεί για μας τη βασική εγγύηση τήρησης της δημοκρατικής αρχής. Επειδή είμαστε με τη δημοκρατία και όχι με την αριστοκρατία, επιμένουμε να την υπερασπιζόμαστε, ακόμη και όταν θεωρούμε ότι η πλειοψηφία δεν παίρνει τις αποφάσεις που εμείς επιθυμούμε. Για αυτό προτείνουμε την κατοχύρωση του δικαιώματος για διενέργεια δημοψηφίσματος με λαϊκή πρωτοβουλία, είτε για κρίσιμο εθνικό θέμα είτε για ψηφισμένο νομοσχέδιο, αλλά και τη θεσμοθέτηση της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας. Μέτρα δηλαδή που φέρνουν τον λαό, αλλά και την πολιτική, τον διάλογο, τη διαφωνία, την αντιπαράθεση πολιτικών σχεδίων στο προσκήνιο. Διότι έτσι συγκροτούνται οι ισχυρές δημοκρατίες. Όταν εμπιστεύονται και όχι όταν φοβούνται την λαϊκή κρίση».
Ακόμα, η έκθεση αναφέρεται στην ανάγκη τροποποίησης των διατάξεων για τη βουλευτική ασυλία, ώστε αυτή να καλύπτει αποκλειστικά τα αδικήματα που τελούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
«Κεντρικό θέμα που οφείλει να θίξει η συνταγματική αναθεώρηση», χαρακτηρίζει τις σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους.
«Η Πολιτεία, ο πολιτικός κόσμος, η Εκκλησία, οι πολίτες αλλά και οι πιστοί, έχουν σήμερα την ωριμότητα, τη σωφροσύνη και την ευαισθησία να αποδεχτούν τον εξορθολογισμό των σχέσεων αυτών. Και εκτιμούμε ότι μπορεί να διαμορφωθούν ευρείες συναινέσεις, ώστε να περάσουμε σε μια νέα εποχή στις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας. Έχει έρθει λοιπόν ο καιρός, ώστε να κατοχυρωθεί ρητά στο Σύνταγμα η θρησκευτική ουδετερότητα του ελληνικού κράτους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται κανονιστικά και πρακτικά. Και αυτό είναι ένα σημαντικό βήμα για τον εκσυγχρονισμό και την φιλελευθεροποίηση του Συντάγματός μας», τονίζεται.
Έμφαση δίνεται μέσα από την αιτιολογική έκθεση και για την πρόταση που αφορά την ενίσχυση της προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων, ενώ τονίζεται ότι, «από την πρώτη στιγμή αυτής της μακρόχρονης διαδικασίας του διαλόγου είχαμε διακηρύξει τη βούληση μας για ένα Σύνταγμα:
-Που θα προστατεύει δημόσια αγαθά, όπως το νερό και την ηλεκτρική ενέργεια από την επέλαση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.
-Θα κατοχυρώνει εμφατικά την προστασία της εργασίας και των εργαζομένων.
-Θα αναγνωρίζει την αποκλειστική αρμοδιότητα των κοινωνικών εταίρων να ορίζουν τον κατώτατο μισθό.
-Θα ενισχύει τις κρατικές εγγυήσεις για καθολική πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας σε όλους τους πολίτες».
Στη πρόταση δίνεται παράλληλα έμφαση, στην επιδίωξη ευρύτερων συναινέσεων.
«Βεβαίως, όλες αυτές οι προτάσεις, αντανακλούν τις δικές μας ιδεολογικές επιλογές, αλλά είναι και θέσεις που ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες, τις αγωνίες της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και στις προσδοκίες των πολιτών από το πολιτικό σύστημα. Η πρόταση μας επιδιώκει τις συναινέσεις, εκεί που είναι δυνατές. Περιλαμβάνει αρκετές από τις προτάσεις αναθεώρησης της Νέας Δημοκρατίας του 2014, αλλά και από τα σημεία αναθεώρησης που πρότεινε πρόσφατα το ΚΙΝΑΛ. Μαζί με άλλες, βεβαίως, που αποτελούν το δικό μας πολιτικό και ιδεολογικό στίγμα, όπως κάθε πολιτική δύναμη έχει το δικαίωμα -και την υποχρέωση- να καταθέτει στον κοινοβουλευτικό διάλογο», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
«Θα επιδιώξουμε συναινέσεις, όχι μόνον ως προς τον κατάλογο των άρθρων που θα αναθεωρηθούν, αλλά και ως προς την κατεύθυνση της αναθεώρησης τους. Διότι, όπως έκρινε και η απόφαση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου 11/2003, θεωρούμε ότι τόσο η αρχική μας πρόταση όσο και η τελική απόφαση της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος θα πρέπει να προσδιορίζει δεσμευτικά και το περιεχόμενο των αναθεωρητέων άρθρων», τονίζεται.
Τέλος στο αιτιολογικό της έκθεσης αναφέρονται οι επιμέρους άξονες που περιλαμβάνονται στην πρόταση, με σκοπό όπως τονίζεται, «την πλήρη επαναθεμελίωση του πολιτεύματος σε δημοκρατικότερη και προοδευτική βάση:
Πρώτος άξονας: Διεύρυνση της Δημοκρατίας – Νέα αρχιτεκτονική του πολιτεύματος.
1. Απλή αναλογική, Ρύθμιση ψήφου ομογενών.
2. Ενίσχυση της πολιτικής νομιμοποίησης των βουλευτών.
Περιορισμός θητείας βουλευτών – Ασυλία.
3. Λειτουργία της κυβέρνησης – Κατάργηση ποινικών προνομίων υπουργών.
Ψήφος Εμπιστοσύνης.
Ποινική ευθύνη υπουργών.
4. Εκλογικό Σύστημα.
Καθιέρωση αναλογικού εκλογικού συστήματος – Ρύθμιση ψήφου ομογενών.
Καθιέρωση αναλογικού συστήματος στις 28 ανεξάρτητες αρχές.
Δεύτερος άξονας: Διακριτότητα κράτους εκκλησίας.
– Αναγνώριση της θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους.
– Πολιτικός όρκος.
Τρίτος άξονας: Ενίσχυση των δικαιωμάτων των πολιτών- καθιέρωση θεσμών άμεσης λαϊκής συμμετοχής.
1. Κύρωση διεθνών συνθηκών μεταβίβασης κυριαρχίας με δημοψήφισμα.
2. Δημοψηφίσματα με λαϊκή πρωτοβουλία.
Τέταρτος ‘Αξονας: Εμβάθυνση των κοινωνικών δικαιωμάτων και της προστασίας των κοινών.
-Θωράκιση των κοινωνικών δικαιωμάτων στην εργασία, την υγεία, την πρόνοια και την κοινωνική ασφάλιση.
-Προστασία εργαζομένων από διακρίσεις λόγω ηλικίας.
-Κατοχύρωση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.