Η κυβέρνηση της Κούβας χαρακτήρισε τις νέες κυρώσεις που σχεδιάζουν να επιβάλλουν στη χώρα οι ΗΠΑ, μια μάταιη απόπειρα να εξαναγκαστεί η Αβάνα να αλλάξει πολιτική, προβλέποντας ότι το μοναδικό αποτέλεσμά της θα είναι να απομονωθεί περαιτέρω η Ουάσινγκτον σε διεθνές επίπεδο.
Ο Τζον Μπόλτον, ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, ανήγγειλε την Πέμπτη ότι πάνω από είκοσι εταιρείες της Κούβας, οι οποίες συνδέονται με τον στρατό ή την υπηρεσία πληροφοριών της κομμουνιστικής κυβέρνησης της νήσου, θα προστεθούν στις 100 και πλέον με τις οποίες απαγορεύεται στους Αμερικανούς να συναλλάσσονται ή να γίνονται πελάτες τους.
Ο Μπόλτον έκανε αυτή την ανακοίνωση μόλις μία ώρα αφού 189 κράτη-μέλη των Ηνωμένων Εθνών απηύθυναν έκκληση με απόφασή τους να τερματιστεί το αμερικανικό εμπάργκο στην Κούβα. Η Ουάσινγκτον προσπάθησε — ανεπιτυχώς — να τροποποιηθεί το κείμενο της απόφασης, ώστε να ασκηθεί πίεση στην Αβάνα να βελτιώσει την κατάσταση ως προς τα ανθρώπινα δικαιώματα, που καταπατώνται, όπως ερίζει.
Η απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ έχει μεν πολιτικό βάρος, αλλά μόνο το αμερικανικό Κογκρέσο μπορεί να άρει το εμπάργκο που ισχύει πάνω από μισό αιώνα, και η Κούβα καταγγέλλει ότι είναι ένας οικονομικός αποκλεισμός που της προκαλεί ασφυξία και δυσθεώρητη ζημία.
Οι ΗΠΑ και το Ισραήλ καταψήφισαν το κείμενο της απόφασης.
Ο Μπόλτον περιέγραψε τα σχέδια της κυβέρνησης Τραμπ για την υιοθέτηση ακόμη πιο σκληρής στάσης έναντι της Κούβας, της Βενεζουέλας και της Νικαράγουας, τοποθετούμενος στο Μαϊάμι — την καρδιά των κοινοτήτων των εξορίστων από αυτές τις τρεις λατινοαμερικάνικες χώρες στις ΗΠΑ — μόλις λίγες ημέρες πριν από τις ενδιάμεσες εκλογές.
«Απορρίπτουμε κατηγορηματικά αυτά τα μέτρα, τα οποία θα πλήξουν την οικονομία και την ανάπτυξη της χώρας μας, καθώς θα προστεθούν στις συνέπειες του οικονομικού αποκλεισμού», τόνισε ο Κάρλος Φερνάντες δε Κόσιο, ο επικεφαλής της διεύθυνσης που είναι αρμόδια για τις ΗΠΑ στο υπουργείο Εξωτερικών, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε στην Αβάνα.
«Θα αποτύχουν», επέμεινε ο ίδιος. «Δεν θα κάμψουν τη θέληση των Κουβανών», διαβεβαίωσε.
Ο Τραμπ τηρεί εξαρχής πολύ σκληρότερη στάση έναντι της Κούβας από ό,τι ο προκάτοχός του Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος προσπάθησε να παραμερίσει τις δεκαετίες εχθρότητας ανάμεσα στην Ουάσινγκτον και την Αβάνα και αποκατέστησε, μαζί με τον τότε κουβανό ομόλογό του Ραούλ Κάστρο, τις διπλωματικές σχέσεις των δύο κρατών. Ο Τραμπ ακύρωσε μέρος των μέτρων που είχε ανακοινώσει ο Ομπάμα το 2014, ιδίως κάνοντας πιο αυστηρούς τους όρους για τα ταξίδια Αμερικανών στο νησί της Καραϊβικής και επιβάλλοντας περιορισμούς στη δραστηριότητα εταιρειών των ΗΠΑ στην Κούβα.
Ο Μπόλτον τόνισε εξάλλου ότι η κυβέρνηση Τραμπ θα εξετάσει εάν και κατά πόσον θα επιτρέψει σε αμερικανούς πολίτες, περιουσιακά στοιχεία των οποίων είχαν δημευθεί στην πορεία των ετών από τις αρχές της Αβάνας, να μηνύουν ξένες εταιρείες που έχουν επενδύσει σε ακίνητα στο νησί — κάτι που απαιτούν εδώ και χρόνια οι πιο σκληροπυρηνικοί εξόριστοι.
Το μέτρο αυτό αποτελούσε μέρος του νόμου Χελμς-Μπάρτον (1996), με τον οποίο οι κυρώσεις σε βάρος της Κούβας έγιναν νόμος του κράτους στις ΗΠΑ. Ωστόσο, πολλοί προκάτοχοι του Τραμπ είχαν αποφασίσει να μην εφαρμοστεί, λόγω της αντίθεσης και της πίεσης της διεθνούς κοινότητας.
Ο Φερνάντες δε Κόσιο τόνισε ότι ένα τέτοιο μέτρο, εάν πράγματι εφαρμοστεί, θα αποτελέσει κατάφωρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου και θα απομονώσει περαιτέρω τις ΗΠΑ.
«Δεν υπάρχει απολύτως καμία πιθανότητα άνθρωποι που εγκατέλειψαν την Κούβα ή ιδιοκτησίες στην Κούβα να επιστρέψουν και να τις διεκδικήσουν», πρόσθεσε ο ίδιος.