Στη διάρκεια της τρίχρονης ενεργούς παρουσίας του στην πολιτική ζωή των ΗΠΑ με τα σχεδόν δύο από τα τρία χρόνια στον Λευκό Οίκο, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ προσπάθησε να αποδείξει ότι πολλές από τις κοινοτοπίες και τα στερεότυπα της αμερικανικής πολιτικής δεν τον άγγιζαν ή είχαν κάποιο πεδίο εφαρμογής από τον ίδιο.
Το αν αυτό ισχύει ή ίσχυσε πραγματικά είναι ένα από τα μεγάλα ερωτήματα τα οποία θα απαντηθούν από τα αποτελέσματα των χθεσινών ενδιάμεσων εκλογών για το Κογκρέσο, σχολιάζει το “Politico.”
Οι πολιτικές αποφάσεις που έλαβε ο Αμερικανός πρόεδρος τον προηγούμενο μήνα επικαιροποίησαν ένα άλλο ερώτημα, το οποίο είναι σχετικό με το αν ο Τραμπ κλείνει τα αυτιά του στα ζητήματα πολιτικής βαρύτητας ή απλά καθυστερεί να κατανοήσει την σημασία τους.
Σε συμβατικό πολιτικό επίπεδο θα ήταν ιδιαίτερα έξυπνο για έναν πρόεδρο που δεν έχει γίνει αποδεκτός μαζικά από το κόμμα του να επιτρέψει στην διάρκεια του προεκλογικού αγώνα για τις ενδιάμεσες εκλογές στους Ρεπουμπλικάνους υποψηφίους να εστιάσουν την προσοχή τους σε τοπικό επίπεδο, παραχωρώντας τους την δημοσιότητα που ενδεχόμενα θα είχε ο ίδιος.
Με τον τρόπο αυτό θα είχε αποφευχθεί η συσπείρωση και η κινητοποίηση των Δημοκρατικών, μέσω της ιδέας που καλλιεργήθηκε ότι οι ενδιάμεσες εκλογές αποτελούσαν ένα έμμεσο δημοψήφισμα για τον ίδιο τον Τραμπ.
Αντί του παραπάνω συσχετισμού εκλογών-προέδρου θα ήταν έξυπνο για έναν ηγέτη που προεδρεύει σε μία περίοδο με τους θετικότερους δείκτες απασχόλησης κατά τις τελευταίες δεκαετίες να αναβαθμίσει το γεγονός αυτό ως το πιο ουσιαστικό πολιτικό επιχείρημά του στις ομιλίες που έκανε προεκλογικά στις πολιτείες που ελέγχονται από τους Ρεπουμπλικάνους.
Η υποβάθμιση του ουσιαστικού αυτού επιχειρήματος σε δεύτερο επίπεδο πολιτικής επιχειρηματολογίας φαίνεται ότι δεν ήταν μια συνετή επιλογή απέναντι στην πρωταρχική προεκλογική ανάδειξη των ζητημάτων της μετανάστευσης και της κοινωνικής βίας από τον Αμερικανό πρόεδρο, μόλις ημέρες πριν από τις χθεσινές εκλογές.
Στο πλαίσιο μιας παραδοσιακής πολιτικής προσέγγισης υπό την ακραία πόλωση που χαρακτήρισε τον προεκλογικό αγώνα που οδήγησε στις ενδιάμεσες εκλογές ο πρόεδρος Τραμπ (από την ομιλία αποδοχής του προεδρικού χρίσματος των Ρεπουμπλικάνων [2016], την προεδρική ορκωμοσία του [2017] αλλά κι ένα σύνολο άλλων περιπτώσεων και καταστάσεων που ακολούθησαν) θα έπρεπε να είχε ακολουθήσει μία πιο συμβιβαστική στρατηγική προεκλογικής προσέγγισης, με στόχο την διεύρυνση της αποδοχής του προεκλογικού μηνύματός του.
Ωστόσο, ο ίδιος επέλεξε να ακολουθήσει την αντίθετη κατεύθυνση που του εξασφάλιζε την ενίσχυση των δεσμών του με τους πιο αφοσιωμένους υποστηρικτές του.
Ένα τέτοιο πρόσφατο παράδειγμα αποτέλεσε η διαδικασία επικύρωσης του διορισμού του δικαστή Μπρετ Κάβανο στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ.
Ο Τραμπ για λίγες ημέρες κράτησε μια διαφορετική στάση απέναντι στην Κριστίν Μπλάζι Φορντ που είχε κατηγορήσει τον Κάβανο για σεξουαλική επίθεση. Ο πρόεδρος Τραμπ έδειχνε να έχει σεβασμό και να είναι περισσότερο ανοιχτόμυαλος, αποφεύγοντας (αρχικά) τις ευθείες φραστικές επιθέσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να επιφέρουν ένα σοβαρό πολιτικό κόστος από την συμπεριφορά των γυναικών ψηφοφόρων στις κάλπες.
Αμέσως μετά το αρχικό αυτό διάστημα κατευνασμού απέναντι στην Φορντ κι ακολουθώντας το προσωπικό ένστικτο, επιτέθηκε κατά της ίδιας, των Δημοκρατικών, αλλά και των ΜΜΕ, ενώ επικροτούσε τις επιθέσεις του Κάβανο κατά των Δημοκρατικών.
Από την άλλη μεριά για όσους σπεύσουν να χαρακτηρίσουν ως “τρελή” την προεκλογική στρατηγική που ακολούθησε ο Τραμπ, ένας υψηλόβαθμος στρατηγιστής των Ρεπουμπλικάνων που ασχολείται με τις ανταγωνιστικές προεκλογικές εκστρατείες δήλωσε ότι, σύμφωνα με τις εσωτερικές προεκλογικές δημοσκοπήσεις, η εικόνα του προέδρου κέρδισε 15 ποσοστιαίες εβδομάδες κατά το τελευταίο δεκαήμερο πριν από την διεξαγωγή των εκλογών.
Παράλληλα υπήρξαν φωνές στους Δημοκρατικούς που προειδοποιούσαν για το ενδεχόμενο η στρατηγική πολιτικής πόλωσης που ακολούθησε ο Τραμπ να του εξασφαλίσει ένα μη αναμενόμενο εκλογικό αποτέλεσμα, διαψεύδοντας τις προγνώσεις, όπως συνέβη το 2016.
Ωστόσο, η προσέγγιση αυτή που ακολούθησε ο Τραμπ φαίνεται ότι αύξησε το πολιτικό κόστος για τους Ρεπουμπλικάνους, απέναντι στην αντίληψη που έχει ο πρόεδρος για την πολιτική ισχύ και την δυναμική του προσωπικού του προφίλ. Ο Αμερικανός πρόεδρος συσχετίζει την πολιτική ισχύ με την αντίληψη που προκαλεί ο ίδιος και την διατήρηση μιας αύρας που προβάλει την δύναμη και την επιτυχία, με έμφαση στο δικό του προσωπικό στοιχείο.
Στρατηγιστές του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος επικαλούνται το ασυνήθιστο πολιτικό περιβάλλον στο οποίο πραγματοποιήθηκε ο προεκλογικός αγώνας για τις χθεσινές (πρώτες) ενδιάμεσες εκλογές του προέδρου Τραμπ, αλλά και τον ασυμβίβαστο και απρόβλεπτο χαρακτήρα του. “Αυτό που νομίζω ότι διαφέρει σήμερα, είναι το γεγονός ότι ενώ ο πρόεδρος έχει πάντα την δυνατότητα να καθορίζει την ατζέντα των θεμάτων, ο ίδιος απορροφά όλο το οξυγόνο από τον αέρα. Η πραγματικότητα είναι ότι ακόμη και οι τοπικοί προεκλογικοί αγώνες, έχουν έναν συνολικό εθνικό χαρακτήρα κι αυτός ο χαρακτήρας επηρεάζει το αποτέλεσμα,” δήλωσε ένας Ρεπουμπλικάνος στρατηγιστής που δραστηριοποιείται στην Γερουσία.
Ένας υψηλόβαθμος αξιωματούχος του Λευκού Οίκου δήλωσε ότι οι πολιτικοί σύμβουλοι του προέδρου Τραμπ αποφάσιζαν για το που θα μιλήσει προεκλογικά μέσω τριών προϋποθέσεων. Η πρώτη προϋπόθεση ήταν η διαθεσιμότητα κατάλληλων χώρων για τις προεκλογικές εκδηλώσεις.
Η δεύτερη προϋπόθεση ήταν τα στοιχεία αναφορικά με τον ρόλο που είχε η κάθε εκλογική περιφέρεια στην κινητοποίηση των ψηφοφόρων που ήταν φιλικοί προς το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα.
Η τρίτη προϋπόθεση ήταν ο βαθμός προστασίας από τον κίνδυνο να εκτεθεί ο πρόεδρος Τραμπ σε ενδεχόμενη σκληρή κριτική από τους Δημοκρατικούς.
Ωστόσο, η επικριτική στάση του Τραμπ απέναντι στους Δημοκρατικούς, αλλά και η ανάδειξη του ζητήματος των παράνομων μεταναστών, προκάλεσαν νέες διαιρέσεις μεταξύ των ψηφοφόρων, ενώ όπως διαφαίνεται, ο πρόεδρος Τραμπ έκανε τους προσωπικούς του υπολογισμούς, ανοίγοντας εμμέσως την προεκλογική εκστρατεία για τις προεδρικές εκλογές του 2020.
Διαβάστε επίσης
Διχασμένη Αμερική: Οι Δημοκρατικοί κέρδισαν τη Βουλή, ο Τραμπ ελέγχει τη Γερουσία