Οι επιθέσεις του 2015, από το Charlie Hebdo μέχρι το Bataclan, έχουν αφήσει βαθιά σημάδια στους Γάλλους. Έχουν χαραχθεί στην συλλογική μνήμη και έχουν προκαλέσει ψυχικά τραύματα, όπως μετατραυματικό στρες και ψυχοσωματικά συμπτώματα, σύμφωνα με σειρά μελετών που δημοσιεύονται σήμερα από την υπηρεσία Δημόσια Υγεία-Γαλλία.
Οι επιθέσεις του Νοεμβρίου 2015 στο Stade de France, στο Bataclan, στα παρισινά καφέ, μετά τα πλήγματα του Ιανουαρίου στο Charlie Hebdo, στο σουπερμάρκετ Hyper Cacher της Πόρτ ντε Βενσέν και στο Μονρούζ, έχουν δώσει το έναυσμα για το μεγαλύτερο ερευνητικό πρόγραμμα στον κόσμο, επισημαίνουν οι αναλυτές Denis Peschanski και Francis Eustache στο Bulletin Epidemiologique.
Το πολύπλευρο αυτό ερευνητικό πρόγραμμα, με τον τίτλο «13 Νοεμβρίου» γεννήθηκε στον απόηχο των επιθέσεων και συνεχίζει να αναπτύσσεται, καλύπτοντας θέματα υγείας, ψυχολογικά και κοινωνιολογικά θέματα.
Ο «πρώτος κύκλος» των θυμάτων, αυτόπτες μάρτυρες και μέλη των υπηρεσιών επέμβασης και αρωγής στους τόπους των επιθέσεων έχουν αναπτύξει το «σύνδρομο του μετατραυματικού στρες», το οποίο είχε εντοπισθεί και στο 20% των ανθρώπων που εκτέθηκαν στις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου στην Νέα Υόρκη και 11% από όσους εκτέθηκαν στην επίθεση της νήσου Ουτόγια στην Νορβηγία.
Στην Γαλλία, το 18% του πληθυσμού που εξετέθη στις επιθέσεις του Ιανουαρίου 2015 υποφέρει από μετατραυματικό στρες, σύμφωνα με τις μελέτες που πραγματοποιήθηκαν 6 και 18 μήνες μετά τα γεγονότα σε 190 ανθρώπους (ομήρους, τραυματίες, αυτόπτες μάρτυρες, συγγενείς θυμάτων).
Το 53% ανάμεσά τους έχει λάβει ψυχολογική βοήθεια στις πρώτες 48 ώρες, αλλά η έρευνα έδειξε ότι «στο μέτρο που οι διαταραχές της ψυχικής υγείας πλήττουν το 40% των ανθρώπων που εξετέθησαν» υπάρχει ανάγκη για επέκταση της ψυχολογικής βοήθειας προς όλους.
Οι επιθέσεις της 13ης Νοεμβρίου 2015, κατά τις οποίες σκοτώθηκαν 130 άνθρωποι και 400 τραυματίσθηκαν, είχαν συνέπειες σε ανθρώπους που βρίσκονται πέραν του «πρώτου κύκλου».
Επί του συνόλου του πληθυσμού του διαμερίσματος Ιλ-ντε-Φρανς (ευρεία περιφέρεια της γαλλικής πρωτεύουσας), καταγράφηκε έκρηξη του αριθμού των ανθρώπων που απευθύνθηκαν στις μονάδες επειγόντων περιστατικών το Σάββατο 14 Νοεμβρίου, την επομένη των επιθέσεων, και ακολούθησε μία δεύτερη έκρηξη προσέλευσης στις 16 Νοεμβρίου. Αφορά κυρίως την ηλικιακή ομάδα 15 έως 44 ετών.
Οι βασικές διαγνώσεις αφορούσαν μετατραυματικό στρες και οξεία αντίδραση στο στρες. Εκτός του Ιλ-ντε-Φρανς, παρατηρείται επίσης αύξηση προσέλευσης από τις 14 Νοεμβρίου με κορύφωση στις 17 Νοεμβρίου. Αντίστοιχη αύξηση παρατηρήθηκε στην υπηρεσία SOS Γιατροί.
Ακόμη και για τους Γάλλους που θεωρητικά ήσαν απομακρυσμένοι, οι επιθέσεις του 2015 είχαν ισχυρή επίδραση επάνω τους.
Επτά μήνες μετά την 13η Νοεμβρίου, το σύνολο σχεδόν των ερωτηθέντων από το Centre de Recherche pour l’ Etude et l’ Observation des conditions de vie (Credoc) θυμόντουσαν με ακρίβεια τις συνθήκες στις οποίες βρίσκονταν όταν έμαθαν την είδηση: μία κατάσταση που ονομάζεται «flash bulb memory» (μνήμη-αναλαμπή).
Το ένα τέταρτο των ερωτηθέντων δήλωσε ότι είχε προσωπική σχέση με ένα θύμα ή αυτόπτη μάρτυρα ή με τους τόπους των επιθέσεων, το εστιατόριο Petit Cambodge, το Στάδιο του Σεν Ντενί, αλλά κυρίως το Bataclan.
Οι νεότεροι των 40 ετών, πιο κοντά στους στόχους των επιθέσεων, φαίνεται ότι είναι αυτοί που έχουν πληγεί περισσότερο.
Τα τρία τέταρτα των Γάλλων εκφράζουν την ανάγκη να συνεχίσουν να μιλούν και να ακούν για τις επιθέσεις, αλλά το 25% θεωρεί ότι οι επιθέσεις «συζητούνται υπερβολικά πολύ». Ανάμεσα στις συνέπειες των επιθέσεων, είναι ενδιαφέρον να επισημανθεί ότι η ανησυχία για «μία περισσότερο διαιρεμένη κοινωνία» έρχεται στην τέταρτη θέση, μετά το «αίσθημα φόβου», την «ενίσχυση των μέτρων ασφαλείας» και την ανησυχία για «μία απειλή για τις ατομικές ελευθερίες».