Σε τεταμένο κλίμα συνεδριάζει εκτάκτως σήμερα η Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδας, η οποία καλείται να αποφασίσει επί της συμφωνίας του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα και του Αρχιεπίσκοπου Ιερωνύμου για τα κρίσιμα ζητήματα της μισθοδοσίας των κληρικών και την αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας.
Κατά τη διάρκειά της Συνόδου, ο Αρχιεπίσκοπος θα πραγματοποιήσει εισήγηση με θέμα «Ενημέρωσις περί προτάσεως υπό της Ελληνικής Κυβερνήσεως επί του θέματος της Εκκλησιαστικής Περιουσίας», θα ενημερώσει τα μέλη της Συνόδου για το περιεχόμενο και τη σημασία της κατ’ αρχήν συμφωνίας και εν συνεχεία θα ακολουθήσει συζήτηση επί της εισηγήσεως, προκειμένου να διαμορφωθούν τελικά οι θέσεις της Εκκλησίας από τους 82 Αρχιερείς της.
Από την πρώτη στιγμή που δημοσιοποιήθηκε το κοινό ανακοινωθέν του πρωθυπουργού και του Αρχιεπισκόπου οι αντιδράσεις μητροπολιτών και κληρικών ήταν πολλές, με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο να επισπεύδει τη συνεδρίαση της Ιεραρχίας.
Ωστόσο, σύμφωνα με πληροφορίες, οι Αρχιερείς δεν αναμένεται να στραφούν κατά του Αρχιεπισκόπου, ο οποίος έχει δηλώσει ότι δεν θα κάνει τίποτα χωρίς τη σύμφωνη γνώμη τους. Επίσης, ο κ. Ιερώνυμος αναμένεται να παραπέμψει το θέμα σε ειδική Σύνοδο για βελτιωτικές τροποποιήσεις και συζητήσεις.
Πάντως, οι αντιδράσεις το προηγούμενο διάστημα ήταν έντονες, καθώς σημαντικός αριθμός μητροπολιτών έχει ταχθεί εμφανώς κατά του προσχεδίου της συμφωνίας. Χαρακτηριστική ήταν η τοποθέτηση του μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείμ, ο οποίος είπε ότι «δεν μπορεί να περάσει από κάθε εχέφρονα άνθρωπο που σέβεται τον εαυτό του», προσθέτοντας ότι «δεν το θεωρώ καθόλου δεδομένο ότι θα περάσει από την Ιεραρχία».
Από την πλευρά του, ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Άνθιμος επέκρινε τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο και την συμφωνία που έκανε με τον πρωθυπουργό λέγοντας ότι «κόστισε πάρα πολύ στον Μακαριώτατο αυτή η κίνηση. Λυπάμαι που εκτέθηκε και αποδοκιμάζεται ο Αρχιεπίσκοπος, για μια συναλλαγή την οποία επιχείρησε με τον κ. πρωθυπουργό. Εγώ λυπούμαι γι’ αυτό γιατί ανήκουμε στην ίδια γενιά και δεν θέλουμε ένας αρχιεπίσκοπος -και για το αξίωμά του και για τα όσα έχει προσφέρει στην Εκκλησία- σε μια στιγμή να εκτίθεται και να αποδοκιμάζεται για μια συναλλαγή την οποία επιχείρησε να κάνει μαζί με τον κ. πρωθυπουργό. Αυτό δεν είναι ωραίο πράγμα, γιατί όλοι οι πολίτες -άνδρες, γυναίκες, αλλά ιδιαίτερα εκείνοι που ασκούν μεγάλα και βαριά λειτουργήματα- δεν πρέπει ποτέ να πέφτουν στη συνείδηση των πολιτών, διότι αυτό κάνει ζημιά στην ίδια την κοινωνία μας».
«Απέναντι» το Πατριαρχείο
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, από την πλευρά του, εκφράζει την έντονη δυσφορία του για το ότι δεν ενημερώθηκε εγκαίρως για την ατζέντα της συνάντησης των κ.κ. Τσίπρα και Ιερώνυμου, και διαμηνύει ότι δεν πρόκειται να αποδεχθεί κανένα σχέδιο, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του.
«Το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν ενημερώθηκε επισήμως, με αποτέλεσμα να εισπράξει την αγωνία ιερέων για τον τρόπο μισθοδοσίας και το νομικό τους καθεστώς» δήλωσε χαρακτηριστικά ο εκπρόσωπος Τύπου του Πατριαρχείου, Νίκος Παπαχρήστου.
Έπειτα, υπάρχουν οι αντιρρήσεις των κληρικών όπως αποτυπώθηκαν και στις ανακοινώσεις του Ιερού Συνδέσμου Κληρικών Ελλάδος. Εδώ το ζήτημα είναι ο φόβος ότι η αλλαγή στη μισθοδοσία θα επιφέρει κατάργηση της μονιμότητα και εργασιακή ανασφάλεια στους κληρικούς την ίδια ώρα που υπάρχει και άγχος για το εάν οι ιερείς θα είναι προστατευμένοι απέναντι στην αυθαιρεσία των ιεραρχών (και προϊσταμένων τους).
Τα επιχειρήματα της πλευράς Ιερωνύμου
Από τη μεριά της η πλευρά του Αρχιεπισκόπου και όσων εργάστηκαν για τη συμφωνία και τη διαπραγμάτευση της συμφωνίας επιμένει στην ορθότητά της και στο γεγονός ότι εξασφαλίζει τα συμφέροντα και της Εκκλησίας και του κλήρου.
Ειδικότερα, υποστηρίζουν ότι μέσα από τη συμφωνία η Πολιτεία αναγνωρίζει επισήμως ότι οφείλει αντάλλαγμα για την εκκλησιαστική περιουσία, κάτι που μέχρι τώρα δεν είχε γίνει.
Τονίζουν παράλληλα ότι η συμφωνία δεν θίγει σε κανένα βαθμό τη μονιμότητα των ιερέων, που είναι κατοχυρωμένη από τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας που όπως κυρώθηκε με τον Ν. 590/77, ούτε την κατοχυρωμένη από τον Κανονισμό της Εκκλησίας της Ελλάδος μονιμότητα των εκκλησιαστικών υπαλλήλων, ενώ και στις δύο περιπτώσεις δεν συνδέεται με την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου, ενώ δεν διακυβεύεται ούτε η ασφάλιση ούτε τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα.
Παράλληλα, υπογραμμίζουν ότι δεν τίθεται θέμα αυθαιρεσίας των Μητροπολιτών και «δεσποτοκρατίας», εφόσον τη διαχείριση της μισθοδοσίας θα την έχει κεντρικά η Εκκλησία της Ελλάδος και όχι οι κατά τόπους μητροπολίτες.
Ούτως ή άλλως ούτε και τώρα οι κληρικοί, παρότι μισθοδοτούνται από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών όπως οι δημόσιοι υπάλληλοι, δεν θεωρούνται δημόσιοι υπάλληλοι αλλά θρησκευτικοί λειτουργοί, ούτε υπάρχουν αποτυπωμένες «οργανικές θέσεις» κληρικών, εφόσον αυτές διαμορφώνονται με βάση τη νομοθεσία για την προκήρυξη θέσεων εφημερίων από τις μητροπόλεις και όχι με βάση τα όσα ισχύουν για το δημόσιο.
Ούτε ισχύουν για τους κληρικούς, ούτως ή άλλως, οι συνταγματικές προβλέψεις για τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων. Με αυτή την έννοια για την πλευρά του Αρχιεπισκόπου η συμφωνία αυτή διασφαλίζει πλήρως εργασιακά και ασφαλιστικά τους κληρικούς.
Ως προς την εκκλησιαστική περιουσία η πλευρά του Αρχιεπισκόπου επιμένει ότι με την συμφωνία ουσιαστικά κερδισμένη είναι η Εκκλησία, μέσα από έναν έντιμο συμβιβασμό.
Ειδικότερα, ως προς αυτό έχει επισημανθεί ότι με τη συμφωνία αυτή και οι δύο πλευρές διαχειρίζονται τους δύο βασικούς φόβους τους.
Η μεν Εκκλησία εξασφαλίζει τη μόνιμη μισθοδοσία, η οποία με το σημερινό θεσμικό καθεστώς θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να αναιρεθεί με πρωτοβουλία της Πολιτείας, μια που σε αντίθεση με όσα γράφονται εξακολουθεί να μην είναι κατοχυρωμένη.
Η δε Πολιτεία εξασφαλίζει ότι δεν θα βρεθεί αντιμέτωπη με μαζικές δικαστικές διεκδικήσεις ως προς την απαλλοτριωθείσα εκκλησιαστική περιουσία, διεκδικήσεις που θα μπορούσαν να δικαιωθούν και ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων και ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.