Οι τρόποι με τους οποίους αντέδρασαν οι έλληνες συγγραφείς στο απριλιανό καθεστώς των συνταγματαρχών έχουν τη δική τους ιστορία: από τη δήλωση του Γιώργου Σεφέρη («Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει»), στις 28 Μαρτίου του 1969, και την κατά πόδας (με διαφορά μικρότερη του ενός μηνός) πολιτική αποκήρυξη των Δεκαοχτώ («Ελεύθερη πνευματική ζωή δεν μπορεί να υπάρξει όσο υπάρχει λογοκρισία») μέχρι την έκδοση από τους ίδιους το 1970 του αντιδικτατορικού τόμου «Δεκαοχτώ κείμενα», με προμετωπίδα το πολυδιαβασμένο σήμερα σεφερικό ποίημα «Οι γάτες τ’ Άη Νικόλα». Και από τα παρόμοια, μια διετία αργότερα, «Νέα Κείμενα» και «Νέα Κείμενα 2» ως την κυκλοφορία, από το 1971 και εφεξής, λογοτεχνικών περιοδικών με έκδηλα αντιστασιακό πνεύμα, όπως το «Τραμ» και η «Διαγώνιος» στη Θεσσαλονίκη, η «Δοκιμασία» στα Γιάννενα ή η «Συνέχεια» και οι «Σημειώσεις» στην Αθήνα.
Τι γίνεται, όμως, με τις ατομικές επιδόσεις των συγγραφέων; Όσο παραμένουμε μέσα στα χρονικά όρια της χούντας, η πεζογραφία θα δοκιμάσει δύο δρόμους προκειμένου να την προσεγγίσει: ο ένας είναι η πολιτική αλληγορία και ο άλλος η άμεση καταγραφή. Τον πρωτεύοντα τόνο θα δώσει εύλογα η πολιτική αλληγορία. Για τον απόλυτο έλεγχο τον οποίο ασκεί μια απρόσωπη δικαστική αρχή θα μιλήσει στο μυθιστόρημά της «Αντίστροφη μέτρηση» (1970) η Κωστούλα Μητροπούλου. Χρησιμοποιώντας από τη μεριά του στον «Γιατρό Ινεότη» (1971) έναν εσχατολογικό μύθο χωρισμένο σε επτά ομόκεντρους κύκλους, ο Γιώργος Χειμωνάς θα φιλοτεχνήσει ένα ιδιαιτέρως βαρύ πολιτικό κλίμα, που επανακάμπτει δυσμενέστερο στον «Γάμο» (1975), με πλάγιες αναφορές στους αποκλεισμούς και τις στερήσεις της ελευθερίας. Την ιστορία της οργάνωσης μιας εξέγερσης η οποία αποκτά καθολικό περιεχόμενο ξετυλίγει με το μυθιστόρημά του «Θάνατος μισθωτού» (1971) ο Πέτρος Αμπατζόγλου ενώ κλειστοφοβική αλληγορία με θανάσιμη κατάληξη θα αποδειχθεί και το διήγημα του Θανάση Βαλτινού «Ο γύψος», δημοσιευμένο στα «Δεκαοχτώ κείμενα». Τέσσερα χρόνια μετά το τέλος της χούντας, την πολιτική αλληγορία συναντάμε για τελευταία φορά στα «Διηγήματα της δοκιμασίας» (1978) του Χριστόφορου Μηλιώνη τα οποία μιλούν για μια βουβή και ανεκδήλωτη βία, όπου κυριαρχεί το αίσθημα της ασφυξίας και του πανικού.
Στο πλαίσιο της άμεσης καταγραφής των γεγονότων, τη σκυτάλη παίρνει πρώτη ξανά η Μητροπούλου, με το μυθιστόρημα «Έγκλημα ή 450 ημέρες» (1972), όπου γίνεται ανοιχτά λόγος για την τυραννική φύση των κυβερνήσεων των πραξικοπηματιών. Στο αφήγημά της «Το χρονικό των τριών ημερών» (1974), ένα προσωπικό ντοκουμέντο δημοσιευμένο αμέσως μετά την κατάρρευση της δικτατορίας, καταγράφεται λεπτό προς λεπτό ο εγκλεισμός των φοιτητών στο Πολυτεχνείο και η συνακόλουθη στρατιωτική εισβολή. Για το Πολυτεχνείο θα μιλήσει και ο Γιάννης Ρίτσος με το «Ημερολόγιο μιας εβδομάδας», γραμμένο το 1973. Θα προηγηθεί το βιβλίο του Περικλή Κοροβέση «Ανθρωποφύλακες», που δημοσιεύεται το 1969 στη Στοκχόλμη: μια μαρτυρία για τα βασανιστήρια που υπέστη ο ίδιος στις φυλακές της χούντας.
Περνώντας στη μεταπολίτευση, ο αριθμός των άμεσων καταγραφών αυξάνει. Ας θυμηθούμε στη σειρά το μυθιστόρημα «Το μυστήριο» (1976) της Μαργαρίτας Λυμπεράκη, το εξπρεσιονιστικών τόνων αφήγημα του Γιώργου Μανιάτη «21 Απριλίου – από μια πιο περίπλοκη άποψη» (1977), τη μαρτυρία «Πώς φτάσαμε στη νύχτα της μεγάλης σφαγής» (1980) της Λιλής Ζωγράφου και τον εσωτερικό μονόλογο του Γιώργου Ιωάννου στο διήγημα «Ο τοίχος με τα κάγκελα», από τη συλλογή «Εφήβων και μη» (1982). Την ίδια εποχή, λίγο μετά τον τερματισμό της επταετίας, και προτού προλάβει η δικτατορία να μετατραπεί οριστικά σε αντικείμενο της ιστορικής μνήμης, η πεζογραφία απομακρύνεται τόσο από το χρονικό όσο και από την αλληγορία, για να εκφραστεί πλέον με έναν πολύ ώριμο ρεαλισμό. Με ένα σκληρό, ξηρό και ενσυνείδητα αδρό γράψιμο, ο Νίκος Κάσδαγλης κάνει λόγο στο διήγημά του «Επιβάσεις» (από τη «Μυθολογία» , 1977) για την ιστορία της αντίστασης στη χούντα από αντιηρωική σκοπιά. Με την ίδια διάθεση στέκεται ο Κάσδαγλης απέναντι όχι μόνο στο Πολυτεχνείο, αλλά και στη Μεταπολίτευση όταν δημοσιεύεται το μυθιστόρημά του «Η Νευρή» (1985). Και δεν μπορούμε στο σημείο αυτό να παραλείψουμε, κάνοντας ένα ξαφνικό άλμα προς τα πίσω, τον ομόλογο αντιηρωισμό του Μάριου Χάκα στο διήγημά του «Το ψαράκι της γυάλας», δημοσιευμένο στα «Νέα Κείμενα 2», όπου ο πρωταγωνιστής αδειάζει συλλήβδην τις παρελθούσες αγωνιστικές του περγαμηνές κυριαρχημένος από τον πανικό που σπέρνει παντού η δικτατορία.
Το κομβικό, παρ’όλα αυτά, μυθιστόρημα για τη δικτατορία του 1967 είναι η «Αντιποίησις αρχής» (1979) του Αλέξανδρου Κοτζιά. Με ήρωα έναν χαφιέ της χούντας, ο οποίος εκπροσωπεί τις χειρότερες στιγμές της νεότερης Ελλάδας, ο Κοτζιάς ανατέμνει την παθολογία μιας ολόκληρης τριακονταετίας, επιφυλάσσοντας για τον πρωταγωνιστή του την πιο ταπεινωτική μοίρα: το ανεπίλυτο δράμα της προδοσίας, της αυταπάτης και του αυτοκαταστροφικού κυνισμού. Νεότερη του Κοτζιά και του Κάσδαγλη, η Μάρω Δούκα βάζει την πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματός της «Αρχαία σκουριά» (1979) να παίρνει μέρος στην εξέγερση του Πολυτεχνείου και να συμμερίζεται δίχως δισταγμούς το πάθος των ημερών, αλλά να μην αποσπάται ποτέ από την ατομική της ιστορία. Η πολιτική, εντούτοις, θα συνεχίσει να δίνει ολόσωμα το παρών στον κόσμο της.
Όλα τα επόμενα χρόνια, το λογοτεχνικό ενδιαφέρον για τη δικτατορία του 1967 δεν εξατμίζεται. Οι συγγραφείς όλων των ηλικιακών κατηγοριών (των μεταπολεμικών, αλλά και των μεταπολιτευτικών γενεών) πρώτα παρακολουθούν τη χούντα εν δράσει ή λίγο μετά την πτώση της, όπως το είδαμε προηγουμένως, και κατόπιν είτε μνημονεύουν την αντίσταση που αναπτύχθηκε στους κόλπους της είτε σπεύδουν να την προβάλουν στο επίπεδο της μεταπολιτευτικής καθημερινότητας, εντάσσοντάς την στο αναπεπταμένο πεδίο της ελληνικής Ιστορίας.