Το σχέδιό της για τη μείωση των κόκκινων δανείων σε μονοψήφια ποσοστά σε μία περίοδο 2 – 3 ετών, παρουσίασε επίσημα η Τράπεζα της Ελλάδος μέσω της έκθεσής της «Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος».
Όπως αναφέρει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας «η επίλυση του προβλήματος της αποτελεσματικής διαχείρισης των ΜΕΑ απαιτεί πολύ
πιο γρήγορους ρυθμούς μείωσής τους, δεδομένου ότι η χώρα έχει ολοκληρώσει τον υφεσιακό της κύκλο και η περίοδος ανάκαμψης απαιτεί την αξιοποίηση στο έπακρο των δυνατοτήτων του τραπεζικού συστήματος».
Όπως επισημαίνει σχετικά, «είναι θετικό ότι τα τελευταία χρόνια έχουν πραγματοποιηθεί αρκετά βήματα σε επίπεδο τόσο νομοθετικών πρωτοβουλιών και ρυθμιστικού πλαισίου για να αρθούν θεσμικά και διοικητικά εμπόδια, όσο και ενεργειών των πιστωτικών ιδρυμάτων, που προάγουν την αποτελεσματική διαχείριση των ΜΕΑ»
Προσθέτει ωστόσο ότι απαιτούνται επιπλέον εργαλεία στο πλαίσιο της συνολικής στρατηγικής για τη διαχείριση του προβλήματος σε συνεργασία με την Πολιτεία, τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό και φυσικά τα πιστωτικά ιδρύματα.
Στο πλαίσιο αυτό, παρουσιάζεται μία πρόταση για τη συστημική επίλυση του ζητήματος των ΜΕΑ σε συνδυασμό με τις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις, διευρύνοντας τις ήδη διαθέσιμες επιλογές.
Η πρόταση
Η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος σχετίζεται με τις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTCs) και δεν περιλαμβάνει τα λοιπά στοιχεία αναβαλλόμενης φορολογίας, τα οποία ούτως ή άλλως δεν προσμετρούνται κατά τον υπολογισμό του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας,
Το προτεινόμενο σχήμα προβλέπει τη μεταβίβαση σημαντικού μέρους των ΜΕΑ μαζί με μέρος της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης που είναι εγγεγραμμένο στους ισολογισμούς των τραπεζών σε μία Εταιρία Ειδικού Σκοπού (Special Purpose Vehicle).
Τα δάνεια θα μεταβιβαστούν στην αξία ισολογισμού (μετά από προβλέψεις). Το ποσό της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης που θα μεταβιβασθεί θα αντιστοιχεί σε κάλυψη πρόσθετων ζημιών, ώστε οι αποτιμήσεις των εν λόγω δανείων να προσεγγίσουν τιμές αγοράς.
Εν συνεχεία, νομοθετική ρύθμιση θα ορίζει ότι η μεταβιβαζόμενη αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση θα καταστεί αμετάκλητη απαίτηση της Εταιρίας Ειδικού Σκοπού έναντι του Ελληνικού Δημοσίου με προκαθορισμένο χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής (σύμφωνα με τη διάρκεια του σχήματος).
Για την κάλυψη του τιμήματος της μεταβίβασης, η Εταιρία Ειδικού Σκοπού θα προχωρήσει σε έκδοση τιτλοποίησης (securitization) όπου (ενδεικτικά) θα εκδοθούν τρεις τάξεις τίτλων (senior, mezzanine, junior/equity).
H κατώτερη τάξη τίτλων (equity) θα καλυφθεί από τις τράπεζες (με συμμετοχή έκαστης που δεν θα υπερβαίνει το 20%) και το Ελληνικό Δημόσιο.
Η αποτίμηση των δανείων προς μεταβίβαση θα γίνει από ανεξάρτητους τρίτους φορείς και η τελική διάρθρωση της συναλλαγής (συμπεριλαμβανομένων των ποσοστών των τριών τάξεων τίτλων) από τους συμβούλους της έκδοσης βάσει συνθηκών αγοράς.
Εκτιμάται ότι επενδυτές θα απορροφήσουν μέρος της ανώτερης τάξης τίτλων (senior) και σημαντικό ποσοστό της ενδιάμεσης τάξης (mezzanine).
Η δυνατότητα απορρόφησης πρόσθετων ζημιών από τη συμμετοχή του Ελληνικού Δημοσίου (μέσω του μετασχηματισμού της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης σε αμετάκλητη απαίτηση της Εταιρίας Ειδικού Σκοπού) ενισχύει σημαντικά την πιθανότητα αποπληρωμής των ανώτερων τάξεων ομολόγων (senior, mezzanine).
Παράλληλα προβλέπεται, μέσω της συμμετοχής στην κατώτερη τάξη τίτλων (junior/equity), η κατανομή τυχόν πλεονασμάτων σε Ελληνικό Δημόσιο και τράπεζες.
Η διαχείριση των δανείων
Η διαχείριση του σχήματος θα γίνεται αποκλειστικά από ιδιώτες (εταιρείες διαχείρισης).
Η δομή και όροι της έκδοσης και ειδικότερα οι προσδοκώμενες χρηματορροές (cash-flow, waterflow) θα προσδιορίσουν αφενός τις πληρωμές χρεολυσίων και τόκων των δύο τάξεων τίτλων (senior, mezzanine) και αφετέρου τις τυχόν υπολειπόμενες πληρωμές προς το Ελληνικό Δημόσιο και τις τράπεζες.
Στο πλαίσιο αυτό θα είναι δυνατόν να προσδιοριστεί και το χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής της συμμετοχής του Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με τη διάρκεια του σχήματος. για δάνεια και πιστώσεις) και αναμένεται να υπάρξει διαχωρισμός συναλλαγών και διαχείρισης ανά κατηγορία δανείων (επιχειρηματικά, στεγαστικά, καταναλωτικά, κ.λπ.).
Εννοείται ότι οι εντολές προς διαχειριστές θα προκύψουν μετά από ανταγωνιστική διαδικασία και το πλαίσιο διαχείρισης θα είναι σύμφωνο με διεθνείς βέλτιστες πρακτικές διαφάνειας και εποπτείας.
Σημειώνεται ότι, πριν από την ολοκλήρωση της συναλλαγής, οι τράπεζες αναμένεται ότι θα προχωρήσουν, σε συνεννόηση με τον εποπτικό βραχίονα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σε αναμόρφωση της τρέχουσας στοχοθεσίας μείωσης ΜΕΑ, με απώτερο στόχο την επίτευξη μονοψήφιου ποσοστού ΜΕΑ εντός τριετίας.
Ενδεικτικό παράδειγμα
Η Τράπεζα της Ελλάδος παραθέτει ένα απολύτως ενδεικτικό παράδειγμα, ώστε να εκτιμηθούν οι άμεσες επιπτώσεις από τη μεταβίβαση περίπου 40 δισεκ. ευρώ ΜΕΑ, ήτοι του συνόλου των καταγγελμένων δανείων (denounced) και 7,4 δισεκ. ευρώ της οριστικής και εκκαθαρισμένης φορολογικής απαίτησης.
Ειδικότερα προβλέπονται (με στοιχεία α΄ εξαμήνου 2018):
• Μείωση αποθέματος των ΜΕΑ κατά 47%.
• Μείωση του δείκτη κάλυψης ΜΕΑ από συσσωρευμένες προβλέψεις (coverage ratio) στο 41% από 49%.
• Βελτίωση του πλαισίου διαχείρισης των ΜΕΑ αφού στην Εταιρία Ειδικού Σκοπού μεταβιβάζεται το πλέον προβληματικό μέρος τους, ήτοι οι καταγγελμένες απαιτήσεις.
• Διατήρηση του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας σε διψήφιο επίπεδο και για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες
Σημειώνεται ότι οι εκτιμήσεις αυτές δεν έχουν λάβει υπόψη ωφέλειες από την ενίσχυση των προ-φόρων αποτελεσμάτων και την ενδεχόμενη μεταβολή των συντελεστών στάθμισης κινδύνου (risk weights για τον υπολογισμό της κεφαλαιακής επάρκειας) μετά την ολοκλήρωση της συναλλαγής.
• Περιορισμός συμμετοχής των DTCs στα εποπτικά κεφάλαια στο 30% από 57%.
Αντικειμενικοί σκοποί και επιδιώξεις
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, η ταχεία επίλυση του προβλήματος των «κόκκινων δανείων» έχει αναγνωριστεί ως ύψιστης σημασίας για την επανεκκίνηση της οικονομίας και την επιστροφή της σε υψηλούς και διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης.
Οι θετικές επιπτώσεις από την επίλυση του προβλήματος είναι ακόμα μεγαλύτερες σε μια μικρή και ανοικτή οικονομία, όπως η ελληνική, όπου η χρηματοδότηση επιχειρήσεων και νοικοκυριών γίνεται κυρίως μέσω τραπεζικού δανεισμού.
Η ΤτΕ σημειώνει πως «είναι προφανές ότι μία κίνηση όπως αυτή που έχει ήδη περιγραφεί συνεπάγεται την άμεση και δραστική μείωση του δείκτη των ΜΕΑ και επιτρέπει, υπό προϋποθέσεις, τη διαμόρφωση στόχων επίτευξης μονοψήφιων ποσοστών ΜΕΑ εντός 2-3 ετών».
Παράλληλα, τονίζει ότι διαμορφώνεται ένα αποτελεσματικό πλαίσιο επίτευξης οργανικής κερδοφορίας και εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίου, λόγω αυτής ακριβώς της βελτίωσης της ποιότητας περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών, αλλά και ενίσχυσης της ανθεκτικότητας τους.
Η αναμενόμενη μείωση του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας, σύμφωνα με το ενδεικτικό παράδειγμα είναι τρεις μονάδες κατά μέσο όρο με βάση στατική ανάλυση.
Εάν όμως ληφθούν υπόψη τα αποθέματα κεφαλαίων άνω του ελάχιστου δείκτη σύμφωνα με τον Πυλώνα ΙΙ, οι ενδεχόμενες ανάγκες κεφαλαιακής ενίσχυσης, όποτε ολοκληρωθούν οι συναλλαγές και εφόσον προκύψουν αυτές, θα είναι σημαντικά χαμηλότερες.
Τέλος, διαμορφώνεται σαφές πλαίσιο επαναπροσδιορισμού του επιχειρησιακού μοντέλου των τραπεζών και μειώνεται η αβεβαιότητα για τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές τους.
Η δημιουργία ιδιωτικών σχημάτων διαχείρισης μπορεί να διευκολύνει την αποτελεσματική εξυγίανση ιδιωτικού χρέους στην Ελλάδα.
Παράλληλα είναι δυνατόν να υπάρξει καλύτερος συντονισμός σε ζητήματα διαχείρισης κοινοπρακτικών σχημάτων.
Τέλος, επιτρέπει στις τράπεζες να επικεντρωθούν σε κύριες τραπεζικές εργασίες, καθώς και στη διαχείριση του μέρους των ΜΕΑ, που πραγματικά αξιολογούν ότι έχουν προστιθέμενη αξία και καλύτερη ανακτησιμότητα.
Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι μεσοπρόθεσμα και στο πλαίσιο αντιμετώπισης του προβλήματος των «κόκκινων δανείων» στην ευρωζώνη, το εποπτικό κόστος διακράτησής τους στον ισολογισμό θα αυξηθεί για τις τράπεζες, όπως προκύπτει και από τη σχετική ανακοίνωση του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού.
Κατά συνέπεια διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις άντλησης κεφαλαίων για τις τράπεζες από οργανωμένες αγορές με γνώμονα μία εντελώς διαφορετική επενδυτική πρόταση:
• Βελτίωση ποιότητας περιουσιακών στοιχείων εκ των προτέρων (σε αντίθεση με την επί του παρόντος προσδοκώμενη μείωση των ΜΕΑ στην επόμενη δεκαετία).
• Βελτίωση οργανικής κερδοφορίας σε διατηρήσιμη μεσοπρόθεσμη βάση.
• Μείωση συμμετοχής αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης στα κεφάλαια τους με σαφώς μεγαλύτερη πιθανότητα σταδιακού συμψηφισμού της με μελλοντικά κέρδη.
Πέραν όμως των παραγόντων αυτών, μία συστημική διευθέτηση του ζητήματος των «κόκκινων δανείων» απελευθερώνει ουσιαστικά χρηματοδοτικούς και φυσικούς πόρους, είτε αυτοί σχετίζονται με εμπράγματες εξασφαλίσεις, που θα αξιοποιηθούν από βιώσιμες οικονομικές μονάδες, είτε μέσω της αναδιανομής πόρων από τον τραπεζικό τομέα στο πλαίσιο ενίσχυσης των αναπτυξιακών τάσεων της πραγματικής οικονομίας.
«Αυτός και μόνο ο παράγοντας είναι ικανός να αιτιολογήσει την υπέρβαση και τις δραστικές λύσεις που απαιτούνται από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς για την επιτάχυνση της επίλυσης των ζητημάτων αυτών» υπογραμμίζει η κεντρική τράπεζα.
Το πρόβλημα σήμερα
Στα μέσα του 2018 οι τέσσερις συστημικές τράπεζες στην Ελλάδα είχαν περίπου 180 δισεκ. ευρώ δανείων σε ατομική βάση εκ των οποίων 86 δισεκ. ευρώ ή 48% ήταν μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (ΜΕΑ).
Ο δείκτης κάλυψης ΜΕΑ από συσσωρευμένες προβλέψεις (coverage ratio) ήταν 49%, ειδικότερα δε 69% για τα καταναλωτικά δάνεια, 33% για τα στεγαστικά και 53% για τα επιχειρηματικά.
Είναι γεγονός ότι το απόλυτο μέγεθος του αποθέματος των MEA έχει μειωθεί, σύμφωνα με την αρχική στοχοθεσία των τεσσάρων τραπεζών (Ιούνιος 2016 2019) και από τα 104,5 δισεκ. ευρώ έχει υποχωρήσει στα 86 δισεκ. ευρώ.
Όμως ο λόγος ΜΕΑ παραμένει υψηλός, κυρίως εξαιτίας της απουσίας πιστωτικής επέκτασης και της απομόχλευσης (deleveraging) των τραπεζικών ισολογισμών.
Υπό το πρίσμα αυτό δεν πρέπει να προξενεί εντύπωση το γεγονός ότι οι τράπεζες προσπαθούν να αποκαταστήσουν ικανοποιητικούς δείκτες αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων, καθώς το κόστος προβλέψεων αντιστοιχεί σε περίπου 2% των δανείων μετά από προβλέψεις στο α΄ εξάμηνο του 2018.
Αυτό συμβαίνει παρά την ομολογουμένως θετική πορεία που έχει καταγραφεί στην απεξάρτηση από το μηχανισμό παροχής έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (Emergency Liquidity Assistance, ELA), στην τήρηση της υφιστάμενης στοχοθεσίας για τη μείωση των MEA και τη συγκράτηση του λειτουργικού κόστους.
Παράλληλα, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας παραμένουν ικανοποιητικοί και υπάρχουν σημαντικά κεφαλαιακά αποθέματα, αν και η δυνατότητα σχηματισμού περαιτέρω ζημιών περιορίζεται από τις επιπτώσεις ενεργοποίησης της νομοθεσίας περί αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTCs).