Τα χαρακτηριστικά των αιτούντων άσυλο σε επίπεδο ηλικίας, φύλου και δεξιοτήτων διαφέρουν ανάλογα με τη χώρα υποδοχής τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως διαπιστώνουν δύο έρευνες του Ευρωπαϊκού Δικτύου Παρακολούθησης για την Εδαφική Ανάπτυξη και Συνοχή (ESPON), που παρουσιάστηκαν την Πέμπτη σε συνέδριο στην Αθήνα. Ωστόσο, κενά στη συλλογή δεδομένων περιορίζουν την ανάπτυξη στοχευμένων πολιτικών για την ενσωμάτωση των προσφύγων.
Το προφίλ των αιτούντων εξαρτάται από ορισμένες παραμέτρους, όπως η διαδρομή που ακολουθούν προς την Ευρώπη ή η εθνικότητά τους. Εξετάζονται κυρίως πέντε χώρες της ΕΕ, οι οποίες ομαδοποιούνται ανάλογα με το αν αποτελούν χώρες προορισμού (Γερμανία και Σουηδία), πρώτης υποδοχής (Ιταλία και Ελλάδα) ή μείγμα και των δύο παραπάνω (Γαλλία).
Στη Γερμανία η κατανομή των αιτούντων άσυλο ανάλογα με την ηλικία και το φύλο είναι αρκετά ισορροπημένη σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της ΕΕ και της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ). Οι δύο μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες είναι 18-34 (σχεδόν το 40%) και οι ανήλικοι κάτω από 14 ετών (το 35%). Οι γυναίκες αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 39% του πληθυσμού των αιτούντων άσυλο. Το υψηλό ποσοστό γυναικών και παιδιών υποδεικνύει ότι οι αιτούντες άσυλο που φθάνουν στη Γερμανία συνοδεύονται συχνά από τις οικογένειές τους.
Στη Σουηδία η μεγαλύτερη ηλικιακή ομάδα είναι τα άτομα ηλικίας 18-34 ετών (το 41%) και ακολουθούν τα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών (27%) και τα άτομα ηλικίας 35-64 ετών (το 23%). Σε σχέση με τη Γερμανία, η Σουηδία έχει σχετικά ισορροπημένη παρουσία παιδιών και γυναικών αλλά και ελαφρώς υψηλότερο ποσοστό ηλικιωμένων, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι αιτούντες άσυλο που φτάνουν στη Σουηδία αποτελούνται συχνά από οικογένειες.
Οι αιτούντες άσυλο που φτάνουν στην Ελλάδα δεν παρουσιάζουν ουσιαστικές διαφορές από εκείνους στη Γερμανία και τη Σουηδία. Πρόκειται κυρίως για άτομα ηλικίας 18-34 ετών (το 49%), ενώ ένα σχετικά σημαντικό ποσοστό είναι τα παιδιά κάτω των 14 ετών (25%). Οι Σύροι πολίτες αποτελούν τη μεγαλύτερη ομάδα αιτούντων που φτάνουν στην Ελλάδα και είναι συχνά ολόκληρες οικογένειες. Όπως και στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ οι αιτούντες είναι κατά κύριο λόγο άνδρες (68%).
Αντίθετα, η Ιταλία παρουσιάζει πολύ άνιση κατανομή ηλικίας και φύλου. Η κυρίαρχη ηλικιακή κατηγορία είναι τα άτομα 18-34 ετών που αντιπροσωπεύουν το 68% των αιτούντων άσυλο. Οι άνδρες αποτελούν το 84%, γεγονός που υποδηλώνει ότι η Ιταλία φιλοξενεί περισσότερους μόνους νεαρούς άνδρες παρά οικογένειες.
Η Γαλλία ως χώρα και τράνζιτ και προορισμού εμφανίζει ένα συνδυασμό χαρακτηριστικών ανάλογα με τη διαδρομή την οποία έχουν ακολουθήσει οι αιτούντες. Το 54% είναι ηλικίας 18-34 ετών και το 18% παιδιά κάτω των 14 ετών. Παρατηρήθηκε ότι ο αριθμός των παιδιών κάτω των 14 ετών έχει αυξηθεί σημαντικά μεταξύ του 2015 και του 2017. Αυτό μπορεί να υποδηλώνει, σύμφωνα με τους ερευνητές, αύξηση του αριθμού των οικογενειών μετά το 2015, παρόλο που το σημερινό ποσοστό εξακολουθεί να είναι πολύ χαμηλότερο σε σχέση με τις άλλες χώρες (με εξαίρεση την Ιταλία). Η πτυχή αυτή μπορεί να υποδηλώνει ότι η διαδρομή της κεντρικής Μεσογείου είναι λιγότερο ευνοϊκή για τις οικογένειες σε σχέση με τη διαδρομή της ανατολικής Μεσογείου. Η ισορροπία μεταξύ των φύλων στη Γαλλία είναι σύμφωνη με τη γενική τάση στις χώρες της ΕΕ και της ΕΖΕΣ, με μεγαλύτερο το ποσοστό των ανδρών (63%) από τις γυναίκες (37%). Όπως σημειώνουν οι ερευνητές, η σύνθεση των αιτούντων άσυλο και των προσφύγων σε κάθε χώρα είναι σημαντική για τις προκλήσεις και τις ευκαιρίες ενσωμάτωσης των ατόμων στις τοπικές κοινότητες.
Την ίδια ώρα η έρευνα διαπιστώνει την σημαντική έλλειψη δεδομένων σε ορισμένες χώρες κυρίως όσον αφορά στις δεξιότητες, την εκπαίδευση και την απασχόληση των αιτούντων άσυλο. Όπως επισημαίνουν, τα κενά αυτά οδηγούν στον περιορισμό της ανάπτυξης αποτελεσματικών πολιτικών και προτείνουν μεταξύ άλλων την ψηφιοποίηση των διαδικασιών υποβολής αλλαγών στην κατοικία, τη συλλογή δεδομένων για τους μετανάστες από τις εθνικές στατιστικές αρχές, τη βελτίωση των βάσεων δεδομένων με την προσθήκη περισσότερων στοιχείων, την εκπόνηση ενός εργαλείου που θα είναι κοινό για όλες τις αρχές στις μακροπεριφέρειες και ενδεχομένως σε όλη την ΕΕ για τη συστηματική συλλογή πληροφορικών σχετικά με τις δεξιότητες και την εκπαίδευση των αιτούντων άσυλο, καθώς και τη βελτίωση της συνεργασίας και της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των χωρών.
Μέσα από ανάλυση δευτερογενών δεδομένων, κυρίως από την ανάλυση της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού της Eurostat, προέκυψε, πάντως, ότι οι πρόσφυγες έχουν υψηλότερα ποσοστά ανεργίας σε σχέση με τους μετανάστες και τους ντόπιους, ενώ συχνά οι αιτούντες άσυλο δεν έχουν πρόσβαση στην αγορά εργασίας προτού αναγνωριστούν ως πρόσφυγες. Τα ποσοστά ανεργίας για τους πρόσφυγες διαφέρουν ωστόσο σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών και κυμαίνονται από το 15% στη Βρετανία έως περισσότερο από 50% στην Ισπανία. Ωστόσο, οι αιτούντες άσυλο και οι πρόσφυγες βελτιώνουν τα επίπεδα απασχόλησής τους με το χρόνο, καθώς ενσωματώνονται περισσότερο στην αγορά εργασίας και την κοινωνία. Σημαντικό είναι το γεγονός ότι την πρόσβαση των αιτούντων στην αγορά εργασίας επηρεάζει το χρονικό διάστημα αναμονής για την εξέταση του αιτήματός τους. Για παράδειγμα, η αύξηση του χρόνου αναμονής κατά ένα έτος στην Ελβετία μειώνει το ποσοστό απασχόλησης κατά 4-5%. Το επίπεδο της απασχόλησης σχετίζεται εξάλλου και με το επίπεδο γνώσης της γλώσσας της χώρας φιλοξενίας.
Η μετανάστευση όχημα για την ανάπτυξη
Στις έρευνες μελετάται, επιπλέον η επίδραση που έχουν οι μεταναστευτικές ροές στην περιφερειακή ανάπτυξη των πόλεων και των περιφερειών στην ευρύτερη περιοχή Ιονίου-Αδριατικής (Ελλάδα, Ιταλία, Κροατία, Σλοβενία, Βοσνία, Μαυροβούνιο, Αλβανία) και Δούναβη (Αυστρία, Γερμανία, Κροατία, Τσεχία, Σλοβακία, Σλοβενία, Βουλγαρία, Μολδαβία, Ουκρανία, Σερβία, Ρουμανία, Ουγγαρία).
Όπως επισημαίνει ο ερευνητής του Πανεπιστημίου της Μπολόνια, Marco Zoppi, τα αποτελέσματα της ανάλυσης δείχνουν ότι η δυναμική μετανάστευσης που χαρακτηρίζει τις μακροπεριφέρειες Ιονίου-Αδριατικής και Δούναβη είναι τόσο έντονη όσο και πολυδιάστατη και αναφέρει ότι «Η έρευνα αναδεικνύει το γεγονός ότι η κινητικότητα αποτελεί από καιρό καθοριστικό στοιχείο της περιοχής. Επίσης, στοιχεία δείχνουν ότι όλες αυτές οι μεταναστευτικές δυναμικές είναι επίσης ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της οικονομικής απόδοσης των εδαφών και θα μπορούσαν να γίνουν ακόμα πιο κρίσιμες στο εγγύς μέλλον. Επομένως, είναι απαραίτητη η σωστή κατανόηση της πολυδιάστατης κινητικότητας για να μετατραπεί σε πλεονέκτημα αυτό που απεικονίζεται σήμερα- ως επί το πλείστον και λανθασμένα- ως απειλή για την ασφάλεια και την ευημερία».
Οι μεθοριακές περιοχές τείνουν να φιλοξενούν υψηλότερο αριθμό αιτούντων από το μέσο όρο. Επιπλέον, η κατανομή των αιτούντων άσυλο σε όλες τις ευρωπαϊκές περιφέρειες διαμορφώνεται κυρίως από το βαθμό κοινωνικοοικονομικής ελκυστικότητας της κάθε χώρας υποδοχής και από την ικανότητα της αγοράς εργασίας να αφομοιώνει τους πρόσφυγες, να προσφέρει αξιοπρεπείς μισθούς και καλές συνθήκες διαβίωσης. Οι αιτούντες τείνουν να εγκαθίστανται σε ευημερούσες αστικές περιοχές. Ενώ οι περισσότερες περιφέρειες στην Ιταλία φαίνεται να φιλοξενούν σχετικά υψηλό αριθμό αιτούντων, η Ελλάδα, η Γαλλία και η Ισπανία παρουσιάζουν έντονη συγκέντρωση μόνο σε περιορισμένο αριθμό περιοχών, κυρίως στις πρωτεύουσες.
Οι πιο δημοφιλείς χώρες είναι, όπως αναμένεται, η Γερμανία και η Αυστρία, καθώς και τμήματα της Τσεχίας και της βόρειας Ιταλίας. Στη μέση της κλίμακας βρίσκονται περιοχές της Ιταλίας και της Ελλάδας. Οι λιγότερο ελκυστικές περιοχές είναι η Ρουμανία, η Κροατία, η Σερβία και το Μαυροβούνιο.
Η συλλογή των πρωτογενών και δευτερογενών δεδομένων κατέδειξε ότι ο αντίκτυπος των αιτούντων άσυλο και προσφύγων στα δημόσια έσοδα είναι γενικά θετικός ή ουδέτερος στις περισσότερες χώρες. Οι χώρες που αναφέρουν θετικό αντίκτυπο είναι κυρίως εκείνες που έχουν σημαντικό αριθμό εισροών αιτούντων άσυλο και εκείνες που βρίσκονται στη βαλκανική διαδρομή. Εντός της κάθε χώρας ο θετικός αντίκτυπος στα δημόσια έσοδα είναι ιδιαίτερα συγκεντρωμένος στις περιοχές, όπου βρίσκονται τα κέντρα υποδοχής. Εννιά χώρες ανέφεραν βραχυπρόθεσμα μια θετική επίδραση των πρόσφατων εισροών στο εργατικό δυναμικό τους. Ο μακροπρόθεσμος αντίκτυπος των εισροών αναμένεται επίσης να είναι θετικός σε ορισμένες χώρες καθώς θα καλύπτονται οι μελλοντικές ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό και δεξιότητες. Ωστόσο, υπήρξε και μια ομάδα χωρών που δεν έδειξε σημαντικό αντίκτυπο και αυτό οφειλόταν κυρίως στο χαμηλό αριθμό αιτούντων άσυλο και προσφύγων και στο χαμηλό ποσοστό συμμετοχής τους στην αγορά εργασίας.
Όπως διαπιστώνεται, οι ροές προκάλεσαν την αυστηροποίηση των πολιτικών για τους πρόσφυγες και τον στιγματισμό των μεταναστών και αιτούντων άσυλο σε πολλά εθνικά πλαίσια. Ωστόσο, σημειώνεται ότι πολλές περιοχές υποφέρουν από έλλειψη εργατικού δυναμικού, εξειδικευμένου ή όχι, για την οποία η μετανάστευση μπορεί να είναι πράγματι λύση. Οι ερευνητές υπογραμμίζουν την ανάγκη για έγκαιρη μετάβαση από τον έλεγχο στη διαχείριση της μετανάστευσης, καθώς η διαχείριση των μεταναστευτικών ροών συνεπάγεται την ανάπτυξη πολιτικών που στοχεύουν κυρίως στη σύνδεση των προκλήσεων με τις ευκαιρίες. Προτείνουν επίσης τη δημιουργία μηχανισμών για την αντιστοίχηση των εδαφικών αναγκών με τις δεξιότητες των μεταναστών και αιτούντων άσυλο, αλλά και την περαιτέρω προώθηση της εδαφικής διασποράς για την ενσωμάτωση των αιτούντων άσυλο.
Ο επικεφαλής αναλύσεων του ESPON, Laurent Frideres, σημείωσε τέλος ότι «οι μεταναστευτικές ροές δημιουργούν συγκεκριμένες δυναμικές που θα πρέπει να αναλυθούν περαιτέρω. Στο ESPON καταγράφουμε καλές πρακτικές και λύσεις που έχουν ήδη εφαρμοστεί από τις τοπικές και περιφερειακές αρχές και δημιουργούν συνέργειες ανάμεσα σε δημόσιους φορείς και τον ιδιωτικό τομέα. Και διαμορφώνουμε προτάσεις με βάση την εδαφική προσέγγιση, που ορίζει τις συνεργασίες μεταξύ διαφορετικών επιπέδων διακυβέρνησης και τοπικών φορέων ως βασική προϋπόθεση για το σχεδιασμό πολιτικών παρεμβάσεων».