Στην εκτίμηση ότι στη Σάμο «υπάρχει κύκλωμα διακινητών», προχώρησε ο υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής, Δημήτρης Βίτσας, σε συνέντευξή του στον τηλεοπτικό σταθμό Alpha. Όπως χαρακτηριστικά είπε «δεν υπάρχει περίπτωση να μην υπάρχει κύκλωμα διακινητών. Προχτές, με έξι μποφόρ, έφτασαν 166 άτομα στη Σάμο, κανένα στη Λέσβο και στη Χίο».
Ο κ. Βίτσας ζήτησε τη συνεργασία της Περιφέρειας και του Δήμου για την «καταπολέμηση της διακίνησης ανθρώπων, που είναι η τρίτη σε παγκόσμιο επίπεδο πηγή παράνομου πλουτισμού μετά τους εξοπλισμούς και τα ναρκωτικά», ενώ παραδέχτηκε ότι «στη Σάμο το σχέδιο που έχουμε δεν αποδίδει αποτελέσματα». Υπενθύμισε, ωστόσο, ότι πρόθεση του υπουργείου είναι να φτιάξει ένα νέο κέντρο υποδοχής και ταυτοποίησης στη Σάμο για να κλείσει το ΚΥΤ στο Βαθύ, αλλά η διαδικασία προχωράει αργά λόγω γραφειοκρατίας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που ανέφερε, στη Μόρια και τη γύρω περιοχή υπήρχαν 8.500 άτομα στις αρχές Σεπτεμβρίου, ενώ σήμερα ο αντίστοιχος αριθμός ανέρχεται στους 5.800 και την άλλη εβδομάδα ο σχεδιασμός του υπουργείου είναι να πέσουν κάτω από τους 5.000.
Από την 1η Νοεμβρίου μέχρι χτες, 3.000 άτομα μεταφέρθηκαν από τα νησιά προς την ενδοχώρα ή επιστράφηκαν εθελούσια στις πατρίδες τους. Επίσης, ο κ. Βίτσας ανέφερε ότι στην ενδοχώρα υπάρχουν 28 κέντρα φιλοξενίας και διαμερίσματα για 25.000 ανθρώπους, «οι οποίοι ζουν σε πολύ καλές έως άριστες συνθήκες».
Σχετικά με τις καταγγελίες για κακοποιήσεις παιδιών στα ΚΥΤ, ο κ. Βίτσας ζήτησε από τις οργανώσεις «άμεση αναφορά στις αντίστοιχες αρχές» και σημείωσε ότι «η σωστή προσέγγιση είναι να προσπαθείς συνέχεια να μην υπάρχει κακοποίηση», προσθέτοντας ότι το υπουργείο μεταφέρει, κατά προτεραιότητα, τα ευάλωτα παιδιά στην ηπειρωτική Ελλάδα, σε μέρη με ασφαλέστερες συνθήκες διαβίωσης.
Τέλος, σχολιάζοντας την κατάθεση του προϋπολογισμού για το 2019, ο κ. Βίτσας επισήμανε ότι ο προϋπολογισμός «είναι αναπτυξιακός γιατί παίρνει τα δεδομένα όλων των προηγούμενων χρόνων που μας έβγαλαν από το μνημόνιο και δεν παίρνει περιοριστικά μέτρα, αλλά θετικά μέτρα». Αυτό, συνέχισε, θα δώσει δύο πολύ μεγάλες ωθήσεις, «την αύξηση της εσωτερικής κατανάλωσης» και «τις συνθήκες για ένα νέο επίπεδο επενδύσεων».