Η Αθήνα δεν ήταν έτσι όπως εμείς την γνωρίσαμε. Απίστευτες εικόνες έχουν δει κατά καιρούς το φως της δημοσιότητας με μια πρωτεύουσα κανονικό… χωριό. Ελάχιστοι κάτοικοι, πρόβατα, απέραντα χωράφια σε όλη την Αττική. Και ονόματα περιοχών που ούτε μπορούμε να φανταστούμε από που βγαίνουν και τι σημαίνουν.

Κάποια ονόματα έχουν παραμείνει και σήμερα, άλλα έχουν αλλάξει, όμως, τα τοπωνύμια είναι μια ολόκληρη ιστορία της χώρας μας. Και μας κάνει πολλές φορές να αναρωτηθούμε ποιος «βάφτισε» τις περιοχές που ζούμε ή εργαζόμαστε.

Μαθαίνουμε π.χ. ότι τα πρώτα σπίτια στο Κολωνάκι κτίστηκαν στα μέσα του 19ου αιώνα. Αθηναίοι και επαρχιώτες έκτιζαν σπίτια κοντά στα ανάκτορα ανάμεσα σε αμπελώνες, στάνες και χωράφια. Ο μεγάλος βοσκότοπος κάτω από τον Λυκαβηττό ονομαζόταν «Κατσικάδικα».

Τα Εξάρχεια έχουμε αναρωτηθεί γιατί είναι με τέτοιο όνομα: Σύμφωνα με την ιστορία και σχετικό δημοσίευμα από το perierga.gr, Έξαρχος λεγόταν ένας Ηπειρώτης, που είχε το μπακάλικό του στη γωνία των οδών Σολωμού και Θεμιστοκλέους στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα. Από το επίθετό του βαφτίστηκε η γειτονιά του, αρχικά προφορικά και εν συνεχεία και επίσημα. Το Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ελευθερουδάκη, του 1929, αναφέρει τα Εξάρχεια ως «τοποθεσία των Αθηνών εν τη συνοικία της Νεαπόλεως, περί τα σηµεία και την µικράν πλατείαν ένθα συναντάται η οδός Θεµιστοκλέους µετά των οδών Στουρνάρα, Σολωµού, Αραχώβης, Βαλτετσίου και Μεταξά».

Η πασίγνωση σε όλους πλατεία Κλαυθμώνος. Κάποτε η μονιμότητα ήταν άγνωστη λέξη για τους δημόσιους υπαλλήλους, κάθε φορά που άλλαζε η κυβέρνηση, οι Παυσανίες –οι απολυμένοι, δηλαδή– μαζεύονταν στα καφενεία γύρω από το Υπουργείο Εσωτερικών και έκλαιγαν… την απόλυσή τους. Ο δημοσιογράφος της Εστίας, Δημήτρης Καμπούρογλου, εμπνεύστηκε και έγραψε για πρώτη φορά το όνομα Πλατεία Κλαυθμώνος, το οποίο επικράτησε μέχρι σήμερα, έναντι των επίσημων ονομάτων της, που στο πέρασμα των χρόνων ήταν κάθε άλλο παρά λίγα: Πλατεία Αισχύλου, Πλατεία Νομισματοκοπείου, Πλατεία 25ης Μαρτίου, Πλατεία Δημοκρατίας και Πλατεία Εθνικής Συμφιλίωσης.

Αιόλου: Ο πρώτος δρόμος που χαράχτηκε όταν η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, το 1905, ξεκινούσε από τους Αέρηδες, ήτοι το ηλιακό Ωρολόγιο του Κυρρήστου κάτω από την Ακρόπολη. Τα ανάγλυφα που απεικονίζουν τους οκτώ ανέμους, τα οποία θαυμάζουμε και σήμερα στις οκτώ πλευρές του, έκαναν τους μελετητές της εποχής να υποθέσουν εσφαλμένα πως επρόκειτο για Αρχαίο Ναό του Αιόλου. Η αλήθεια –ότι ήταν ηλιακό ρολόι μέσα και ανεμολόγιο έξω– αποκαταστάθηκε με τα χρόνια, αλλά τα ονόματα Αέρηδες και Αιόλου διατηρήθηκαν, για την περιοχή και τον δρόμο αντίστοιχα.

Σύνταγμα: Στις 3 Σεπτεμβρίου του σωτήριου έτους 1843, ο εξεγερμένος λαός –υποστηριζόμενος, τελικά, και από τον στρατό– απαιτούσε «Σύνταγμα», φωνάζοντας αυτή τη μία και μόνη λέξη έξω από το παλάτι του Όθωνα, ήτοι τη σημερινή Βουλή. Η Πλατεία έως τότε ονομαζόταν Ανακτόρων, ενώ στο σχέδιο πόλεως αναφερόταν ως Πλατεία Θουκυδίδου.

Θησείο: Γιατί λέμε Θησείο τον Ναό του Ηφαίστου στο λοφάκι της Αρχαίας Αγοράς, που έχει χαρίσει το όνομά του στην ευρύτερη περιοχή; Γιατί, κάποια στιγμή, απλά μπερδευτήκαμε. Ο ναός αυτός, που είναι και ο καλύτερα διατηρημένος αρχαίος ναός της Αθήνας, κτίσθηκε το 450-440 π.Χ., και απλά τυχαίνει να βρίσκεται στον ίδιο χώρο –μέσα στην Αρχαία Αγορά δηλαδή– με το πραγματικό Θησείο. Αυτό το τελευταίο δεν έχει καμία σχέση με θυσίες, παρά τον ευρύτατα διαδεδομένο μύθο: ήταν ένα ιερό που κτίσθηκε το 471-468 π.Χ. για να ταφούν τα οστά του θρυλικού βασιλιά της πόλης Θησέα που ο Κίμων έφερε από τη Σκύρο.

Γκύζη: Ο ζωγράφος προς τιμήν του οποίου ονομάστηκε το μικρό κάθετο στην Αλεξάνδρας δρομάκι το 1901 ονομαζόταν, ως γνωστόν, Νικόλαος Γύζης και όχι Γκύζης. «Γκύζη» τον έλεγαν στη Γερμανία, όπου έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του, και για άγνωστο λόγο το δημοτικό συμβούλιο που αποφάσισε να τον τιμήσει μετά θάνατον επέλεξε αυτήν την εκδοχή του ονόματός του. Όταν η Αθήνα επεκτάθηκε προς τα Τουρκοβούνια, η πλατεία αλλά και ολόκληρη η περιοχή που απλώθηκε γύρω της πήραν το όνομα του δρόμου, ο οποίος εν τω μεταξύ μεγάλωσε και πήρε τις σημερινές του διαστάσεις.

Γουδή: Και όχι Γουδί, όπως το έγραφε ακόμα και ο ίδιος ο Δήμος Αθηναίων στις πινακίδες του μέχρι το 2006. Η περιοχή πήρε το όνομά της από την Οικογένεια Γουδή από τις Σπέτσες, πολλά μέλη της οποίας διακρίθηκαν για την προσφορά τους στην Ελληνική Επανάσταση. Σε αναγνώριση της προσφοράς τους, το νεοσύστατο ελληνικό κράτος τους παραχώρησε εκτάσεις που κάλυπταν την σημερινή ομώνυμη περιοχή, αλλά και τμήματα του Παπάγου και του Χολαργού. Έτσι, η περιοχή βαφτίστηκε από «τα κτήματα του Γουδή» αλλά λόγω της παρήχησης με το μαγειρικό σκεύος, γραφόταν για πολύ καιρό με γιώτα. Μέχρι που κάτοικος της περιοχής έβαλε τα πράγματα στη θέση τους.

Το Σάββατο με ΤΑ ΝΕΑ, «Τοπωνύμια της Αθήνας, του Πειραιά και των περιχώρων»

 Τοπωνύμια της Αθήνας, του Πειραιά και των περιχώρων – Μία πρωτότυπη έκδοση με την καταγραφή, το ιστορικό, την προέλευση και την ερμηνεία των ονομάτων εκατοντάδων περιοχών από την αρχαιότητα έως σήμερα

——————————————

Το Γεράνι, είναι η περιοχή κάτω από την κεντρική αγορά της Αθήνας. Υπάρχει η οδός Γερανίου, αλλά λίγοι ξέρουν ότι οι γερανοί που χρησιμοποιούσαν οι παλιοί Αθηναίοι για να αντλούν νερό από τα πηγάδια, βρίσκονταν στην περιοχή. Σήμερα είναι το τρίγωνο ανάμεσα στην Αθηνάς, την Πειραιώς και την Ευριπίδου. Στα στενά της υπάρχει η σημερινή Κινέζικη αγορά της Αθήνας.

Το όνομα «Μαγκουφάνα», η σημερινή Πεύκη, προέρχεται και ετυμολογικά από την παραφθορά του ονόματος της βυζαντινής οικογένειας Μαγκαφά, των οποίων οι απόγονοι είχαν κατοικήσει την περιοχή. Μία άλλη εκδοχή είναι εκείνη που ξεκίνησε το 1843 όταν ο ευρισκόμενος στην Αθήνα περιηγητής Ραούλ Μαλέρμπ διέδιδε κατά την άποψή του ότι τελικά το όνομα προήλθε από κάποια «Μαγκούφα Άννα» η οποία κατοίκησε στην περιοχή μόνη της πιθανόν κωφή και άρρωστη από φυματίωση προκειμένου να θεραπευθεί, όπου και τελικά τα κατάφερε και επέζησε στην περιοχή μέχρι τον θάνατό της. Υπάρχουν αναφορές σε επιτύμβια πλάκα, της «Άννας της Μαγκούφας» που βρίσκονταν μέσα στο κτήμα Αργύρη.

Κακοσάλεσι είναι η παλαιότερη ονομασία της περιοχής της Αττικής Αυλώνας. Η αρχαία ελληνική ονομασία του χωριού είναι Αυλών που σημαίνει «πέρασμα». Το όνομα Αυλών διασώζεται σε μαρμάρινη αναθηματική πλάκα αφιερωμένη στο Θεό Διόνυσο τον Αυλωνέα. Η λέξη Σάλεσι, Σαλισάτι που σημαίνει «πέρασμα» είναι λατινική και με αυτήν μεταφράστηκε η λέξη Αυλών στα χρόνια της Φραγκοκρατίας. H ονομασία Κακοσάλεσι έμεινε από τα χρόνια της τουρκοκρατίας επειδή ακριβώς ο υπερκείμενος της σημερινής κωμόπολης ορεινός όγκος αποτελούσε παρατηρητήριο και ορμητήριο των επαναστατών κλεφτών με συνέπεια να αποτελεί κακό πέρασμα για τους Τούρκους. Η ονομασία αυτή διατηρήθηκε ως επίσημη ονομασία του οικισμού μέχρι το 1927 οπότε ο οικισμός ανέκτησε την αρχαία του ονομασία Αυλών (ο Αυλώνας) από τη μακρόστενη κοιλάδα που υφίσταται προ αυτού την οποία διαρρέει ο Ασωπός ποταμός.

Η σημερινή Αμφιθέα είχε την ονομασία Βουρλοπόταμος. Η ονομασία Βουρλοπόταμος που είχε η συνοικία κατά την χρονική περίοδο 1950-1960 οφείλεται στο ρέμα που διέσχιζε την περιοχή. Το ρέμα αυτό διέσχιζε την οδό Τυρταίου – Γοργοποτάμου (η ονομασία έχει προέρθει από το ρέμα) – Λ. Αμφιθέας και Αγίας Κυριακής. Εκβάλει στο Δέλτα Φαλήρου. Σήμερα το ρέμα δεν υπάρχει στην παλαιά μορφή καθώς πάνω σε αυτό χτίστηκαν πολυκατοικίες, αλλά συνεχίζει να ρέει υπογείως.

Μπύθουλας: Μπούθουλα ή Μπύθουλα ονόμαζαν οι παλιοί Αθηναίοι μια γειτονιά του Κολωνού, όπου λίμναζαν στάσιμα νερά σε ξεροπόταμο. Το όνομα της γειτονιάς όπου έμενε η Μαντάμ Σουσού κάνει ωραία ηχητική αντίθεση με τον Βούθουλα, τη γειτονιά δίπλα στην Αγία Φωτεινή. Υπάρχει η λαϊκή έκφραση «ο Βούθουλας κι ο Μπούθουλας» όπως λέμε «λαός και Κολωνάκι».

Το Βατραχονήσι ήταν νησί του ποταμού Ιλισού, στη σημερινή ομώνυμη συνοικία του Παγκρατίου στην Αθήνα. Αποτελούσε μια κατάφυτη επίπεδη λωρίδα γης ανάμεσα στις δύο όχθες του ποταμού που διασχίζει σήμερα υπόγεια τη πόλη. Το Βατρανονήσι εκτεινόταν από το Ολυμπιακό Κολυμβητήριο του Ζαππείου μέχρι το Προεδρικό Μέγαρο. Η ευρύτερη περιοχή σήμερα είναι γνωστή ως Μετς. Στη νησίδα αυτή, υπήρχαν ιερά της αρχαιότητας και χριστιανικοί ναοί. Στα νεότερα χρόνια η περιοχή ήταν αδόμητη, μέχρι περίπου τη δεκαετία του 1870 που κατασκευάστηκε το θέατρο του «Παραδείσου», το πρώτο θέατρο στην Αθήνα, ενώ αργότερα λειτούργησαν καφωδεία.