Επεισόδια βίας και ρατσισμού, περιθωριοποίηση, ελαστικές σχέσεις εργασίας και κοινωνική εχθρότητα βιώνουν οι μετανάστες εργαζόμενοι στον αγροτικό τομέα τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ιταλία και την Ισπανία. Αυτό διαπιστώνει έρευνα, που εκπόνησε ομάδα ερευνητών του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου της Φλωρεντίας, με την οικονομική υποστήριξη του Open Society Foundations στις Βρυξέλες.
Οι ερευνητές μελέτησαν την απασχόληση μεταναστών στον αγροτικό τομέα στη νότια Ιταλία, όπου η παρουσία τους είναι υψηλότερη αριθμητικά σε σχέση με την υπόλοιπη χώρα, και στη συνέχεια προχώρησαν σε σύγκριση των δεδομένων αυτών με την κατάσταση στην Ελλάδα και την Ισπανία. Η γεωργία στην Ιταλία, την Ελλάδα και την Ισπανία παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά: η κυριαρχία των μεσογειακών προϊόντων συνεπάγεται έντονη ζήτηση για εποχική εργασία. Επιπλέον, οι χώρες αυτές χαρακτηρίζονται από μια περισσότερο εδραιωμένη παράδοση μετανάστευσης.
Τα πιο πρόσφατα επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι το 2015 στην Ιταλία περίπου το 48% του εργατικού δυναμικού στην αγροτική παραγωγή ή περίπου 405.000 από τους 843.000 εργαζόμενους ήταν αλλοδαποί. Επίσης, υπολογίζεται ότι πάνω από το 50% των εργαζόμενων σε αυτό τον τομέα απασχολούνταν χωρίς επίσημη σύμβαση. Το 80% αυτών, δηλαδή οι 344.000, ήταν ξένοι υπήκοοι, ενώ το 42% των παράνομων εργατών ήταν γυναίκες.
Στην Ισπανία τα επίσημα στατιστικά στοιχεία εκτιμούν τους μετανάστες εργαζόμενους σε 171.600, δηλαδή περίπου το 23,2% του συνόλου του αγροτικού εργατικού δυναμικού. Ωστόσο, ο αριθμός αυτός είναι μικρότερος από την πραγματικότητα, καθώς δεν υπολογίζονται οι συμβάσεις προσωρινής απασχόλησης. Στην Ελλάδα οι μετανάστες υπολογίζεται ότι αποτελούν το 90% της συνολικής μισθωτής εργασίας στη γεωργία.
Η γεωγραφική εγγύτητα καθορίζει την απασχόληση των μεταναστών στη γεωργία: Αλβανοί εργάτες στην Ελλάδα και Μαροκινοί στην Ισπανία. Οι μετανάστες από την υποσαχάρια Αφρική και από χώρες της ΕΕ έχουν επίσης εισέλθει όλο και περισσότερο στην αγορά εργασίας. Η δυναμική των μεταναστών εργαζομένων στην Ισπανία χαρακτηρίζεται από μια αξιοσημείωτη εσωτερική κινητικότητα ανάμεσα στις περιοχές που συνδέεται με περιόδους συγκομιδής. Στην Ελλάδα οι μετανάστες εργάτες, κυρίως Αλβανοί, Βούλγαροι και Ρουμάνοι, αύξησαν επίσης τη γεωγραφική κινητικότητά τους μεταξύ των διαφόρων αγροτικών περιοχών για να αντιμετωπίσουν την εργασιακή ανασφάλεια και τη χαμηλή κοινωνικοοικονομική κατάστασή τους. Επιπλέον, οι μετανάστες από την Ασία μετακινούνται από τις αστικές στις αγροτικές περιοχές για βραχυπρόθεσμη απασχόληση.
Στην Ιταλία οι μεγαλύτερες ομάδες μεταναστών εργαζομένων στη γεωργία είναι οι Ρουμάνοι (112.894), οι Αλβανοί (24.870) και οι Μαροκινοί (23.932). Αυτές είναι εξάλλου και οι τρεις κύριες μεταναστευτικές κοινότητες της χώρας. Επίσης, οι Ινδοί μετανάστες ξεχωρίζουν με την παρουσία τους (26.900), καθώς ο αριθμός τους έχει αυξηθεί σχεδόν κατά 300% κατά την τελευταία δεκαετία, σε αντίθεση με τους Πολωνούς μετανάστες, ο αριθμός των οποίων έχει συρρικνωθεί περισσότερο από το μισό κατά την ίδια περίοδο.
Κοινό στοιχείο που εντοπίζεται και στις τρεις χώρες; Τα επαναλαμβανόμενα επεισόδια βίας ή ρατσισμού από τοπικούς πληθυσμούς σε εποχικούς εργαζόμενους. Όπως σημειώνουν οι ερευνητές, οι περιπτώσεις του Ελ Ετζίντο στην Ισπανία το 2001, του Ροζάρνο στην Ιταλία το 2010 και της Μανωλάδας στην Ελλάδα το 2013 υπογραμμίζουν «τη διφορούμενη συνύπαρξη της οικονομικής απαίτησης για μετανάστες εργαζόμενους στα χωράφια και της κοινωνικής εχθρότητας απέναντι στην παρουσία τους στους δρόμους». Επίσης, οι μισθολογικές διαφορές, η επισφάλεια και η περιθωριοποίηση εμφανίζονται και στις τρεις μεσογειακές χώρες.
Στην Ισπανία εξαιτίας της αύξησης των εμποδίων για μετανάστευση και την προσφορά λίγων ευκαιριών για τους εργαζόμενους εκτός ΕΕ να εργαστούν νόμιμα στη χώρα, οι μετανάστες έχουν γίνει περισσότερο εξαρτημένοι από τους εργοδότες ή τους μεσάζοντες και κατά συνέπεια περισσότερο ευάλωτοι σε εκμετάλλευση.
Στην Ελλάδα οι μετανάστες έχουν καλύψει τα κενά στην τοπική απασχόληση και κρατούν τους μισθούς στη γεωργία σε χαμηλά επίπεδα, συμβάλλοντας στη μείωση του κόστους παραγωγής και στη διατήρηση και επέκταση της γεωργίας. Ορισμένες διμερείς συμφωνίες διευκόλυναν τη διαδικασία της εποχικής μετακίνησης από την Αλβανία, τη Βουλγαρία και την Αίγυπτο. Η καθιέρωση της τρίμηνης βίζας για τους Αλβανούς τους διευκόλυνε να αναλάβουν εποχιακές εργασίες σε περιόδους αιχμής. Διαδοχικοί νόμοι για τη μετανάστευση περιλαμβάνουν ειδικές διατάξεις για τους εποχικούς εργάτες. Κάθε δύο χρόνια κοινή υπουργική απόφαση καθορίζει το μέγιστο αριθμό θέσεων για εποχιακή απασχόληση ανά περιφέρεια και τομέα.
Οι πολίτες εκτός της ΕΕ μπορούν να εισέλθουν στη Ελλάδα για να εργαστούν για ένα μέγιστο διάστημα έξι μηνών μέσω πρόσκλησης ή μετάκλησης, η οποία όμως είναι δύσκολο να εφαρμοστεί. Τον Απρίλιο του 2016 ο νόμος τροποποιήθηκε ώστε οι εργοδότες στον αγροτικό τομέα στις περιοχές όπου υπάρχουν και έχουν εγκριθεί εποχικές θέσεις εργασίας να μπορούν να προσλαμβάνουν παράτυπους υπηκόους τρίτων χωρών ή αιτούντες άσυλο που ήδη ζουν στην Ελλάδα παρέχοντάς τους έτσι μια προσωρινή άδεια διαμονής έξι μηνών.
Από την άλλη πλευρά, η Ιταλία είναι η μόνη χώρα που δεν έχει αναπτύξει κάποια αξιοσημείωτη νόμιμη οδό γι αυτούς τους εργαζομένους. Αντίθετα, η σύνδεση των αδειών παραμονής με τις συμβάσεις εργασίας αποτελεί ένα βασικό στοιχείο που κρατά τους εργαζόμενους ευάλωτους και εξαρτώμενους από τις ιδιοτροπίες των εργοδοτών τους.
Η έρευνα δίνει βαρύτητα στη μελέτη των συνθηκών απασχόλησης των μεταναστών στη γεωργία στη νότια Ιταλία. Οι εργάτες συχνά εργάζονται δέκα με δώδεκα ώρες την ημέρα, εκτίθενται σε τοξικά παρασιτοκτόνα και υπομένουν τις υψηλές θερμοκρασίες του καλοκαιριού και τις χαμηλές του χειμώνα με αμοιβή σημαντικά χαμηλότερη από το νόμιμο κατώτατο μισθό. Οι περισσότεροι ζουν σε υποβαθμισμένες και ανθυγιεινές συνθήκες σε απομονωμένα κτίσματα μέσα στις φάρμες, σε ερειπωμένα καταφύγια ή σκηνές χωρίς θέρμανση ή σε αστικές παραγκουπόλεις πολλά χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο εργασίας τους. Αυτές οι συνθήκες έχουν σημαντικό αντίκτυπο στη δυνατότητα των μεταναστών εργαζομένων να ενσωματωθούν στις τοπικές κοινωνίες. Την κατάσταση επιδεινώνει ένα παράνομο σύστημα διαμεσολαβητών μεταξύ των αγροτικών επιχειρηματιών και των εργατών, γνωστό ως «καποραλάτο», που ευνοείται από την αποδυνάμωση των εργασιακών σχέσεων και του εργατικού δικαίου. Την κατάσταση δυσχεραίνει και η λεγόμενη «αγρομαφία», δηλαδή η μαφία που συνδέεται με τον αγροτικό κόσμο και ασχολείται με δραστηριότητες που δημιουργούν παράνομα κέρδη ή επιτρέπουν το ξέπλυμα μαύρου χρήματος κατά την παραγωγή, επεξεργασία και μεταφορά λαχανικών και φρούτων στους μεγάλους διανομείς. Όπως αναφέρεται στην έρευνα, ο γεωργικός τομέας ενδείκνυται για το ξέπλυμα μαύρου χρήματος από λαθρεμπόριο ναρκωτικών, εκβιασμούς και ληστείες. Υπολογίζεται ότι στην Ιταλία η γεωργία είναι ο δεύτερος τομέας δραστηριότητας στην υπόγεια οικονομία όσον αφορά στην προστιθέμενη αξία και αντιπροσωπεύει το 15,5%.
Η μάστιγα της αδήλωτης εργασίας
Ο αγροτικός τομέας είναι ο κύριος τομέας που πλήττεται από τη μάστιγα της ανεπίσημης ή αδήλωτης εργασίας και τις σοβαρές μορφές εκμετάλλευσης των εργαζομένων σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η ζήτηση για φτηνό εργατικό δυναμικό είναι ιδιαίτερα υψηλή στις μεσογειακές ευρωπαϊκές χώρες, όπου η γεωργική εργασία είναι συνήθως προσωρινή και επισφαλής, απαιτώντας από τους εργαζόμενους να μετακινούνται από τη μία περιοχή στην άλλη σύμφωνα με τις εποχιακές γεωργικές ανάγκες στην παραγωγή φρούτων και λαχανικών. Όπως υπογραμμίζουν οι ερευνητές, αυτό δεν θα πρέπει να αποτελεί ζήτημα μόνο εθνικού ενδιαφέροντος: οι ντομάτες, τα πορτοκάλια, οι φράουλες, τα σταφύλια, τα πεπόνια, τα καρπούζια, οι ελιές και άλλα αγαθά που παράγονται στη νότια Ιταλία τελικά φτάνουν στα ράφια των σούπερ μάρκετ σε όλη την Ευρώπη.
Όπως σχολιάζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η καθηγήτρια του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου και μέλος της ερευνητικής ομάδας που συνέταξε την έκθεση, Άννα Τριανταφυλλίδου, «κάθε φορά που πηγαίνω στο σούπερ μάρκετ και βρίσκω τις ντομάτες, τα πορτοκάλια ή τα ακτινίδια φθηνά σκέφτομαι τι κρύβεται πίσω από αυτές τις προσφορές και ντρέπομαι. Η μετανάστευση γίνεται απλά ένα στοιχείο στο παζλ της εκμετάλλευσης όπου οι μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ συμπιέζουν τους παραγωγούς για να αυξήσουν τα δικά τους κέρδη. Είναι απαραίτητο να καταδείξουμε τη δύναμη του καταναλωτή να ωθήσει σε αλλαγές στο παζλ αυτό».
Η έρευνα αναδεικνύει τις πολλαπλές πιέσεις που δέχεται ο αγροτικός τομέας: ο ολιγοπωλιακός έλεγχος των τιμών από τις μεγάλες διεθνείς αλυσίδες σούπερ μάρκετ επιβάλλει μια συνεχώς αυξανόμενη έντονη πίεση στους προμηθευτές για εντατικοποίηση της παραγωγής και για εντατική εκμετάλλευση των παραγόντων της παραγωγής, δηλαδή της γης και του εργατικού δυναμικού.
Τέλος, η έρευνα υπογραμμίζει ότι παρά το γεγονός πως οι καλές πρακτικές, τα οικονομικά κίνητρα και οι νομοθετικές ρυθμίσεις θα μπορούσαν να αποτελέσουν μέρος της λύσης, αυτό που είναι περισσότερο απαραίτητο είναι ένα συνεκτικό πολιτικό πλαίσιο, καθώς και συνοχή μεταξύ των πολιτικών και των διαφόρων επιπέδων πολιτικής.