Συναντηθήκαμε και δειπνήσαμε με τον Απόστολο Δοξιάδη μόλις προχθές, αφού πλέον είχε τυπωθεί το βιβλίο του «Ερασιτέχνης επαναστάτης», ιστορία ενηλικίωσης και ταυτόχρονα, μέσω του προσωπικού πρίσματος του συγγραφέα, χρονικό μιας από τις πιο ταραγμένες περιόδους της ελληνικής Ιστορίας. Στο βιβλίο, που κυκλοφορεί από τον Ικαρο, ο Απόστολος Δοξιάδης μιλά για τη ζωή του ώς τα είκοσι ένα του, το καλοκαίρι του 1974 – όταν έπεσε η χούντα. Μολονότι έχω διαβάσει από τους πρώτους ολόκληρο το βιβλίο, ο συγγραφέας σπεύδει να μου τονίσει ότι δεν έχει συνολικά αυτοβιογραφική πρόθεση.
Οτι το θέμα του είναι κυρίως η διαμόρφωση της πολιτικής του ταυτότητας και, στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, ο αντιδικτατορικός αγώνας. «Το ότι ήσασταν όμως τότε ενταγμένος στην Αριστερά προκαλεί φυσικά το ερώτημα: γιατί βγαίνει το βιβλίο τώρα;» τον ρώτησα.
«Είναι πολύ απλό» απάντησε γελώντας. «Γιατί τώρα γράφτηκε!». Σκέφτηκα ότι δεν με κατάλαβε και επανέλαβα το ερώτημα: «Γιατί το γράψατε τώρα; Εχει να κάνει με το ότι τώρα κυβερνά η “πρώτη φορά Αριστερά”;». Οχι, θα μπορούσε να απαντήσει απότομα. Προτίμησε κάτι πιο περίτεχνο: «Στα άδυτα της ψυχής του δεν έχει κανείς μας πρόσβαση κατά παραγγελία, αλλά στον βαθμό που μπορώ να μπω στα δικά μου απαντώ ότι δεν ήταν αυτός ο λόγος. Ή, για να ακριβολογώ, απαντώ ότι ούτε η απόφαση να γραφτεί το βιβλίο ούτε η διαδικασία της συγγραφής είχαν ως κίνητρο να μιλήσω για το “τώρα”.
Ηταν μια ανάγκη επιστροφής μου σε εκείνα τα χρόνια μου, που παρέμεναν στον νου μου τα πιο ακατανόητα της ζωής μου». Αισθάνεται την ανάγκη, ωστόσο, να συμπληρώσει: «Τα χρόνια της κρίσης ξαναξύπνησε το ενδιαφέρον μου για την πολιτική, που από τη χούντα και μετά ήταν σε ύφεση. Και η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ, το 2012, σίγουρα με ώθησε σε κάποιες σκέψεις για τη φύση της Αριστεράς σήμερα. Θα ήταν υπερβολικό λοιπόν να χαρακτηρίσω “απλή σύμπτωση” το γεγονός ότι το βιβλίο γράφτηκε τώρα. Αλλά σίγουρα ο σχολιασμός της σημερινής κατάστασης δεν ήταν η αιτία της συγγραφής του».
Οταν ένας συγγραφέας απλώς επιδιώκει να καταλάβει «τα πιο ακατανόητα χρόνια» της ζωής του, γιατί πρέπει να δώσει έμφαση ειδικά στην πολιτική, ενώ μάλιστα ο ίδιος δεν είναι πολιτικός – και όπως τονίζει κατηγορηματικά, γελώντας, ούτε θα γίνει; «Διάλεξα την πολιτική ως πυξίδα γιατί ήθελα μια ξεκάθαρη γραμμική πορεία της αφήγησης στον κόσμο γύρω μου, που άλλαζε συνεχώς» απαντά. «Οδηγώντας στην εμπειρία της δικτατορίας, που ήταν καθοριστική για μένα και κάποιους στη γενιά μου».
Του αντιτείνω ότι πολλοί στον ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζουν ότι αντιπροσωπεύουν τη συνέχεια του κόμματος όπου κι εκείνος είχε ενταχθεί επί χούντας, του ΚΚΕ Εσωτερικού. Τον ξαφνιάζει αυτό, λέει, για ένα αρχηγοκεντρικό κόμμα, ο ηγέτης του οποίου διαπαιδαγωγήθηκε στο ΚΚΕ. Υπάρχουν και άλλοι, επιμένω, Βούτσης, Φίλης, Σκουρλέτης, Κοντονής, που κατάγονται από το Εσωτερικό. Εξανίσταται.
«Κι εγώ κατάγομαι από τον προ-προπάππου μου, αλλά δεν του μοιάζω διόλου. Επιπλέον, ενώ εγώ, όπως κάθε άνθρωπος, έχω τέσσερις προπαππούδες, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πολύ περισσότερους. Αν δείτε την ανθρωπογεωγραφία του σήμερα, τα στελέχη προέρχονται και από το Εσωτερικό, που φτιάχτηκε το 1968, την τάση του “Αγώνα”, που διασπάστηκε από αυτό επί xούντας, την τάση Μπανιά και διάφορες άλλες που διασπάσθηκαν αργότερα. Προέρχονται βέβαια σε μεγάλο βαθμό κι από το ΚΚΕ, όπως και από δεκάδες αριστερίστικα μορφώματα που ούτε ξέρω πώς τα λένε. Και να μην ξεχνάμε τη μεγάλη ανθρωπομάνα, του ΠΑΣΟΚ. Αυτή κάνει τουλάχιστον για δύο προπαππούδες του ΣΥΡΙΖΑ!».
Του θυμίζω ότι είχε σχολιάσει σκωπτικά τη δήλωση του τέως υπουργού Δικαιοσύνης Σταύρου Κοντονή, ότι ανήκει στους «γεννήτορες της ανανεωτικής Αριστεράς», δηλαδή του ΚΚΕ Εσωτερικού. «Ε, όχι και σκωπτικά, επαινετικότατα» λέει γελώντας. «Τον χαρακτήρισα παιδί – θαύμα και Μότσαρτ του ευρωκομμουνισμού. Το 1968, βλέπετε, ο Κοντονής ήταν πέντε ετών. Μεγάλος άθλος για ένα παιδάκι να γεννήσει κοτζάμ κόμμα!».
Μας φέρνουν κρασί. Και αποφασίζω να κάνω μια ασεβή ερώτηση. Θυμάστε, του λέω, πώς ένιωθε επί χούντας ένας νέος στο Εσωτερικό; Και μπορεί με βάση αυτό να καταλάβετε πώς νιώθει ένας σημερινός νέος στον ΣΥΡΙΖΑ; «Θυμάμαι πολύ καλά μεν, αλλά αυτό δεν με βοηθάει στο σήμερα.
Οι συνθήκες είναι τελείως διαφορετικές. Ενας νέος που τότε δήλωνε ή ανακαλυπτόταν ότι ανήκει στο κόμμα, πήγαινε στα βασανιστήρια και στη φυλακή. Σήμερα δηλώνοντάς το παίρνει κρατικό αξίωμα ή, στη χειρότερη περίπτωση, διορίζεται στο Δημόσιο. Δεν ορίζει μόνο η ιδεολογία το πώς νιώθεις». Τέτοια προσωπικά συμφέροντα δεν υπήρχαν στην αντίσταση κατά της χούντας;
«Για τη συντριπτική πλειονότητα των ελάχιστων ανθρώπων που μετείχαν στην αντίσταση, όχι», είναι κατηγορηματικός. «Από εκεί και πέρα», προσθέτει, «κάποιοι επαγγελματίες πολιτικοί της προδικτατορικής περιόδου και μερικοί από τους νέους που πολιτικοποιήθηκαν επί χούντας έβλεπαν από τότε τη μεταδικτατορική περίοδο ως πεδίο μελλοντικής επαγγελματικής σταδιοδρομίας. Αλλά αυτό αφ’ εαυτού δεν είναι κακό».
Η κοινωνική θέση και η πολιτική ένταξη
Το βιβλίο έχει τίτλο «Ερασιτέχνης επαναστάτης». Αυτοί που περιγράφει είναι οι «επαγγελματίες επαναστάτες»; Στο βιβλίο, λέει, «οι επαγγελματίες επαναστάτες ορίζονται με κομμουνιστικό τρόπο, όπως ήθελε ο Λένιν: είναι αυτοί που πρέπει αναγκαστικά να διοικούν ένα κόμμα που θέλει να εγκαθιδρύσει τον κομμουνισμό. Ο Λένιν γράφει στο “Τι πρέπει να κάνουμε;” ότι αυτό δεν γίνεται με ερασιτέχνες». Οπως αυτός; «Εγώ και οι περισσότεροι άλλοι τότε. Αλλωστε στον κομμουνισμό πίστεψα μόνο για ένα μικρό διάστημα της ένταξής μου. Τα τρία τελευταία χρόνια της χούντας με κάλυπταν οι στόχοι του Εσωτερικού για αποκατάσταση της δημοκρατίας και για ελεύθερες εκλογές. Το αρνητικό όραμα, της συντριβής της δικτατορίας, ήταν πολύ καθαρότερο για μένα από το θετικό, τι φύση θα είχε το καθεστώς μετά. Αλλά σίγουρα δεν ήθελα να αντικαταστήσω τη δικτατορία των συνταγματαρχών με τη “δικτατορία του προλεταριάτου”, όπως λέει ο Μαρξ την επικράτηση του κομμουνισμού».
Σε αυτό επηρέασε ίσως η αστική σας καταγωγή; τον ρωτάω. Γίνεται αναλυτικά επεξηγηματικός: «Η ατομική ψυχολογία και η κοινωνική θέση δεν συμπίπτουν αναγκαστικά στην πολιτική ένταξη. Οπως βλέπει κανείς ανθρώπους πάμφτωχους να είναι ακροδεξιοί, έτσι βλέπει και εύπορους αριστερούς. Και ανάποδα βέβαια. Μην ξεχνάτε ότι ο Φρίντριχ Ενγκελς, που με τον Μαρξ θεμελίωσαν την κομμουνιστική κοσμοθεωρία, ήταν γιος εργοστασιάρχη. Ο Αντώνης Μπριλλάκης, το ανώτατο στέλεχος του Εσωτερικού που καθοδηγούσε και τη νεολαία επί χούντας, ήταν γόνος μιας από τις πλουσιότερες οικογένειες των Χανίων. Και ο Πρωθυπουργός μας άλλωστε, αν δεν κάνω λάθος, δεν κατάγεται από το βιομηχανικό προλεταριάτο».
Το «τότε» και οι συσχετίσεις με το «τώρα»
Παρατηρώ ότι, παρά τα όσα λέει, μπλέκει το «τότε» με το «τώρα». Γελάει ακόμα μία φορά και απαντά με ευστροφία ότι δεν συζητάμε για το βιβλίο αλλά με αφορμή το βιβλίο. Στο βιβλίο, επιμένει ότι μένει στο «τότε». «Οταν το τελείωσα», λέει, «το έδωσα σε δυο φίλους παρακαλώντας να εντοπίσουν σημεία που ενώ μιλούσα για τα παλιά, ουσιαστικά έκανα μπηχτές για το τώρα. Βρήκαν μερικά και τα έκοψα. Από εκεί και πέρα, αν υπάρχουν άλλες συσχετίσεις, είναι ασυνείδητες ή μπορεί και να ανήκουν στον πονηρεμένο αναγνώστη που αναζητεί στο βιβλίο τα νοήματα που εκείνος θέλει να βρει. Αλλά και οι τυχόν ασυνείδητες αναφορές μου και οι συνειρμοί των αναγνωστών είναι φυσικά. Τα δημιουργεί η συνάφεια των φαινομένων και οι συνέχειες της Ιστορίας: ο κομμουνισμός άλλωστε δεν εφευρέθηκε ούτε από το Εσωτερικό ούτε από τον ΣΥΡΙΖΑ. Προϋπήρχε, οπότε οι συγκρίσεις είναι μοιραίες».
Επιμένω. Δεν μιλάτε ποτέ στον «Ερασιτέχνη επαναστάτη» από τη θέση του σήμερα; ρωτώ. «Συνειδητά μία και μόνη φορά αναπτύσσω σκέψεις που έκανα μετά τη χούντα όταν συζητώ το νόημα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου» απαντά. «Σέβομαι όσους συμμετείχαν σε αυτή και τιμώ τους νεκρούς. Αλλά αν θέλουμε να καταλάβουμε καλύτερα τον εαυτό μας, σήμερα, πρέπει να πάμε πέρα από το παραμύθι ότι το Πολυτεχνείο έριξε τη χούντα. Το “γιατί” το λέω στο βιβλίο».
Στο βιβλίο περιγράφονται μερικά πρόσωπα με τα οποία συναναστραφήκαμε ή συνεχίζουμε να συναναστρεφόμαστε σήμερα. Ενα από τα πρόσωπα αυτά, ο σπουδαίος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Σταύρος Τσακυράκης, με τον οποίο ο Απόστολος Δοξιάδης συνεργαζόταν από τότε. «Με τον Σταύρο ήμασταν στην ίδια οργάνωση στη χούντα», διευκρινίζει, «εκείνος σε ηγετική θέση. Είχαμε τότε λίγες κοινές εμπειρίες, αλλά συναισθηματικά έντονες. Τον Σταύρο τον θαύμαζα και τότε για την παλικαριά του. Αλλά η μεγάλη αξία του είναι στα όσα έκανε μετά. Με τον δρόμο του έδειξε ότι κανείς μπορεί να καλυτερεύει μεγαλώνοντας, φτάνει να μην παύει να ψάχνει, ώστε να βρίσκει με τα χρόνια καλύτερα την πορεία προς τον στόχο του. Ο Σταύρος τον εντόπισε στην υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πάει να πει στην καρδιά της δημοκρατίας. Ο χαμός του είναι τεράστια απώλεια για τους ανθρώπους που πιστεύουν στην ελευθερία».
Αλλάζω τη συζήτηση για να τη στρέψω στην υπόθεση των οκτώ τούρκων αξιωματικών όπου, ως γνωστόν, ο Απόστολος Δοξιάδης έπαιξε κεντρικό ρόλο στη σωτηρία τους. «Αυτός ο έντονος πρόσφατος ακτιβισμός σας», τον ρωτώ, «τι σχέση έχει με τον νεαρό Απόστολο που πολέμησε κατά της χούντας;». «Είναι στο ίδιο πνεύμα, στο όνομα του πατριωτισμού και της δημοκρατίας» απαντά. «Ως έλληνας πολίτης βρήκα προσβλητικές τις κυβερνητικές δηλώσεις, έμμεσες ή και άμεσες, ότι οι Οκτώ πρέπει να παραδοθούν στον Ερντογάν. Δημοκρατία χωρίς διάκριση εξουσιών δεν υπάρχει. Ο αγώνας μου για τους Οκτώ ήταν αγώνας για την τιμή της ελληνικής Δικαιοσύνης, που πάει να πει υπέρ βωμών και εστιών μιας σωστής δημοκρατίας».
«Στους πολιτικούς έχουν σημασία οι πράξεις»
Ο Απόστολος Δοξιάδης αντιτάχθηκε στον ΣΥΡΙΖΑ από την αρχή και ήταν ξεκάθαρα υπέρ του Ναι στο δημοψήφισμα του 2015. «Εχοντας την εμπειρία που έχετε από την Αριστερά, πώς βλέπετε σήμερα τον Αλέξη Τσίπρα;» ρωτώ. «Είναι κομμουνιστής ή όχι;». Παραθέτω την απάντησή του κατά λέξη: «Κομμουνιστής με την έννοια ότι ηγείται κομμουνιστικού καθεστώτος δεν είναι, αφού αυτό μπορεί να συμβεί μόνο με την πλήρη κατάρρευση των θεσμών και την έκνομη, ανενδοίαστη χρήση της κρατικής βίας. Από εκεί και πέρα, στην ψυχή του δεν ξέρω τι νιώθει. Αλλά στους πολιτικούς έχουν σημασία οι πράξεις. Ως προς ένα πράγμα που βλέπω ο Τσίπρας λοιπόν παραμένει σίγουρα κομμουνιστής: είναι οπορτουνιστής χωρίς αναστολές. Η στάση του το πρώτο εξάμηνο του 2015 πλάστηκε σε ένα κομμουνιστικό κόμμα.
Κόντεψε να τινάξει τη χώρα στον αέρα, προκήρυξε δημοψήφισμα – αστραπή για κείμενο 300 τόσων σελίδων στα αγγλικά και προπαγάνδισε με πάθος το καταστροφικό Οχι. Κέρδισε με τεράστια πλειοψηφία και την άλλη μέρα έγραψε τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος στα παλιά του τα παπούτσια! Ανθρωπος με στοιχειώδη πίστη στους δημοκρατικούς θεσμούς δεν θα το έκανε, όσο οπορτουνιστής κι αν ήταν. Κι αν δεν ντρεπόταν, θα φοβόταν. Αντίθετα, ο μαρξισμός σού δίνει τα εργαλεία να βγάζεις το άσπρο μαύρο και να λες ότι ήταν μαύρο από την αρχή. Και να το απαιτείς να το πιστέψουν από πάνω».
Κάποια στιγμή πρέπει να τελειώσουμε. Μία ερώτηση ακόμα, όμως, τη χρωστώ. Κοντά μισό αιώνα από τη Μεταπολίτευση, τι κρατάει σήμερα από την εποχή εκείνη και τον αγώνα κατά της χούντας; Απαντά λακωνικά: «Περηφάνια που συμμετείχα. Αλλά και ευγνωμοσύνη στη ζωή που μετά δεν με στοίχειωσε, να βλέπω φαντάσματα. Δεν μπορεί να πιστεύεις πραγματικά στη δημοκρατία αν δεν ξέρεις τη διαφορά της με τη δικτατορία».
ΣΠΙΤΙ
Καποδιστρίου 42, Μαρούσι
Ψωμί €3,60
Φιάλη κόκκινο κρασί Mauro Primitivo, €13,00
Σαλάτα κινόα – ρόκα – πιπεριά – μπρόκολο €12,00
Μοσχαρίσια ταλιάτα με λαχανικά €17,50
Σάλτσα μουστάρδας €1,80
Φιλέτο κοτόπουλο με λαχανικά €14,00
Γλυκό και καφέ, κερασμένα από το κατάστημα
Σύνολο: €61,90