Το φαγητό στο θέατρο συνήθως δεν επιτρέπεται. Πέρα από την καθαρά βιολογική, η ανθρώπινη ανάγκη για τροφή αποκαλύπτει και παραπέμπει σε περισσότερες από μία μορφές πείνας. To «Φαγητό» ένα δυνατό και ιδιότυπο κείμενο της βραβευμένης ποιήτριας Μαρίας Λαϊνά, μεταφέρεται για πρώτη φορά στο θέατρο.
Στον Ειδικά Διαμορφωμένο Υπόγειο Χώρο (-2) του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης (Πειραιώς 206, Ταύρος, Τηλ. 210-3418.550, είσοδος 8-12 ευρώ), κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21.30 έως τις 11 Δεκεμβρίου, ο Δημήτρης Λιόλιος σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί. Δίπλα του στη σκηνή, ο Σταύρος Λιλικάκης.
Μαζί, ανοίγουν έναν διάλογο για το τι ορίζουμε ως φαγητό. Και ζωντανεύουν δυο παράλληλες κι εντελώς διαφορετικές μαρτυρίες που ενώ εκ’ πρώτης δε συγκλίνουν, συνθέτοντας τελικά ένα μοτίβο για το πως ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται και αντιμετωπίζει μια τραυματική εμπειρία.
Ο Δημήτρης Λιόλιος μιλάει στα «Νέα» για την περιπέτεια της παράστασης, τις προκλήσεις στη διασκευή ενός ποιητικού έργου και τους συμβολισμούς του φαγητού.
1. Πώς προέκυψε η ιδέα για την παράσταση;
Προηγήθηκε ένα μεγάλο διάστημα, από την πρώτη ενασχόληση μου με το κείμενο της Μαρίας Λαϊνά, μέχρι να φτάσω στο σημείο να πω ότι αυτό το έργο θέλω να το ανεβάσω στη σκηνή. Κάθε που βουτούσα εκεί μέσα, έχανα την αίσθηση του χρόνου, αλλά και χαιρόμουν σαν μικρό παιδί. Δούλευα για μήνες αθόρυβα μέχρι να συγκεντρώσω τα κατάλληλα υλικά. Έπειτα το ένα έφερε το άλλο, είχα πλέον αναλάβει μια ευθύνη στην οποία έπρεπε οπωσδήποτε να ανταποκριθώ.
2. Θεωρητικά, το φαγητό είναι κάτι απλό, καθημερινό. Εσείς σε τι σφαίρα το τοποθετείτε στην παράσταση; Μπορούν να υπάρξουν διαφορετικοί ορισμοί του;
Η προέλευση της πείνας μας εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, βιολογικούς, κοινωνικούς, πολιτισμικούς, ψυχολογικούς ή ακόμη και κλινικούς. Οπότε, με μια πιο υποψιασμένη ματιά, εύκολα μπορούμε να δούμε όλοι ότι το φαγητό και ό,τι εμπεριέχεται σ’ αυτή τη διαδικασία συνιστά ένα συμπαγές σύμβολο. «Όλοι έχουμε μέσα μας κάτι τέτοιο», γράφει η Μαρία Λαϊνά. Στην παράσταση αυτό το μέσο χρησιμοποιούμε, αυτή την αφορμή αν προτιμάτε, για να μοιραστούμε μια ιστορία. Πρόθεση μου ήταν και παραμένει να δημιουργήσουμε ένα καθαρό και ευέλικτο πλαίσιο που θα παρακινήσει από πολύ νωρίς τον καθένα να προβληματιστεί και να καταλήξει στη δική του ερμηνεία, χωρίς ίχνος διδακτισμού.
3. Τι προκλήσεις αντιμετωπίσατε στην πρώτη αυτή θεατρική διασκευή του έργου;
Στο Φαγητό εμπλέκονται όλοι, και δεν υπάρχει δικλείδα ασφαλείας για κανέναν. Ο θεατής αναλαμβάνει ενεργό ρόλο και πρέπει να είναι έτοιμος ανά πάση στιγμή να αντιδράσει, να καταναλώσει. Ομολογώ ότι είναι κάπως ριψοκίνδυνο το εγχείρημα. Από τη στιγμή όμως που αποφάσισα να δώσω λόγο και ζωή, επί σκηνής, σε δυο διαφορετικά στόματα, έπρεπε να βρω ένα τρόπο να επικυρώνουν την παρουσία τους συνεχώς, χωρίς στιγμή να παρεκκλίνουν. Ακόμη και ο μουσικός και συνθέτης της παράστασης είναι εκεί, παρών σε όλη τη διάρκεια της παράστασης. Ευτυχώς το ίδιο το κείμενο ήταν αυτό που σχεδόν επιθετικά μου υποδείκνυε κάθε φορά τι είχε ανάγκη και τι όχι. Εντέλει, όλοι γινόμαστε ένα ντόμινο που καταρρέει. Αλλά στο τέλος ο καθένας μένει μόνος του.
4. Στην παράσταση συνυπάρχουν δύο φαινομενικά αντικρουόμενοι μονόλογοι. Πού τελικά συναντιόνται;
Θα έλεγα, πιο σωστά, ότι συνυπάρχουν δυο φαινομενικά αντικρουόμενοι άνθρωποι. Ωστόσο, εξ αρχής, η επαφή και η σχέση τους δεν είναι ούτε καθαρή ούτε δεδομένη και αυτό είναι κάτι που δημιουργεί αμέσως ερωτηματικά, ένα μυστήριο ψυχολογικής υφής. Κομμάτι-κομμάτι συνθέτουμε ένα μοτίβο που όσο επαληθεύεται σκηνικά τόσο περισσότερο αποκαλύπτει την κοινή τους εμπειρία. «Κάποια είναι νεκρή και κάποιος ήταν από πριν εκεί». Η συνάντηση αυτή οριοθετείται σ’ ένα μεταιχμιακό σημείο, λίγο πριν ο κάθε ερμηνευτής πετάξει την μάσκα του ρόλου του, το πρόσχημα, ακόμη και την ίδια την ιστορία.
5. Το έργο της Λαϊνά είναι γεμάτο προβολές και συμβολισμούς. Εσείς πώς τα χειρίζεστε όλα αυτά επί σκηνής;
Πράγματι, βρίσκω τρομερή γοητεία στη δυναμική των συμβόλων όταν δεν είναι ευδιάκριτα, όταν είναι ερμητικά και δεν προσπαθούν να επιβληθούν. Απλώς συνυπάρχουν εκεί, όπως και οι προβολές που συνήθως σημαίνουν απλώς την μετάθεση της ευθύνης. Η δική μας διαχείριση στο έργο ξεκινά με το να διαμορφώσουμε ένα πλαίσιο όπου ο θεατής καλείται να «παίξει», να διαλέξει και να αποφασίσει έως ότου έρθουμε όλοι μαζί αντιμέτωποι με μια αντικειμενική αλήθεια, από την οποία είναι τρομακτικά δύσκολο να ξεφύγει κανείς.
6. Η ανθρωποφαγία του σύγχρονου εαυτού μας, πώς διαπερνά την παράσταση;
Η ανθρωποφαγία είναι ένα πρόσχημα για να έρθουμε πιο κοντά με ό,τι ο καθένας μας θυσίασε ή αποχωρίστηκε τη στιγμή που άρχισε να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως άτομο, στην ενήλικη ζωή του. Το προσωπείο που φέρουμε οι περισσότεροι ως ραγισμένη ασπίδα απέναντι στην αγριάδα αυτού του κόσμου. Εκεί δηλαδή που μπορούμε να επιστρέφουμε, ασφαλείς και μόνοι.