Με την ολοκλήρωση, τη Δευτέρα, της δημόσιας διαβούλευσης σχετικά με την τροποποίηση του Συντάγματος της πΓΔΜ, η κοινοβουλευτική διαδικασία επί αυτού του θέματος εισέρχεται πλέον στην τρίτη και τελική φάση της.
Η δημόσια διαβούλευση επί της πρότασης της κυβέρνησης του Ζόραν Ζάεφ για τροποποίηση του Συντάγματος διήρκησε πέντε ημέρες, κατά τη διάρκεια των οποίων διοργανώθηκαν πέντε ανοιχτές συζητήσεις στις πόλεις Σκόπια, Στιπ και Τέτοβο.
Η κυβέρνηση της πΓΔΜ θα πρέπει να υποβάλλει μέχρι αύριο, Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου, στο Κοινοβούλιο τα τελικά κείμενα των τροπολογιών του Συντάγματος, καθώς και μία έκθεση με τα συμπεράσματα της διαβούλευσης.
Ακολούθως, η διαδικασία συνταγματικής τροποποίησης θα εισέλθει στην τελική φάση της, που αναμένεται να ολοκληρωθεί περί τα μέσα Ιανουαρίου 2019.
Όπως ανέφερε τη Δευτέρα ο πρόεδρος της Βουλής της πΓΔΜ, Ταλάτ Τζαφέρι, επικαλούμενος τον Κανονισμό του Κοινοβουλίου, πρώτα θα υπάρξει συζήτηση σε επίπεδο κοινοβουλευτικής επιτροπής, η οποία προβλέπεται να ξεκινήσει στις 17 Δεκεμβρίου και σε αυτήν θα μπορούν να προταθούν τροπολογίες επί των τροπολογιών που θα καταθέσει η κυβέρνηση.
Με την ολοκλήρωση της συζήτησης στην επιτροπή, η οποία θα εξελιχθεί σύμφωνα με τις φάσεις που προβλέπονται από τον Κανονισμό της Βουλής, ο προγραμματισμός είναι ότι το νωρίτερο στις 9 Ιανουαρίου θα συγκληθεί συνεδρίαση της Ολομέλειας, που πρέπει να ολοκληρωθεί στις 15 Ιανουαρίου, στο πλαίσιο της οποίας θα διεξαχθεί η τελική ψηφοφορία επί των τροπολογιών του Συντάγματος.
Για την έγκριση από τη Βουλή των τεσσάρων τελικών τροπολογιών του Συντάγματος, απαιτείται πλειοψηφία 2/3 (80 στους 120 βουλευτές), κάτι που σημαίνει πως η κυβέρνηση του Ζόραν Ζάεφ πρέπει να διατηρήσει τη στήριξη οκτώ βουλευτών της αντιπολίτευσης, που διαφοροποιήθηκαν από τη γραμμή του κόμματος VMRO-DPMNE για καταψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών και στην κρίσιμη συνεδρίαση της Βουλής, στις 19 Οκτωβρίου, ψήφισαν υπέρ της έναρξης των διαδικασιών για την τροποποίηση του Συντάγματος της χώρας.
Ο πρωθυπουργός της χώρας, Ζόραν Ζάεφ, εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι θα υπάρξει ο ικανοποιητικός αριθμός βουλευτών που απαιτείται για την έγκριση της τροποποίησης του Συντάγματος και πως η χώρα θα εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της, όπως αυτές απορρέουν από τη Συμφωνία των Πρεσπών.