Ως «λαθραία εμπορεύματα» κρίνονται από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, που διέταξε την άρση της κράτησης των οκτώ προφυλακισμένων για την υπόθεση χρυσού, τα πολύτιμα αντικείμενα που διέθεταν οι δύο κατά την δικογραφία εγκληματικές οργανώσεις ενεχυροδανειστών.
Οι δικαστές του Συμβουλίου με το πολυσέλιδο βούλευμα τους, κρίνουν ότι δεν γίνονταν «λαθραία εξαγωγή χρυσού» στην Τουρκία από τον γνωστό ενεχυροδανειστή και τους συγκατηγορουμένους του, αλλά εξαγωγή «λαθραίων εμπορευμάτων».
Με βάση τα πραγματικά περιστατικά υπό το πρίσμα των νομικών διατάξεων και παραδοχών, προκύπτει ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής τους για τις κακουργηματικές πράξεις που τους αποδίδονται με το κατηγορητήριο, αφού παρά τους περί αντιθέτου ισχυρισμούς τους, συντρέχει υψηλός βαθμός πιθανόληγησης ότι έχουν τελέσει τις διωκόμενες αυτές πράξεις , ιδίως ενόψει του ότι οι κατασχεθείσες ποσότητες χρυσού αργύρου κοσμημάτων ρολογιών και λοιπών τιμαλφών, που βρέθηκαν στο πλαίσιο των ερευνών, που διενεργήθηκαν σε οικίες, καταστήματα και οχήματα καθώς και στο πλαίσιο σωματικών ερευνών βρέθηκαν στην κατοχή των κατηγορουμενων και προορίζονταν για εξαγωγή προς την Τουρκία, όπως το τελευταίο συνάγεται από προηγούμενη όμοια εξακολουθητική δράση τους, χωρίς να προκύπτει για αυτά η ύπαρξη φορολογικών παραστατικών σχετικά με την προέλευση τους και την επ αυτών επιμέτρηση φόρων, δηλαδή ΦΠΑ (ενδεχομένως) ειδικού φόρου πολυτελείας με αποτελέσμα να νοούνται ως λαθρεμπορεύματα.
Γίνεται αντιληπτό ότι στις ημέρες της οικονομικής κρίσης και των Μνημονίων που βιώνει η Ελλάδα κατά την τελευταία δεκαετία βρήκαν ευχαιρές πεδίο δράσεως άνθρωποι οι οποίοι δεν διαθέτουν το ηθικό έρεισμα και υπόβαθρο και χαρακτηριζόμενοι από πλεονεξία και διάθεση ευκαιριακού πλουτισμού μέσω παρανόμων τεχνασμάτων και ενεργειών και υπο την προνομιακή θέση που κατέχουν αναζητούν τρόπους οικονομικής εκμετάλλευσης των συνανθρώπων μας. Επ αφορμήν αυτής ακριβώς της δράσεως η οποία τείνει να αποτελέσει κοινωνική μάστιγα η οποία βασανίζει τα ελληνικά νοικοκυριά, ο νομοθέτης επεδίωξε να προστατεύσει το κοινωνικό σύνολο εισάγοντας με το νόμο 4557/2018 «περί πρόληψης και καταστολής της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης τρομοκρατίας» , από την αιτιολογική έκθεση του οποίου προέκυψε η ανάγκη επέκτασης του πεδίου εφαρμογής του σε επαγγελματικούς κλάδους συμπεριλαμβάνοντας τους ενεχυροδανειστές και αργυραμοιβούς , γεγονός το οποίο επιρρωνύει την πεποίθηση ότι αφενώς οι πολίτες όλης της Ευρώπης πρέπει να τυγχάνουν ιδιαίτερης προστασίας κατά τις συναλλαγές τους αλλά και το κράτος να μπορεί να ελέγχει τη δράση αυτών των ιδιαίτερων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.
«Αυλαία» στο αστυνομικό και δικαστικό φιάσκο
Υπενθυμίζεται ότι στον ενεχυροδανειστή και τον φερόμενο ως υπαρχηγό του κυκλώματος επιβλήθηκε εγγυοδοσία 200.000 ευρώ και οι περιοριστικοί όροι της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα και της εμφάνισης μια φορά το μήνα στο αστυνομικό τμήμα.
Στους υπόλοιπους 6 επιβλήθηκαν περιοριστικοί όροι χωρίς εγγυοδοσία.
Ολοκληρώνεται έτσι ένα αστυνομικό κυρίως και δικαστικό δευτερευόντως, φιάσκο που οδήγησε στη σύλληψη και προφυλάκιση των 8 για λαθρεμπόριο χρυσού. Κι αυτό διότι όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, η εμπορία χρυσού προς την Τουρκία δεν υπόκειται σε τελωνειακούς ή άλλους δασμούς, με αποτέλεσμα να μην προκύπτει ζημία για το ελληνικό δημόσιο, επομένως και λαθρεμπόριο.
Η αποκάλυψη της γκάφας -η οποία προκάλεσε αντιπαράθεση μεταξύ αστυνομικών και δικαστικών για το ποιος είχε την ευθύνη- έγινε όταν οι συνήγοροι των κατηγορούμενων έθεσαν το ζήτημα στον ανακριτή και αυτός ζήτησε από τις αρμόδιες οικονομικές αρχές (τελωνείο, ΑΑΔΕ) να μάθει αν υπάρχουν δασμοί ή άλλοι φόροι στο εμπόριο χρυσού.
Οταν η απάντηση ήταν αρνητική άνοιξε ο δρόμος για την αποφυλάκιση και των 8 που έμειναν προφυλακισμένοι, μεταξύ των οποίων και ο γνωστός Ριχάρδος. Εφόσον οι κατηγορούμενοι αποδείξουν ότι είναι νόμιμη η κατοχή του χρυσού τότε θα υπάρξει και αλλαγή της πορείας της υπόθεσης.
Η αποφυλάκιση, όμως, αποτελεί και προσωπικό «Βατερλώ» του Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος από το βήμα της Βουλής, έσπευσε να δικάσει και να καταδικάσει έχοντας ως απόδειξη μόνο ένα απλό διαβιβαστικό της Αστυνομίας.