Συνεχίζεται η διαμάχη μεταξύ του δημόσιου ΟΣΕ και της ιδιωτικής πλέον ΤΡΑΙΝΟΣΕ, με αφορμή και την έρευνα της Ρυθμιστικής Αρχής που καταγράφει τα προβλήματα, τα οποία αντιμετωπίζουν οι επιβάτες του ελληνικού σιδηροδρόμου.
Η ΤΡΑΙΝΟΣΕ, σε νέα «σκληρή» ανακοίνωσή της, αναφέρει ότι ο ΟΣΕ, στην ανακοίνωσή του, «επέλεξε να μην απαντήσει επί της ουσίας σε κανένα από τα ερωτήματα για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι επιβάτες από την εγκατάλειψη των σταθμών του προαστιακού και του ευρύτερου σιδηροδρομικού δικτύου. Ο Διαχειριστής της Υποδομής, δηλαδή ο ΟΣΕ, πρέπει να καταλάβει ότι η εποχή των παρελκυστικών απαντήσεων έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Οι επιβάτες ζητούν και απαιτούν από όλους μας υποδομές και υπηρεσίες που να δείχνουν στην πράξη ότι τους σεβόμαστε. Για μια ακόμη φορά, ζητάμε από τον Διαχειριστή της Υποδομής να αναλάβει τις ευθύνες του και να παρουσιάσει ένα σχέδιο με χρονοδιάγραμμα και κόστος για την επαναφορά των σταθμών σε ένα minimum επίπεδο αξιοπρεπούς λειτουργίας».
Στη συνέχεια, η ΤΡΑΙΝΟΣΕ προχωρά σε επίθεση και κατά της Ρυθμιστικής Αρχής. «Σε κάθε περίπτωση, όλοι θα κριθούμε από τις πράξεις, αλλά και τις παραλείψεις μας. Αυτή η κρίση δεν έχει σχέση με επιλεκτική και ανορθολογική χρήση ερευνών ή λανθασμένων οικονομικών στοιχείων, αλλά από αυτό που θα βιώνει ο επιβάτης στις καθημερινές του μετακινήσεις. Είναι υποχρέωση όλων μας να αναλάβουμε τις ευθύνες που μας αναλογούν και η ευθύνη για τη συντήρηση και τη λειτουργία των σταθμών είναι αποκλειστικά του ΟΣΕ» σημειώνει.
Μάλιστα, η διοίκηση της ΤΡΑΙΝΟΣΕ απαντά και στους ισχυρισμούς του ΟΣΕ για την επιβάρυνση του Οργανισμού: «Σε ό,τι αφορά στα υποτιθέμενα 700 εκατομμύρια που επιβαρύνθηκε ο ΟΣΕ από την ιδιωτικοποίηση της ΤΡΑΙΝΟΣΕ, θέλουμε να επισημάνουμε ότι στην πραγματικότητα ο ΟΣΕ, λόγω της διαδικασίας ιδιωτικοποίησης της ΤΡΑΙΝΟΣΕ, διέγραψε χρέη προς το Ελληνικό Δημόσιο ύψους 14,3 δισ. ευρώ».
Καταλήγοντας, κάνει ακόμα μία επίθεση αλλά παράλληλα προειδοποιεί τόσο τον ΟΣΕ όσο και τη ΡΑΣ: «Η επιλεκτική παρουσίαση συμπερασμάτων ερευνών, όπως αποδεδειγμένα έχει δείξει η επιστημονική κοινότητα, αλλά και η πραγματικότητα της ζωής, οδηγεί σε λανθασμένα συμπεράσματα και τους χρήστες αυτών των στοιχείων σε δυσάρεστες εκπλήξεις».